ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 16 Φλεβάρη 2002
Σελ. /40
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΑΣ
Ξεπούλημα όλων των παραγωγικών εταιριών!

Σε μαζικό ξεπούλημα όλων ανεξαιρέτως των συνεταιριστικών εταιριών, που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ελέγχει ή συμμετέχει η Αγροτική Τράπεζα Ελλάδας (ΑΤΕ), ετοιμάζεται να προχωρήσει η κυβέρνηση. Σε σύσκεψη που έγινε χτες βράδυ στο υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών συμφωνήθηκε να ξεπουληθεί από την ΑΤΕ κάθε επιχείρηση αγροτοβιομηχανική ή άλλη που δε δραστηριοποιείται στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Στη σύσκεψη, που έγινε υπό την προεδρία του υπουργού Οικονομίας Ν. Χριστοδουλάκη, πήραν μέρος ο υφυπουργός Οικονομικών Γ. Φλωρίδης, από το υπ. Γεωργίας ο υπουργός Γ. Δρυς και ο υφυπουργός Βαγ. Αργύρης, καθώς και ο διοικητής της ΑΤΕ Π. Λάμπρου. Τούτο αποκαλύπτει ότι η κυβέρνηση δε σκοπεύει να ιδιωτικοποιήσει μόνο τις βιομηχανίες που αρχικά είχε εξαγγείλει (ΔΩΔΩΝΗ, ΑΓΝΟ, ΡΟΔΟΠΗ. ΕΒΖ, ΕΛΒΙΖ, ΣΕΚΑΠ), αλλά και επιχειρήσεις όπως η ΣΕΒΑΘ, ΣΕΠΕΚ, ΒΙΟΧΥΜ, ΕΤΑΝΑΛ, ΠΙΝΔΟΣ, ΕΝΩΣΗ ΣΟΥΛΤΑΝΙΝΟΠΑΡΑΓΩΓΩΝ ΚΡΗΤΗΣ κ.ά.

Τα παραπάνω φανερώνουν την υποκρισία της κυβέρνησης και την πρεμούρα της στο όνομα των αποκρατικοποιήσεων να παραδώσει στο μεγάλο κεφάλαιο, κάθε τι που μπορεί να λειτουργήσει σε όφελος των αγροτών, των κτηνοτρόφων και των ψαράδων. Κι η υποκρισία αυτή μεγεθύνεται από διατυπώσεις για το ότι τον πρώτο λόγο σε ό,τι ξεπουλάει η ΑΤΕ, θα έχουν οι συνεταιρισμοί και αγροτοκτηνοτρόφοι...


Με διψήφια ποσοστά κινείται η ακρίβεια

Οργιο κερδοσκοπίας στην αγορά με την ομάδα διατροφής, όπου η ΕΣΕΥ κατέγραψε ετήσια μεσοσταθμική αύξηση τιμών 12,9%!

Ανησυχητικές διαστάσεις έχει προσλάβει το εκρηκτικό κύμα ακρίβειας σε βασικά είδη λαϊκής κατανάλωσης, θέτοντας σε σοβαρή δοκιμασία τις ήδη ασθενείς οικονομικές αντοχές εκατομμυρίων εργαζομένων, συνταξιούχων, άλλων χαμηλόμισθων, ανέργων κλπ. Αυτό αποτυπώνεται και στον ετήσιο ρυθμό αύξησης του επίσημου τιμαρίθμου, ο οποίος- σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδας (ΕΣΥΕ) που ανακοινώθηκαν χτες- το Γενάρη του 2002 εκτινάχτηκε στο 4,4% από 3% τον προηγούμενο μόλις Δεκέμβρη. Ομως, πέρα από 4,4% (που αποτυπώνει το μέσο όρο αύξησης των τιμών) οι ανατιμήσεις στα είδη πλατιάς λαΪκής κατανάλωσης, όπως της ομάδας «διατροφή - μη αλκοοχουχα ποτά», «αλκοολούχα ποτά» και «ένδυση- υπόδηση», έφτασαν στο 12,9%, 6,1% και 4,7%. αντίστοιχα.

Τρεις, δηλαδή, κλάδοι που απορροφούν πολύ σημαντικό μέρος των χαμηλών εισοδημάτων, έχουν στήσει κυριολεκτικά πάρτι ακρίβειας στις πλάτες των λαϊκών στρωμάτων. Στο δωδεκάμηνο Γενάρης 2001- Γενάρης 2002 η ΕΣΥΕ κατέγραψε και δημοσιοποίησε - επιλεκτικά μάλιστα - τσουχτερές αυξήσεις τιμών, που έφτασαν στο 88,8% στα νωπά λαχανικά, 22,5% στα νωπά φρούτα, 7% στα αναψυκτικά, 6,5% στα τσιγάρα, 6,3% στο τυρί (φέτα), 5,7% στα αλλαντικά, 5,2% στα δημητριακά, 5,5% στα είδη υπόδησης, 4,4% στα είδη ένδυσης, 12,2% στα εισιτήρια των αεροπλάνων και 11,6% στα ναύλα των πλοίων, 7,4% στις αστικές συγκοινωνίες, 4,4% στο ηλεκτρικό ρεύμα, 4% στα νοσήλια των νοσοκομείων κλπ.

Το κύμα αυτό της ακρίβειας το πυροδοτούν οι... συνήθεις ύποπτοι. Μια χούφτα μονοπωλιακές βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις που ελέγχουν το κύκλωμα παραγωγής, κυκλοφορίας, κατανάλωσης εμπορευμάτων διατροφής. Από την πλευρά της η κυβέρνηση, η οποία θεσμοθετεί το πλαίσιο της... ελεύθερης αγοράς - της κατοχυρωμένης με νόμο ασύδοτης ληστείας των εργαζομένων, απλώς παρακολουθεί διά του αρμόδιου υπουργείου, το... θαυμαστό αυτόν αγοραίο κόσμο. Ο Σύνδεσμος Βιομηχάνων Τροφίμων, μάλιστα, είχε το θράσος να βγάλει ανακοίνωση, στην οποία, μεταξύ άλλων, ανέφερε ανερυθρίαστα ότι το δικαίωμα της κερδοσκοπίας είναι αποκλειστικά δικό τους προνόμιο... Οσο για τη θλιβερή ηγεσία της ΓΣΕΕ, για το μόνο που ενδιαφέρεται είναι να κλείσει άρον - άρον τη νέα σύμβαση εργασίας με τους εργοδότες, με νέες επαχθείς για τους εργαζόμενους δεσμεύσεις.

Εκρηξη τιμών το Γενάρη

Ομως και μεταξύ των μηνών Δεκέμβρη 2001 και Γενάρη 2002 -δηλαδή μέσα σ' ένα μήνα- που ο γενικός δείκτης τιμών εμφανίζει μείωση κατά 0,3 (έναντι μείωσης 1,6% και 1,1% τα έτη 2001 και 2000) σημειώθηκαν αυξήσεις μέχρι και 25%. Με δεδομένο ότι ο Γενάρης είναι μήνας εκπτώσεων, από την παράθεση των στοιχείων αυτών προκύπτει ότι η πτωτική δυναμική των τιμών, λόγω ακριβώς των εκπτώσεων, αντισταθμίστηκε από αντίρροπες ανοδικές τάσεις που σημειώθηκαν κυρίως στο χώρο της διατροφής.

Σε ετήσια βάση, δηλαδή στο δωδεκάμηνο Γενάρης 2001- 2002 ο γενικός δείκτης εκτινάχτηκε στο 4,4% από μόλις 3% το Δεκέμβρη του 2001. Τέλος, ο μέσος δείκτης του δωδεκάμηνου Φλεβάρης 01 - Γενάρης 02 σε σύγκριση με το μέσο δείκτη του δωδεκάμηνου Φλεβάρης 00 - Γενάρης 01 παρουσίασε αύξηση 3,5% έναντι αύξησης 3,2% και 2,6% που σημειώθηκαν τα αντίστοιχα δύο προηγούμενα δωδεκάμηνα.

Ενδεικτικό για το όργιο κερδοσκοπίας που συντελείται στο χώρο της διατροφής - μη αλκοολούχων ποτών, είναι και το ακόλουθο στοιχείο. Ενώ στο δωδεκάμηνο Γενάρης 2000/ 2001 η επίσημη αύξηση τιμών στην ομάδα «διατροφή - μη αλκοολούχα» ποτά ήταν 1,9% (η δεύτερη μικρότερη αύξηση στο σύνολο των 12 ομάδων του δείκτη μετά από αυτή των μεταφορών) στο δωδεκάμηνο Γενάρης 2001/2002 η ίδια ομάδα αυξήθηκε κατά 12,9%!


ΒΙΟΜΗΧΑΝΟΙ ΚΛΑΔΟΥ ΤΡΟΦΙΜΩΝ
Ζητούν και τα ρέστα για τις ανατιμήσεις

Μνημείο θράσους αποτελεί η ανακοίνωση που έσπευσε να εκδώσει χτες η ηγεσία του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων, για να πει ότι είναι... «αδικαιολόγητη η φασαρία για τις τιμές»! Οι βιομήχανοι, επιχειρώντας να κάνουν το άσπρο - μαύρο, δε διστάζουν να διαψεύσουν ακόμα και τα επίσημα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, σύμφωνα με τα οποία ο τιμάριθμος στα είδη διατροφής και μη αλκοολούχα ποτά έτρεχε το Γενάρη με ρυθμό 12,9%! Στην ανακοίνωσή τους, περιφρονώντας προκλητικά τις επιπτώσεις της ακρίβειας και το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι καταναλωτές καλούνται να πληρώνουν τα κέρδη των μονοπωλίων, επιχειρούν να πετάξουν το «μπαλάκι» για τις ανατιμήσεις στο λιανεμπόριο, υποστηρίζοντας ότι «οι παραγωγοί καθορίζουν μόνο τη χονδρική τιμή πώλησης, ενώ οι τελικές τιμές προς τον καταναλωτή καθορίζονται από το λιανικό εμπόριο».

Οι μεγαλοβιομήχανοι πάντως ξεγυμνώνουν για άλλη μια φορά την κυβερνητική προπαγάνδα περί ελέγχων στην αγορά, «ανεμίζοντας» τη σημαία της «ελεύθερης αγοράς»: «Η αντιμετώπιση των όποιων πληθωριστικών φαινομένων - υποστηρίζουν - δεν είναι θέμα ελέγχων - αφού έτσι κι αλλιώς η κείμενη νομοθεσία δεν παρέχει στο κράτος το δικαίωμα να παρεμβαίνει στο θέμα των τιμών». Αλλωστε, «ας μην ξεχνάμε πως η ευρωπαϊκή ελληνική οικονομία διέπεται από το καθεστώς της ελεύθερης αγοράς», εγκαλούν την κυβέρνηση, επισημαίνοντας ότι δε σηκώνουν... «αστεία» με την ασυδοσία που τους παρέχουν οι κανόνες που, άλλωστε, νομοθετεί η ίδια η κυβέρνηση.

Την ώρα που τα έχουν μονά - ζυγά δικά τους, ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, φορολογία, υπερκέρδη, ξεπερνούν κάθε όριο πρόκλησης απέναντι στους εργαζόμενους καταναλωτές. Οπως αναφέρουν απροκάλυπτα: «Θα πρέπει να καταλάβουμε ότι είναι αδύνατο από τις επιχειρήσεις να ανταποκρίνονται ταυτόχρονα σε όλες τις απαιτήσεις που τους τίθενται, δηλαδή: να επενδύουν, να γίνονται ευρωπαϊκά ανταγωνιστικότερες, να αυξάνουν την απασχόληση, να πληρώνουν τους νέους φόρους, να μην απολύουν, να αυξάνουν την κερδοφορία, το μέρισμα και την τιμή της μετοχής τους προς όφελος των μετόχων και παράλληλα να διατηρούν πάντοτε σταθερές τις τιμές»!

Προειδοποιούν, επίσης, ότι δεν είναι διατεθειμένοι σε καθεστώς «ελεύθερης αγοράς» να δικαιολογήσουν γιατί αυξάνουν τις τιμές τους, εμπαίζοντας τους καταναλωτές ότι διαθέτουν «πολλές επιλογές» και μπορούν να «τιμωρούν» στο πλαίσιο του «ανταγωνισμού». Ως προς αυτό, να σημειωθεί ότι όπως αποκαλύπτεται από έρευνα της ICAP που επεξεργάστηκε ο «Ρ» το 1998 - και σήμερα η κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη για τους καταναλωτές και καλύτερη για την ολιγαρχία των μονοπωλίων - από τις 733 βιομηχανίες τροφίμων μόλις οι πέντε πρώτες, δηλαδή ποσοστό 0,68% στο σύνολο, συγκέντρωναν το 38,8% των μεικτών κερδών που πραγματοποίησε το σύνολο του κλάδου, ενώ την ίδια χρονιά οι πέντε πρώτες αλυσίδες σούπερ μάρκετ, ποσοστό 1,73% σε σύνολο 288 αλυσίδων, συγκέντρωσε το 41,57% του συνόλου των καθαρών κερδών. Επομένως, ούτε ανταγωνισμός, ούτε επιλογές για τους καταναλωτές υπάρχει, μόνο συγκέντρωση κερδών και μονοπώληση της αγοράς.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ