Eurokinissi |
α) Τα σχετικά με τα υπουργεία Εσωτερικών, Αμυνας και Δικαιοσύνης μέτρα, που στοχεύουν στην ενίσχυση των κατασταλτικών μηχανισμών και τις αναγκαίες προσαρμογές στην αυξανόμενη επιθετικότητα του κεφαλαίου (ευρωστρατός - ευρωαστυνομία - δυνάμεις ταχείας επέμβασης, συνεργασία με ξένες μυστικές υπηρεσίες, νέο νομοθετικό πλαίσιο).
β) Τις βαθιές αντιδραστικές αλλαγές στο υπουργείο Παιδείας, που έχουν στόχο την προσαρμογή του σχολείου, συνολικά της εκπαιδευτικής διαδικασίας στο νέο παραγωγικό μοντέλο, που έχουν ανάγκη οι πολυεθνικές και στη διαμόρφωση συνειδήσεων υποταγής. (Μεταρρύθμιση της Μέσης Εκπαίδευσης και των ΑΕΙ - ΤΕΙ, αξιολόγηση, κλπ.).
γ) Τις αναπροσαρμογές στα οικονομικά υπουργεία, που ενισχύουν όχι μόνο το φοροεισπρακτικό χαρακτήρα του κράτους και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, αλλά και την προσαρμογή ευρύτερα της οικονομικής λειτουργίας στις νέες ανάγκες του κεφαλαίου (νόμοι για αναπτυξιακά κίνητρα - φορονομοσχέδια - νόμοι για ιδιωτικοποιήσεις - για την Τοπική Αυτοδιοίκηση κλπ.).
δ) Τα νομοθετήματα του υπουργείου Εργασίας και την αποδοχή των επιλογών του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, που στοχεύουν στη μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης όχι μόνο μέσα από το φτηνότερο μεροκάματο, αλλά και όλων των υπολοίπων παραγόντων (Ασφάλιση, Υγεία, Πρόνοια κλπ.), που συμβάλλουν στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης.
Οι αναπροσαρμογές αυτές βάζουν ακόμη πιο επιτακτικά μπροστά στο Κόμμα και τον κάθε κομμουνιστή χωριστά την ανάγκη να καταχτηθεί η ικανότητα σύνδεσης της τακτικής με τη στρατηγική στην καθημερινή δράση, μέσα στους εργαζόμενους και το συνδικαλιστικό κίνημα. Στα πλαίσια αυτά, σωστά βάζουμε, ως βασική γραμμή συσπείρωσης την αποκάλυψη και την εναντίωση στις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις. Δεν το κάνουμε, όμως, πάντα από τη σωστή μεριά και όχι πάντα ολοκληρωμένα. Για παράδειγμα, το βάρος της προπαγάνδας μας έγερνε προς τη μεριά των συνεπειών, που οι αναδιαρθρώσεις αυτές φέρνουν σε βάρος των εργασιακών, ασφαλιστικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και καταχτήσεων των εργαζομένων. Πλευρά, που είναι πολύ σοβαρή, αλλά όχι η κύρια. Δε φωτίσαμε με επάρκεια το χαρακτήρα των αλλαγών και των αναδιαρθρώσεων, ώστε αυτός να γίνει ευρύτερα κατανοητός. Π.χ. Οτι οι αναπροσαρμογές αυτές και τα συνθήματα για πιο σύγχρονο, αποτελεσματικό και ευέλικτο κράτος, αντανακλούν τη σημερινή φάση ανάπτυξης της καπιταλιστικής οικονομίας. Τις σύγχρονες ανάγκες και απαιτήσεις του μεγάλου κεφαλαίου. Οτι δεν πρόκειται για διαδικασίες που εξαρτώνται από το ποιο αστικό κόμμα, ή συνδυασμός και συνεργασία κομμάτων ασκεί την κυβερνητική εξουσία. Τούτο, όμως, είναι βασικό στην αποκάλυψη των πολιτικών, τόσο του ΠΑΣΟΚ όσο και της ΝΔ.
Να φωτίσουμε το ζήτημα των ιδιωτικοποιήσεων, σοβαρών τομέων και υπηρεσιών, όχι μόνον ή κυρίως από την πλευρά της απώλειας «κεκτημένων» δικαιωμάτων για τους εργαζόμενους, αλλά από τη σκοπιά του σε ποιον ανήκουν, ποιον εξυπηρετούν και στα χέρια ποιων πρέπει να περάσουν τα μέσα παραγωγής, ακριβώς, για να μην χάνονται κατακτήσεις και δικαιώματα.
Να απαντήσουμε στο δήθεν δίλημμα «θέλετε σύγχρονο αποτελεσματικό ευέλικτο κράτος ή υπερασπίζεστε τα σημερινά χάλια», με αντεπίθεση. Βάζοντας μπροστά σε όλους το πραγματικό δίλημμα: Πιο ευέλικτο, πιο αποτελεσματικό, πιο ικανό για ποιον; Για τους εργαζόμενους ή το μεγάλο κεφάλαιο;
Τα ίδια κενά, τα οποία προέρχονται από τη λειψή και αδύνατη αφομοίωση της στρατηγικής του Κόμματος, από την αδυναμία μας να προσαρμόσουμε έγκαιρα και σε όλα τα επίπεδα την τακτική μας, παρουσιάζονται σε τομείς, όπως ο τρόπος προπαγάνδας των αιτημάτων (π.χ. η μείωση του εργάσιμου χρόνου - τα οικονομικά αιτήματα). Πόσο αποκαλύπτουμε το μηχανισμό εκμετάλλευσης - μιλώντας για μείωση ωρών; Απαιτούμε κυρίως από τη σκοπιά τού ποιος παράγει τον πλούτο και ποιος πρέπει να τον απολαμβάνει;
Γιατί σύντροφοί μας εκτιμούν ως ανεδαφικά και μη ρεαλιστικά τα αιτήματα για 300.000 δραχμές κατώτερο μισθό και τα κουτσουρεύουν; Επειδή, δεν ξεκινούν από την αντίληψη, ότι όλα τα δικαιούμαστε, όλα μας ανήκουν και η ρεαλιστικότητα έχει να κάνει μόνο με την κατάσταση του κινήματος. Με την ικανότητά μας να τα πάρουμε και όχι με το αν τα δικαιούμαστε.
Συγχύσεις υπάρχουν και για τις μορφές οργάνωσης της εργατικής τάξης. Δεν κατανοείται ότι καμιά μορφή από μόνη της -όπως και καμία γενική και αφηρημένη ενότητα ή κανένας συσχετισμός και δημιουργία πλειοψηφίας- δεν είναι αυτοσκοπός. Το ζητούμενο κάθε φορά είναι τι βοηθά την έκφραση και ενίσχυση της ταξικής αντιπαράθεσης, ενώ, ταυτόχρονα, έχει σημασία να αναδείχνουμε τις αντικειμενικές αλλαγές που οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις φέρνουν στην εργατική τάξη (π.χ. μερικώς απασχολούμενοι - φασόν - κλπ.).
Εχει, επομένως, ιδιαίτερη σημασία η κατανόηση της εκτίμησης, ότι η αποτελεσματικότητα δράσης του συνδικαλιστικού και γενικότερα του λαϊκού κινήματος, δε συνδέεται μόνον ή κυρίως με τη μαζικότητα, την οργανωτική κατάσταση και τις μορφές αγώνα (που βεβαίως παίζουν σοβαρό ρόλο), αλλά με τη γραμμή αντιπαράθεσης και, κυρίως, με τις πολιτικές προϋποθέσεις: Τη συγκρότηση και δράση του Λαϊκού Μετώπου, την ισχυροποίηση του ΚΚΕ. Αν αυτά δε γίνουν κατανοητά ο κίνδυνος της απογοήτευσης και της αποστράτευσης παραμονεύει.
Το παραπάνω έχει να κάνει και με την προσπάθειά μας να μπει νέο αίμα στις γραμμές του ΚΚΕ. Οι χιλιάδες, που είναι στη δράση και αγωνίζονται, δε θα ενταχτούν ποτέ στις γραμμές του Κόμματος, αν δε συνειδητοποιήσουν ότι και η πιο καλά οργανωμένη και αποτελεσματική συνδικαλιστική δράση -ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες- δεν μπορεί να επιφέρει κοινωνικές αλλαγές και βελτιώσεις. Κάτι τέτοιο απαιτεί ισχυρό ΚΚΕ, Λαϊκό Μέτωπο και συνολική σύγκρουση με την οικονομική ολιγαρχία και τους κάθε λογής πολιτικούς της εκπροσώπους και στηρίγματα.
Το γεγονός αυτής της σύμπτωσης, όμως, δε σημαίνει και συμφωνία ή συναντίληψη στο πώς θα ικανοποιηθεί το αίτημα της λαϊκής Υγείας ή σε άλλα ζητήματα και πολύ περισσότερο δε σημαίνει άμβλυνση της ιδεολογικοπολιτικής αντιπαράθεσης. Για άλλους λόγους θέλουμε εμείς τη μία ΓΣΕΕ και για άλλους ο εργοδοτικός και κυβερνητικός συνδικαλισμός. Είναι φανερό ότι άλλα λέμε, θέλουμε και παλεύουμε εμείς, που λέμε δημόσια δωρεάν Υγεία για όλο το λαό, με απαλλοτρίωση της ατομικής καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και άλλα, κάποιος άλλος, που υποκλίνεται στην ιδιωτική πρωτοβουλία.
Δεν πρέπει, επίσης, να ταυτίζουμε τον εργοδοτικό και κυβερνητικό συνδικαλισμό, με την αδράνεια και την πλήρη αγωνιστική άπνοια. Διαμοφώνονται όροι και προϋποθέσεις, που τον υποχρεώνουν στην εφαρμογή «αγωνιστικών» ελιγμών και είναι ανάγκη να αναδείξουμε στους εργαζόμενους τα κριτήρια με τα οποία πρέπει να κρίνεται σήμερα το συνδικαλιστικό κίνημα. Και τα κριτήρια αυτά δεν μπορεί να είναι η ικανότητά του, απλά και μόνο, να κάνει σωστές διαπιστώσεις για την κατάσταση της εργατικής τάξης. Τέτοιες κάνει και η κυβέρνηση και διάφοροι άλλοι αστοί, αλλά τις συνοδεύουν με την ανάγκη του μονόδρομου και των θυσιών. Δεν μπορεί να είναι οι όποιες φραστικές κορόνες ή κάποιοι αποσπασματικοί αγώνες - τουφεκιές στον αέρα. Δε φτάνει ακόμη και η ανάδειξη των αιτιών, που γεννούν τα προβλήματα, παρότι το τελευταίο είναι, βεβαίως, ένα ζήτημα σοβαρής σημασίας.
Τα κριτήρια αυτά πρέπει να είναι: