ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 5 Δεκέμβρη 1999
Σελ. /56
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Η πράσινη πολιτική λιτότητας «αποδίδει καρπούς», αλλά για λίγους

Αποκαλυπτικοί οι ισολογισμοί των τραπεζικών και άλλων εμποροβιομηχανικών επιχειρήσεων για την τρελλή κούρσα ανόδου των κερδών. Στο φετινό εννιάμηνο μόνο, 47 επιχειρήσεις μοιράστηκαν μεταξύ τους κέρδη πάνω από 1,1 τρισ. δραχμές, που ήταν αυξημένα κατά μέσο όρο 186.3%!

Συνεχίζεται και φέτος η τρελή κούρσα ανόδου των κερδών των τραπεζών και άλλων μεγάλων εμποροβιομηχανικών ή θυγατρικών τους επιχειρήσεων, που θησαυρίζουν από την αντιλαϊκή οικονομική πολιτική της κυβέρνησης Σημίτη και δικαίως στηρίζουν με νύχια και με δόντια τη συγκεκριμένη πολιτική. Του λόγου το αληθές, βεβαιώνουν αρκετοί από τους ισολογισμούς, που έχουν δει μέχρι στιγμής το φως της δημοσιότητας ή σχετικές ανακοινώσεις των διοικήσεων των ίδιων των επιχειρήσεων, που διαφημίζουν τα κέρδη τους, επιβεβαιώνοντας, έμμεσα έτσι, ότι η ακολουθούμενη οικονομική πολιτική της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ έχει αποδειχτεί σε «Ελντοράντο» για τις τράπεζες και άλλες επιχειρήσεις ή ομίλους επιχειρήσεων που λειτουργούν στην Ελλάδα.

Ενδεικτικό - πλην, όμως, σαφές - δείγμα γραφής για τη συνεχιζόμενη τρελή κούρσα ανόδου των κερδών, αποτελεί ο πίνακας με την πορεία της κερδοφορίας των 47 επιχειρήσεων που επεξεργάστηκε - με βάση τα στοιχεία των ισολογισμών των ίδιων των επιχειρήσεων - και δημοσιεύει σήμερα ο «Ρ». Από τον πίνακα αυτό, προκύπτει ότι τα καθαρά κέρδη (και μιλάμε μόνο για τα φανερά κέρδη) των συγκεκριμένων επιχειρήσεων, στο εννιάμηνο Γενάρης - Σεπτέμβρης 1999 ξεπέρασαν το 1,1 τρισεκατομμύριο δραχμές. Για την ακρίβεια, οι 47 επιχειρήσεις έβαλαν στο φετινό εννιάμηνο στα θησαυροφυλάκιά τους κέρδη συνολικού ύψους 1.126.288 εκατ. δραχμών, έναντι 393.327 εκατ. δραχμών που ήταν τα κέρδη τους στο περσινό εννιάμηνο. Προκύπτει, δηλαδή, ένα μέσο ποσοστό αύξησης των καθαρών κερδών τους κατά 186,3%. Πάνω από το μέσο ποσοστό αύξησης βρίσκονται τα κέρδη των 11 τραπεζών (188,8%) και των εταιριών επενδύσεων (268,5%). Σε κάθε περίπτωση, το μέσο ποσοστό αύξησης των κερδών αποτελεί πρόκληση για τους εργαζόμενους και τα πλατιά λαϊκά στρώματα, καθώς είναι σχεδόν 75 φορές μεγαλύτερο από το μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης του πληθωρισμού. Και η πρόκληση γίνεται ακόμη μεγαλύτερη, όταν διαβάζοντας κανείς προσεκτικά τον πίνακα διαπιστώνει ότι ΟΛΕΣ οι επιχειρήσεις εμφανίζουν ποσοστό αύξησης, που είναι πολλαπλάσιο του μέσου ποσοστού αύξησης του πληθωρισμού.

Συγκεκριμένα, από τις 47 επιχειρήσεις του πίνακα:

  • Οι 15 εμφανίζουν διψήφιο ποσοστό αύξησης κερδών, που κυμαίνεται μεταξύ 16,1% (της MEVACO) και φτάνει στο 73,7% (Τράπεζα Εργασίας).
  • οι 27 εμφανίζουν τριψήφιο ποσοστό αύξησης κερδών, με χαμηλότερο το 105,4% (της HYATT RECENCY) και υψηλότερο το 797,2% (της Ασπίς Επενδυτική).
  • Οι 5 εμφανίζουν τετραψήφιο ποσοστό αύξησης κερδών - ναι, καλά διαβάσατε ΤΕΤΡΑΨΗΦΙΟ - με... χαμηλότερο αυτό της SATO που διαμορφώθηκε σε 1.547,1% και υψηλότερο το ποσοστό αύξησης των κερδών της Τράπεζας Μακεδονίας - Θράκης, που έσπασε κάθε ρεκόρ και έφτασε το 7.566,7%!

Αξίζει ακόμη ν' αναφερθεί, ότι από τα συνολικά κέρδη ύψους 1.126.288 εκατ. δραχμών που εμφανίζουν οι 47 επιχειρήσεις, τη μερίδα του λέοντος καρπώθηκαν 3 τράπεζες (η Εμπορική, η Εθνική και η Πίστεως), που μοιράστηκαν μεταξύ τους 533.211 εκατ. δραχμές και αντιπροσωπεύουν το 47,3% των συνολικών κερδών και το 73,1 των κερδών των τραπεζών.

Και ενώ τα στοιχεία με τα κέρδη των συγκεκριμένων επιχειρήσεων, που παραθέτουμε στον πίνακα, βγάζουν από μόνα τους μάτι για το μέγεθος της ληστείας που γίνεται από το μεγάλο κεφάλαιο σε βάρος των εργαζομένων και άλλων πλατιών λαϊκών στρωμάτων, χάρη στην ακολουθούμενη πολιτική, οι κυβερνώντες υποστηρίζουν, ανερυθρίαστα, πως η οικονομική πολιτική του «μονόδρομου» της ΟΝΕ και του Μάαστριχτ αποδίδει «καρπούς»! Είναι αλήθεια πως η συγκεκριμένη πολιτική «αποδίδει καρπούς», αλλά μόνο για λίγους. Τους καρπούς, που αποδίδει η αντιλαϊκή πολιτική μονόπλευρης λιτότητας της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, τους νέμεται η οικονομική ολιγαρχία του πλούτου (οι τραπεζίτες, οι μεγαλοεπιχειρηματίες και οι ρεντιέρηδες), που αντιπροσωπεύει ένα μικρό τμήμα του ελληνικού λαού, μια ισχνή μειοψηφία, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία του (εργαζόμενοι, συνταξιούχοι, αγρότες κλπ.) βιώνει τις συνέπειες της λιτότητας, με τη μείωση της αγοραστικής δύναμης, την αύξηση της ανεργίας και της φτώχειας.

Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και η Τράπεζα της Ελλάδας - που θεωρείται ο θεματοφύλακας του Μάαστριχτ και της ΟΝΕ - ομολογεί σε μεγάλο βαθμό την αλήθεια για τους κερδισμένους και τους χαμένους από την εφαρμοζόμενη πολιτική. Στην «ενδιάμεση έκθεση» της Τράπεζας της Ελλάδας, που δόθηκε πρόσφατα στη δημοσιότητα, η διοίκηση της κεντρικής τράπεζας σκιαγραφεί με το δικό της «τεχνοκρατικό» τρόπο την κερδοσκοπία, στην οποία επιδίδονται οι μεγαλοεπιχειρηματίες, εν γνώσει τους ότι έτσι ρίχνουν λάδι στη φωτιά του πληθωρισμού, που αποτελεί βασικό κριτήρια για την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ. Ετσι, ομολογώντας τη συμπίεση των λαϊκών εισοδημάτων, η διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδας σημειώνει στην «ενδιάμεση έκθεση» πως:

  • Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος μειώθηκε το 1999 ως προς το 1998 από 3,9% σε 2,5%, ενώ μείωση παρουσιάζουν και τα βραχυχρόνια και μεσοπρόθεσμα επιτόκια τραπεζικών δανείων προς επιχειρήσεις. Που σημαίνει ότι το τίμημα για τη μείωση του πληθωρισμού το πλήρωσαν και φέτος οι εργαζόμενοι και τα πλατιά λαϊκά στρώματα με την εισοδηματική, φορολογική και τη γενικότερη πολιτική μονόπλευρης λιτότητας, ενώ, αντίθετα, οι μεγάλοι κερδισμένοι ήταν οι μεγαλοεπιχειρηματίες, καθώς έδωσαν ισχνές ονομαστικές αυξήσεις στους μισθούς και τα μεροκάματα και, ταυτόχρονα, επωφελήθηκαν από τη μείωση των επιτοκίων.
  • Η αύξηση των κερδών κατά 23,1% το 1998 ήταν αισθητά ανώτερη από την άνοδο κατά 8,8% του κύκλου εργασιών (πωλήσεις). Οσο για το 1999, εκτιμάται ότι τα περιθώρια κέρδους των μεταποιητικών επιχειρήσεων, που παράγουν για την εγχώρια αγορά, ενδέχεται να έχουν διευρυνθεί ελαφρά... ενώ σημαντικά κέρδη παρουσιάζουν και οι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο επιχειρήσεις. Στην ουσία δηλαδή, η Τράπεζα Ελλάδας δεν κρύβει πως, και φέτος, οι μεγάλοι κερδισμένοι από την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης ήταν οι μεγάλες επιχειρήσεις (βιομηχανίες, τράπεζες, κλπ.), καθώς διεύρυναν τα περιθώρια κέρδους, τα οποία εξακολουθούν να αυξάνονται με ρυθμούς πολλαπλάσιους του πληθωρισμού.

Με βάση τα παραπάνω στοιχεία και τις επισημάνσεις της Τράπεζας της Ελλάδας, αποτελεί τουλάχιστον πρόκληση το γεγονός ότι οι κυβερνώντες, ενώ εφαρμόζουν συνειδητά μια πολιτική που εντείνει την εκμετάλλευση και διευκολύνει τη βίαιη μεταφορά εισοδημάτων από τις τσέπες των εργαζομένων στα θησαυροφυλάκια των πολυεθνικών και των Ελλήνων μεγαλοεπιχειρηματιών, ισχυρίζονται ανερυθρίαστα πως η πολιτική τους «στηρίζει» και «βελτιώνει» τα πραγματικά λαϊκά εισοδήματα! Συχνά - πυκνά, μάλιστα, για να στηρίξουν την αστήρικτη προπαγάνδα τους, δίνουν στη δημοσιότητα και στοιχεία, τα οποία απλά έρχονται να επιβεβαιώσουν τη γνωστή ρήση πως «στην Ελλάδα ευημερούν οι αριθμοί και υποφέρουν οι άνθρωποι».

Οι υποσχέσεις που μοιράζουν, τώρα, τα στελέχη της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ για μεγαλύτερες μισθολογικές αυξήσεις, για περισσότερες φορολογικές ελαφρύνσεις - που θα δοθούν το 2000 και τα επόμενα χρόνια, επειδή με την ένταξη στην ΟΝΕ τελειώνουν οι θυσίες για το λαό - είναι πέρα για πέρα κάλπικες και εκ του πονηρού. Εκλογές έρχονται και είθισται - τουλάχιστον οι ηγεσίες των δύο μεγάλων κομμάτων, που εναλλάσσονται στην κυβερνητική εξουσία - να κάνουν ψηφοθηρία, υποσχόμενοι λαγούς με... πετραχήλια. Η υποκριτική τους στάση, κάνει ιδιαίτερα επίκαιρο ένα ρητό, που λέει πως«όσο λιγότερο νοιάζεσαι για την πολιτική, τόσο περισσότερο ανοίγεις την όρεξη του κάθε τυχοδιώκτη να σου περάσει τις αλυσίδες».

Ας ελπίσουμε, όμως, ότι αυτή τη φορά δε θα τους περάσει. Οσο πιο νωρίς οι εργαζόμενοι και τα πλατιά λαϊκά στρώματα συνειδητοποιήσουν τη δύναμη που διαθέτουν - και με την ψήφο τους - τόσο καλύτερα γι' αυτούς και τόσο χειρότερα για την ολιγαρχία του πλούτου και τους κάθε είδους πολιτικούς της υπηρέτες.


Λάμπρος ΤΟΚΑΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ