ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τρίτη 30 Απρίλη 2002
Σελ. /48
ΞΕΝΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΑΣ
Εξελίξεις και προοπτικές της ελληνικής οικονομίας

Αποσπάσματα από την Εκθεση του διοικητή κ. Λουκά Παπαδήμου, προς την τακτική γενική συνέλευση των μετόχων, της Τράπεζας

Το 2001 ήταν έτος σημαντικών μεταβολών, προκλήσεων αλλά και επιτευγμάτων για την ελληνική οικονομία και την Τράπεζα της Ελλάδος. Μετά την ένταξη της χώρας μας στην ΟΝΕ και την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος από την 1η Ιανουαρίου 2001, η οικονομία λειτουργεί σε ένα νέο νομισματικό περιβάλλον που διασφαλίζει υψηλό βαθμό σταθερότητας των τιμών και προάγει την οικονομική ανάπτυξη. Το προηγούμενο, όμως, έτος χαρακτηρίστηκε από έντονη και συγχρονισμένη επιβράδυνση του ρυθμού ανόδου της οικονομικής δραστηριότητας στη ζώνη του ευρώ και παγκοσμίως, καθώς και από αυξημένη αβεβαιότητα στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων. Οι διεθνείς οικονομικές εξελίξεις είχαν αναπόφευκτα δυσμενείς επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία, η συνολική επίδρασή τους όμως ήταν σχετικά περιορισμένη και αντισταθμίστηκε από άλλους παράγοντες, με αποτέλεσμα ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης κατά το πρώτο έτος μετά την ένταξη στη ζώνη του ευρώ να διατηρηθεί στο υψηλό επίπεδο του 2000.

Το παρελθόν έτος υπήρξε επίσης σταθμός στην ιστορία της Τράπεζας της Ελλάδος. Από την αρχή του 2001, η Τράπεζα μετέχει στο Ευρωσύστημα και εφαρμόζει στη χώρα μας την ενιαία νομισματική πολιτική. Προϋπόθεση για την εφαρμογή της πολιτικής αυτής ήταν η εισαγωγή του ευρώ σε λογιστική μορφή και η διασύνδεση της εγχώριας αγοράς χρήματος με την αντίστοιχη αγορά της ζώνης του ευρώ. Το εγχείρημα αυτό πραγματοποιήθηκε με επιτυχία την 1η Ιανουαρίου 2001, χάρη στη συστηματική προετοιμασία και τις συντονισμένες ενέργειες της Τράπεζας της Ελλάδος και των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων. Παράλληλα, στη διάρκεια του προηγούμενου έτους, η Τράπεζα ολοκλήρωσε το σύνθετο έργο της παραγωγής των τραπεζογραμματίων και κερμάτων ευρώ, καθώς και του εφοδιασμού των πιστωτικών ιδρυμάτων με το νέο νόμισμα. Σε συνεργασία με την κυβέρνηση, τις τράπεζες καθώς και οικονομικούς και επαγγελματικούς φορείς, η Τράπεζα της Ελλάδος συνέβαλε καθοριστικά στην ομαλή εισαγωγή των τραπεζογραμματίων και κερμάτων ευρώ σε κυκλοφορία και στη σταδιακή απόσυρση των δραχμών από την 1η Ιανουαρίου 2002. Με την κυκλοφορία του ευρώ σε φυσική μορφή ολοκληρώθηκε η διαδικασία της εισαγωγής του ενιαίου νομίσματος και εδραιώθηκε η μετάβαση στο νέο νομισματικό περιβάλλον.

Κατευθύνσεις οικονομικής πολιτικής

Η διερεύνηση ορισμένων σημαντικών παραγόντων που επηρεάζουν τις μακροπρόθεσμες αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας οδηγεί στη διαπίστωση ότι η ευνοϊκή τους επίδραση θα περιορίζεται βαθμιαία και ενδεχομένως σημαντικά μετά την επόμενη πενταετία. Ο περιορισμός της ευνοϊκής επίδρασης ορισμένων από τους παράγοντες αυτούς μπορεί να γίνει αισθητός και ενωρίτερα (π.χ. από το 2005). Η διερεύνηση αυτή οδηγεί επίσης σε χρήσιμα συμπεράσματα για την οικονομική πολιτική. Πρώτον, όπως ήδη υποδηλώθηκε, πρέπει η αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων κατά την τρέχουσα περίοδο (κατά την οποία η επίδρασή τους είναι ισχυρή) να είναι αποτελεσματική, ώστε και το μέγεθος της επίδρασης να πολλαπλασιάζεται και η διάρκειά της να παρατείνεται. Δεύτερον, η προσπάθεια δημοσιονομικής εξυγίανσης θα πρέπει να συνεχιστεί όπως προβλέπεται στο ελληνικό Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης, ώστε η επίτευξη δημοσιονομικών πλεονασμάτων και η μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ στα επόμενα χρόνια να επιτρέπουν την άσκηση αντικυκλικής δημοσιονομικής πολιτικής όταν αυτό απαιτείται, χωρίς να παρεμποδίζεται η επίτευξη ισοσκελισμένων προϋπολογισμών μεσοπρόθεσμα. Τρίτον, πρέπει να διαμορφωθούν έγκαιρα συνθήκες και πολιτικές οι οποίες θα συντελέσουν στη διατήρηση υψηλού ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης, κυρίως με τη διεύρυνση των καθαρών εξαγωγών και την αξιοποίηση των ευκαιριών στην παγκόσμια αγορά.

Η διασφάλιση όμως υψηλού και διατηρήσιμου ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης και η επίτευξη της πραγματικής σύγκλισης απαιτούν την επιτάχυνση και τη διεύρυνση των μεταρρυθμίσεων σε διάφορους τομείς, προκειμένου να καταστεί περισσότερο αποτελεσματική η λειτουργία της οικονομίας και να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητά της. Επιπλέον, η ολοκλήρωση της δημοσιονομικής εξυγίανσης, με τη σταθερή μείωση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ, θα συντελέσει και στην επίτευξη των αναπτυξιακών στόχων και θα επιτρέψει, όπως ήδη αναφέρθηκε. στη δημοσιονομική πολιτική να συμβάλει στη σταθεροποίηση της οικονομικής δραστηριότητας βραχυχρόνια, ασκώντας αντικυκλικό ρόλο.

Ενα σοβαρό ζήτημα οικονομικής πολιτικής που συνδέεται άμεσα και με τις προοπτικές διασφάλισης δημοσιονομικής σταθερότητας είναι η μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Το θέμα αυτό βρίσκεται στο επίκεντρο του διαλόγου της κυβέρνησης με τους κοινωνικούς εταίρους. Η ανάγκη της μεταρρύθμισης προκύπτει από ένα συνδυασμό παραγόντων, όπως είναι η επερχόμενη γήρανση του πληθυσμού σε συνδυασμό με το μη ανταποδοτικό χαρακτήρα του υφιστάμενου ασφαλιστικού συστήματος, καθώς και η συσσώρευση επιβαρύνσεων από ορισμένες επιλογές του παρελθόντος. Επομένως, η μεταρρύθμιση είναι αναγκαία για να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος και η δίκαιη κατανομή των βαρών μεταξύ των γενεών, αλλά και για να διασφαλιστεί μακροπρόθεσμα η δημοσιονομική σταθερότητα. Πρέπει εδώ να τονιστεί ότι, ενώ στην Ελλάδα -όπως και σε άλλες χώρες- το πρόβλημα της βιωσιμότητας θα οξυνθεί μόνο μετά από ένα ορισμένο αριθμό ετών, η αντιμετώπισή του πρέπει να αρχίσει αμέσως, διότι, εάν καθυστερήσει, οι αλλαγές που θα απαιτηθούν θα είναι περισσότερο απότομεςκαι ασφαλώς πιο επώδυνες.

Η αποτελεσματική αντιμετώπιση του βασικού προβλήματος της κοινωνικής ασφάλισης, το οποίο είναι η εξασφάλιση πόρων σε βάση που να είναι διατηρήσιμη μακροπρόθεσμα, δεν μπορεί παρά να είναι σφαιρική. Οπως είχε τονιστεί και στην περυσινή Εκθεση, ιδιαίτερη σημασία έχει η εφαρμογή πολιτικών που ενθαρρύνουν την αύξηση του ποσοστού απασχόλησης, ευνοούν την άνοδο της παραγωγικότητας και συντελούν στη μείωση της εισφοροδιαφυγής. Για την εξασφάλιση όμως της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος απαιτούνται και παρεμβάσεις σε ορισμένες παραμέτρους του ισχύοντος συστήματος (όπως είναι η ηλικία συνταξιοδότησης, η βάση υπολογισμού της σύνταξης και το ποσοστό αναπλήρωσης των αποδοχών), στα δομικά χαρακτηριστικά του (όπως είναι η οργανωτική του διάρθρωση κατά κατηγορία ασφαλισμένων και κλάδο οικονομικής δραστηριότητας, καθώς και κατά επίπεδο ή -πυλώνα- ασφάλισης) και στους τρόπους αξιοποίησης των διαθεσίμων των Ταμείων. Οσον αφορά τη χρηματοδότηση, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η γήρανση του πληθυσμού και η κάλυψη του κόστους των απαραίτητων μεταβατικών ρυθμίσεων κατά την πορεία προς το νέο σύστημα θα απαιτήσουν τη διάθεση πρόσθετων δημόσιων πόρων. Τα προβλεπόμενα όμως για τα επόμενα έτη δημοσιονομικά πλεονάσματα πρέπει να χρησιμοποιηθούν κατά προτεραιότητα, τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον, για τη μείωση του δημόσιου χρέους, που εξακολουθεί να είναι πολύ υψηλό. Γι' αυτό η πολιτική διάθεσης πόρων για τη χρηματοδότηση της κοινωνικής ασφάλισης υπόκειται στους περιορισμούς που απορρέουν από την ανάγκη μείωσης του δημόσιου χρέους.

Κατά την τελευταία εικοσαετία πραγματοποιήθηκαν συχνές και εκτεταμένες μεταβολές επιμέρους διατάξεων του φορολογικού συστήματος. Οι μεταβολές αυτές το κατέστησαν εξαιρετικά πολύπλοκο, ενώ παράλληλα εξασθένισαν την εσωτερική του συνοχή. Το υφιστάμενο σύστημα δυσχεραίνει την ενίσχυση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης, θέτει περιορισμούς στην άσκηση σταθεροποιητικής και αναπτυξιακής δημοσιονομικής πολιτικής, ενώ δεν εξασφαλίζει επαρκώς τη δίκαιη κατανομή του φορολογικού βάρους.

Η επιδιωκόμενη φορολογική μεταρρύθμιση, επομένως, είναι απαραίτητη για να επιτύχει τους εξής βασικούς στόχους: Πρώτον, να απλοποιήσει και να καταστήσει διαφανέστερες -και σταθερότερες- τις φορολογικές διατάξεις, περιορίζοντας δραστικά τη γραφειοκρατία και ενισχύοντας την ίση μεταχείριση. Με τον τρόπο αυτό θα καλλιεργηθεί το αίσθημα κοινωνικής ευθύνης των φορολογουμένων, Δεύτερον, να ενθαρρύνει την απασχόληση και την επιχειρηματικότητα, αίροντας τα υφιστάμενα αντικίνητρα, τονώνοντας τη ζήτηση και την προσφορά εργασίας και διευκολύνοντας την ίδρυση και τη λειτουργία των επιχειρήσεων, ανεξάρτητα από τη νομική τους μορφή. Ετσι θα στηρίξει την ταχύτερη άνοδο του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Τρίτον, να περιορίσει τη φοροδιαφυγή, συμβάλλοντας στη βελτίωση της δημοσιονομικής θέσης και τη μείωση του δημόσιου χρέους χωρίς επιβολή πρόσθετων φορολογικών επιβαρύνσεων και δημιουργώντας περιθώρια για την αποτελεσματικότερη διαχείριση των κρατικών δαπανών.

Η επίτευξη των ανωτέρω στόχων δεν είναι εύκολη. Επιπλέον, η ταυτόχρονη επίτευξη των επιδιώξεων της φορολογικής μεταρρύθμισης που προαναφέρθηκαν δεν είναι πάντοτε εφικτή. Απαιτείται προσεκτική επιλογή των σχετικών ρυθμίσεων, ώστε να αποφευχθούν καταστάσεις που είναι δυνατόν να δυσχεράνουν τη φορολογική μεταρρύθμιση. Οι δυσκολίες προκύπτουν και από το γεγονός ότι η φορολογική μεταρρύθμιση πρέπει να πραγματοποιηθεί με δεδομένους δημοσιονομικούς περιορισμούς, που συνδέονται με την εκτεταμένη φοροδιαφυγή, τις μελλοντικές υποχρεώσεις για τη χρηματοδότηση του ασφαλιστικού συστήματος και την ανάγκη μείωσης του υψηλού δημόσιου χρέους. Τέλος, ο αποτελεσματικός έλεγχος των πρωτογενών δημόσιων δαπανών αποτελεί επίσης προϋπόθεση για ένα σταθερό φορολογικό σύστημα. Πράγματι, εάν δεν ελεγχθούν οι δαπάνες, πολύ σύντομα θα δημιουργηθεί η ανάγκη για νέα έσοδα, με αποτέλεσμα νέες μεταβολές στο φορολογικό σύστημα.

Τα τελευταία χρόνια πολλές χώρες - στην προσπάθειά τους να ελέγξουν τα δημοσιονομικά ελλείμματα και να επιτύχουν δημοσιονομική προσαρμογή μονιμότερου χαρακτήρα - έχουν στραφεί στον έλεγχο των πρωτογενών δημόσιων δαπανών, θεσπίζοντας κανόνες και όρια που αφορούν π.χ. τον ετήσιο ρυθμό αύξησης των πρωτογενών δαπανών και το ύψος των δαπανών ως ποσοστό του ΑΕΠ. Από τους κανόνες αυτούς, τρεις παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη χώρα μας και αξίζει να μελετηθούν περαιτέρω: α) η θέσπιση ορίων στις πρωτογενείς δαπάνες ή σε ορισμένες κατηγορίες τους, β) η συσσώρευση ενός αποθεματικού για την κοινωνική ασφάλιση, το ύψος του οποίου θα συνδέεται με τις μελλοντικές υποχρεώσεις του ασφαλιστικού συστήματος, και γ) η ανακοίνωση στοιχείων που αφορούν την καθαρή θέση και τις συνολικές υποχρεώσεις του Δημοσίου. Η υιοθέτηση τέτοιων κανόνων σε εθνικό επίπεδο θα συντελούσε στη διατηρησιμότητα της δημοσιονομικής πολιτικής με θετικές επιδράσεις στο οικονομικό κλίμα και στις προσδοκίες σχετικά με την ολοκλήρωση της δημοσιονομικής εξυγίανσης.

Εκτός από τη φορολογική μεταρρύθμιση και την αναμόρφωση του ασφαλιστικού συστήματος, είναι αναγκαίο να επιταχυνθούν και σε άλλους τομείς οι μεταρρυθμίσεις που έχουν εξαγγελθεί ή είναι σε εξέλιξη και να συμπληρωθούν προς τέσσερις κατευθύνσεις. Οι κατευθύνσεις πρέπει να αφορούν τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης, την αποτελεσματικότερη λειτουργία της αγοράς εργασίας, την ενίσχυση του ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων και, τέλος, τη διασφάλιση της σταθερότητας και τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του τραπεζικού συστήματος.

Η αποτελεσματικότερη λειτουργία της αγοράς εργασίας πρέπει να επιτευχθεί με τρόπο που θα συνδυάζει ευελιξία στην απασχόληση και ασφάλεια για τους εργαζομένους και να ενθαρρύνει τόσο τη ζήτηση όσο και την προσφορά εργασίας. Τα στοιχεία δυσκαμψίας στην ελληνική αγορά εργασίας δεν απορρέουν μόνο -ή έστω κυρίως- από το νομικό πλαίσιο που ρυθμίζει τις σχέσεις εργοδοτών και εργαζομένων, όσο από αδυναμίες του συστήματος εκπαίδευσης και κατάρτισης και από δυσλειτουργίες των μηχανισμών οι οποίοι πρέπει να εξασφαλίζουν την αντιστοίχιση προσφορά και ζήτηση εργασίας, αν και στη διάρκεια του 2001 έγιναν σημαντικά θετικά βήματα. Επιπλέον, η μη ικανοποιητική επίδοση της ελληνικής οικονομίας, όσον αφορά τη δημιουργία απασχόλησης, συνδέεται και με στοιχεία δυσκαμψίας στις αγορές προϊόντων, και με τα αντικίνητρα που περιέχονται στη φορολογική και στην κοινωνικοασφαλιστική νομοθεσία. Η προσέγγιση της πλήρους απασχόλησης, που αποτελεί βασική συνιστώσα του ευρύτερου στόχου της πραγματικής σύγκλισης, απαιτεί λοιπόν μεταρρυθμίσεις σε όλους αυτούς τους τομείς. Είναι, επομένως, και από τη σκοπιά αυτή θετικό το γεγονός ότι η αναμόρφωση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και η φορολογική μεταρρύθμιση αποτελούν αντικείμενο διαλόγου, με βάση προτάσεις που έχουν διατυπωθεί, και ότι επιδιώκεται η πραγματοποίησή τους έως το τέλος του έτους.

Οι στόχοι της πραγματικής σύγκλισης και της πλήρους απασχόλησης θα επιτευχθούν ασφαλέστερα και ταχύτερα εφόσον η κατάλληλη δημοσιονομική και διαρθρωτική πολιτική εφαρμοστεί με εμμονή και συνέπεια. Η εφαρμογή της πολιτικής αυτής δεν είναι εύκολη υπόθεση, διότι συνεπάγεται ριζικές μεταβολές στη διάρθρωση και τη λειτουργία της οικονομίας, καθώς και στη συμπεριφορά και νοοτροπία όλων. Είναι όμως αναγκαία, προκειμένου να διατηρηθούν και να βελτιωθούν οι επιδόσεις της οικονομίας στο νέο περιβάλλον που διαμορφώνεται με την υιοθέτηση του ευρώ, τον εντεινόμενο ανταγωνισμό στην ενιαία αγορά και την επικείμενη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Με συστηματικότητα, σύνεση και συναίνεση μπορούμε να πραγματοποιήσουμε με επιτυχία τις μεταρρυθμίσεις εκείνες που θα οδηγήσουν στη σημαντική βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και την ολοκλήρωση της δημοσιονομικής εξυγίανσης. Αυτές είναι οι δύο βασικές προϋποθέσεις που πρέπει να εξασφαλιστούν για την επίτευξη της πλήρους απασχόλησης και της πραγματικής σύγκλισης και την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ