Σ' αυτό το μικρό απόσπασμα από το άνοιγμα του «διεθνούς συνεδρίου του ΣΥΝ» για τις «τάξεις και στρώματα της ελληνικής κοινωνίας», μπορεί κανείς να εντοπίσει μια σειρά βασικά ζητήματα γύρω από το χωρισμό των κοινωνιών σε τάξεις μετά την αποσύνθεση του πρωτόγονου κοινοτικού συστήματος γενικά, αλλά και συγκεκριμένα στο καπιταλιστικό σύστημα. Υποτίθεται ότι αναζητείται η «σύγχρονη» αντίληψη στη μεθοδολογία προσέγγισης αυτού του ζητήματος, με τον προσδιορισμό «σύγχρονη συζήτηση». Αναζητείται, λοιπόν, υπό τον όρο «σύγχρονη» η επίφαση, προκειμένου να συγκαλυφτεί η αντιμαρξιστική αντίληψη στη συγκεκριμένη μεθοδολογία, για την προσέγγιση ενός θεμελιακού για το επαναστατικό κίνημα, για την ίδια την ιστορική εξέλιξη, ζητήματος. Και αναδεικνύεται το δευτερεύον ως πρωτεύον και αντίστροφα. Και πάνω απ' όλα συσκοτίζεται το κύριο που χαρακτηρίζει κάθε κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό, κάθε τρόπο παραγωγής, που είναι οι παραγωγικές σχέσεις.
«Διανύουμε μια περίοδο έντονων μετασχηματισμών του ώριμου καπιταλισμού, ορισμένοι μιλούν για αλλαγή παραδείγματος, η εξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων έχει προκαλέσει σοβαρές μεταβολές τα παραγωγικά συστήματα, και στην ίδια την ταξική διάρθρωση της κοινωνίας και οι παραδοσιακές ταξικές κατηγορίες φθίνουν ή περιθωριοποιούνται, ενώ συγχρόνως δημιουργούνται νέες. Σ' αυτές τις συνθήκες πολλά από τα θεωρητικά εργαλεία της μαρξικής προβληματικής των τάξεων μοιάζουν μετέωρα, ενώ η κατανόησή μας για τις νέες κοινωνικές σχέσεις και ταξικές διαρθρώσεις, είναι σχηματική και κατά προσέγγιση».
Τι διαπιστώνεται εδώ; Οτι οι παραγωγικές δυνάμεις μεταβάλλουν τα παραγωγικά συστήματα. Αλλά ποιος αναπτύσσει τις παραγωγικές δυνάμεις, τα μέσα παραγωγής; Και γιατί και πώς αναπτύσσονται; Η απάντηση σ' αυτά τα ερωτήματα οδηγεί πραγματικά στο βασικό, στο κύριο, στο πρωτεύον. Γιατί οι παραγωγικές δυνάμεις δεν αναπτύσσονται έξω από τα καθορισμένα ιστορικά πλαίσια του δοσμένου τρόπου παραγωγής που καθορίζεται από τις σχέσεις παραγωγής. Οι Μαρξ και Ενγκελς στο «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, αναφέρουν: «Η αστική τάξη δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς να επαναστατικοποιεί αδιάκοπα τα εργαλεία παραγωγής...».
Αντίθετα στην παραπάνω διαπίστωση πρωτεύον θεωρούνται οι παραγωγικές δυνάμεις, που ανατρέπουν τα παραγωγικά συστήματα, και οδηγούν σε «νέες κοινωνικές σχέσεις»! Να γιατί αυτή η διαπίστωση συνοδεύεται από την εκτίμηση ότι η μαρξιστική θεωρία για τις τάξεις μένει μετέωρη! Βεβαίως, ο μαρξισμός διδάσκει πως σε κάθε κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό, το κύριο, το πρωτεύον είναι οι παραγωγικές σχέσεις, δηλαδή οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων στην υλική παραγωγή, δηλαδή οι κοινωνικές σχέσεις που καθορίζονται σε τελευταία ανάλυση από τη σχέση των ανθρώπων με την ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής.
Με βάση αυτό, ο Φ. Ενγκελς, έδωσε τον εξής συνοπτικό ορισμό των δύο βασικών τάξεων της καπιταλιστικής κοινωνίας: «Με τη λέξη αστική τάξη εννοούμε την τάξη των σύγχρονων καπιταλιστών, που είναι κάτοχοι των βασικών μέσων παραγωγής και που εκμεταλλεύονται τη μισθωτή εργασία. Με τη λέξη προλεταριάτο, εννοούμε την τάξη των σύγχρονων μισθωτών εργατών που, επειδή δεν κατέχουν καθόλου δικά τους μέσα παραγωγής, είναι αναγκασμένοι να πουλούν την εργατική τους δύναμη για να μπορούν να ζήσουν» (Σημείωση του Φ. Ενγκελς στην αγγλική έκδοση του έργου «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος» του 1888).
Δεν αρκεί όμως μόνο το κριτήριο των σχέσεων με τα μέσα παραγωγής, που είναι το βασικό για προσδιορίσουμε ολοκληρωμένα τις τάξεις και τα στρώματα μιας κοινωνίας. Ολα τα κριτήρια δίνονται στον ορισμό του Β. Ι. Λένιν για τις τάξεις στο έργο του «Μεγάλη Πρωτοβουλία», («Απαντα» τ.39, σελ. 15).
«Τάξεις ονομάζονται μεγάλες ομάδες ανθρώπων που ξεχωρίζουν μεταξύ τους, από τη θέση που έχουν μέσα σε ένα ιστορικά καθορισμένο σύστημα της κοινωνικής παραγωγής, από τη σχέση τους που είναι στο μεγαλύτερο μέρος κατοχυρωμένη και διατυπωμένη με νόμους, προς τα μέσα παραγωγής, από το ρόλο τους στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας και συνεπώς από τους τρόπους που ιδιοποιούνται τη μερίδα του κοινωνικού πλούτου που διαθέτουν και το μέγεθος αυτής της μερίδας. Τάξεις είναι οι ομάδες εκείνες ανθρώπων, που η μια μπορεί να ιδιοποιείται τη δουλιά της άλλης, χάρη στη διαφορά της θέσης που κατέχει μέσα στο καθορισμένο ιστορικά σύστημα της κοινωνικής παραγωγής».
Η διατύπωση «ανατροπή παραγωγικών συστημάτων» που επιδρούν στην αλλαγή των κοινωνικών σχέσεων είναι σκόπιμα διφορούμενη. Οι κοινωνικές σχέσεις με την εξέλιξη του καπιταλισμού και κάτω από την επίδραση της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, προσαρμόζονται. Αλλωστε υπάρχει η διαλεχτική αλληλεπίδραση παραγωγικών σχέσεων-παραγωγικών δυνάμεων. Αυτή η αλληλεπίδραση, οι αλλαγές, οι προσαρμογές δεν οδηγούν σε αλλαγή και της ταξικής ουσίας των κοινωνικών σχέσεων. Δεν αλλάζει, δηλαδή, το πρωταρχικό, τη σχέση ως προς τα μέσα παραγωγής, δεν αντικαθίσταται η ατομική ιδιοκτησία με την κοινωνική.
Αλλαγές για παράδειγμα είχαμε με το πέρασμα του καπιταλισμού από το προμονοπωλιακό του στάδιο στο μονοπωλιακό. Αλλά δεν άλλαξε η ταξική φύση των σχέσεων παραγωγής, των κοινωνικών σχέσεων. Ούτε βεβαίως άλλαξε η αστική τάξη, δεν έγινε κάτι άλλο, δεν έπαψε να είναι κυρίαρχη, να έχει στην ιδιοκτησία της τα μέσα παραγωγής. Το ίδιο βεβαίως δεν άλλαξε και η εργατική τάξη. Δεν απόκτησε μέσα παραγωγής. Αυτό είναι το θεμελιακό ζήτημα, όταν συζητάμε για τις κοινωνικές τάξεις και στρώματα. Αλλά ο ΣΥΝ ανοίγει συζήτηση για τέτοιες αλλαγές.
Και εδώ το ζήτημα της επίδρασης των παραγωγικών δυνάμεων στην ανατροπή των παραγωγικών συστημάτων και στις κοινωνικές σχέσεις, με πρωταρχικό τις παραγωγικές δυνάμεις όχι μόνο δεν μπορεί να οδηγήσει ασφαλή συμπεράσματα στην προσέγγιση του ζητήματος των κοινωνικών τάξεων, αλλά δεν οδηγεί και σε επιστημονική, από τη σκοπιά της μαρξιστικής λενινιστικής κοσμοθεωρίας, έρευνα, η οποία δεν είναι απλά και μόνο κοινωνική, αλλά ταυτόχρονα οικονομική, δηλαδή κοινωνικοοικονομική. Αφού η οικονομική βάση της κοινωνίας είναι οι παραγωγικές σχέσεις αυτές καθορίζουν και τις κοινωνικές τάξεις και τις μεταξύ τους σχέσεις. Ακόμη και αν δεχτούμε την ανατροπή «παραγωγικών συστημάτων», με την έννοια των αλλαγών στην οργάνωση της παραγωγής και της εργασίας, αυτό καθόλου δεν αλλάζει επί της ουσίας τις ταξικές σχέσεις.