ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 26 Μάη 2002
Σελ. /28
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΑΡΣΑΚΙΔΗΣ
Τέχνη της ψυχής, της ατομικής και συλλογικής μνήμης

Μια ξεχωριστή έκθεση φιλοξενείται αυτές τις μέρες στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων (Ακαδημίας 50). Είναι οι «Εικαστικές μαρτυρίες» του αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης, εικαστικού και συγγραφέα, Γιώργου Φαρσακίδη. Του σεμνού και αθόρυβου κομμουνιστή δημιουργού, που για περισσότερο από μισό αιώνα «γράφει την ιστορία με τη "γλώσσα της ψυχής" του, της βιωματικής μνήμης και της Τέχνης». Πρόκειται για δημιουργίες (ζωγραφική, χαρακτική, σχέδιο και πυρογραφίες), γεμάτες δύναμη και εκφραστικότητα, «κομμάτια» από τη ζωή, τις ηρωικές αγωνιστικές σελίδες της ιστορίας του λαού μας. Εργα που έγιναν κατά τη διάρκεια της πολύχρονης εξορίας του Γ. Φαρσακίδη, στη Μακρόνησο, τον Αη Στράτη, τη Γυάρο και τη Λέρο, αδιάψευστα ντοκουμέντα του αγώνα και του πολιτισμού των εξόριστων αγωνιστών.

«Γέφυρα» επικοινωνίας

Η αγάπη του για τη ζωγραφική και το ταλέντο του ξεκινά από τα παιδικά του χρόνια. «Στο Δημοτικό», μας λέει ο Γ. Φαρσακίδης «το μοναδικό δεκαράκι που έπαιρνα, προς μεγάλη θλίψη της μάνας μου, ήταν στο "μάθημα της ιχνογραφίας". Αντιστάθμισμα, δικαίωση και γέφυρα επικοινωνίας μου με τους άλλους».

Η Κατοχή βρίσκει τον Γ. Φαρσακίδη να δουλεύει στο μύλο του «Αλατίνη» στη Θεσσαλονίκη, όπου ήταν τα γερμανικά αρτοποιεία και αναπτύχτηκαν οι πρώτοι αντιστασιακοί πυρήνες. «Στην Κατοχή θα φιλοτεχνήσω γελοιογραφίες με στόχο τους εισβολείς και τους "Ελληνες" συνεργάτες τους. Στην αρχή σατίριζα τους Γερμανούς του εργοστασίου, και μετά τα γεγονότα. Βέβαια, στην Κατοχή είχαμε μεγάλη άνθηση της χαρακτικής και όχι της γελοιογραφίας. Η γελοιογραφία αναπτύχτηκε πολύ στον ελληνοϊταλικό πόλεμο. Οι γελοιογραφίες μου περνούσαν χέρι - χέρι, γελάγαμε κουβεντιάζαμε... Υστερα, με τον πρώτο πολύγραφο που αποκτήσαμε, κάποιες από αυτές τις γελοιογραφίες, απλοποιημένες βέβαια, έγιναν προκηρύξεις. Κάνα δυο έγιναν πανό, ή κολλήθηκαν σε κεντρικά σημεία».

«Αποψη του στρατοπέδου στον Αη Στράτη» Ακουαρέλα και χημικό μολύβι
«Αποψη του στρατοπέδου στον Αη Στράτη» Ακουαρέλα και χημικό μολύβι
Το καλοκαίρι του '44 ο Γ. Φαρσακίδης εντάσσεται στον ΕΛΑΣ Χαλκιδικής. Σε μια μάχη κοντά στο Σπήλαιο Πετραλώνων, στο χωριό Κρήνη, θα τραυματιστεί βαριά και στα δυο χέρια, χωρίς όμως να σταθεί το γεγονός αυτό ικανό, για να σταματήσει την εικαστική του ενασχόληση.

«Πολεμώντας στο αντάρτικο θα απεικονίσω συμβάντα της εκεί ζωής μας σε σκίτσα και στο "Σύρμα" της Μακρονήσου τα βασανιστήρια και τους βασανιστές. Μα πάντα με πρόθεση να τους καταγγείλω και να πληροφορήσω τους έξω. Η πρώτη μου γνωριμία με την ξυλογραφία είχε γίνει το 1949 - '50 στο "Σύρμα" των πολιτών στο ΑΕΤΟ - ΕΣΑΙ στο Μακρονήσι. Είχε πέσει στα χέρια μου μια "Φιλολογική Πρωτοχρονιά" με χαρακτικά, απ' ό,τι θυμάμαι, των Κορογιαννάκη, Τάσσου, Βασιλείου, Χυτήρη και άλλων».

Τα βασανιστήρια, τα καψώνια, οι τρελοί, οι ξυλοδαρμοί... ήταν τα θέματα που κυριαρχούσαν στα λιγοστά σχέδια εκείνης της σκληρής περιόδου. «Η χειροτεχνική δραστηριότητα διατηρήθηκε στη Μακρόνησο, έως τη μεταφορά μας στα Στρατιωτικά Τάγματα, σαν συνέχεια μιας δημιουργημένης παράδοσης. Αργότερα πια, οι συνθήκες δεν άφηναν περιθώρια για όποια δημιουργική μας επίδοση. Ετσι, όλα τα χειροτεχνήματα κι ό,τι σχεδίασα και δεν πρόλαβα να τα στείλω παράνομα έξω, χάθηκαν μαζί με τα περισσότερα από τα προσωπικά μας είδη».

«Αφιέρωμα στο Νίκο Μπελογιάννη». Σχεδιάστηκε και χαράκτηκε το πρώτο μερόνυχτο μετά την είδηση της εκτέλεσης
«Αφιέρωμα στο Νίκο Μπελογιάννη». Σχεδιάστηκε και χαράκτηκε το πρώτο μερόνυχτο μετά την είδηση της εκτέλεσης
Ακολούθησε ο Αη Στράτης. «Εκεί, οι συνθήκες ήταν κάπως καλύτερες από εκείνες της Μακρονήσου. Δε σε σκοτώνανε, δε σε βασάνιζαν, αλλά υπήρχε η πολύχρονη κράτηση. Ολη τη δεκαετία του '50 ήμουν εκεί. Στο στρατόπεδο των πολιτικών εξόριστων του Αη Στράτη, ο δάσκαλος, που μας μύησε στην τεχνική της ξυλογραφίας, στάθηκε ο ζωγράφος - χαράκτης Χρήστος Δαγκλής».

«Το πρώτο χαρακτικό, στη βιασύνη μου για πρακτική επαλήθευση, το είχα σκαλίσει με σουγιαδάκι κι ένα κοπίδι από ...καρφί. Αργότερα, τα συνεργεία μας, με την καθοδήγηση του Χρήστου Δαγκλή, κατασκεύασαν εργαλεία, που δεν είχαν τίποτα να ζηλέψουν από εκείνα της αγοράς. Οι μαραγκοί μας διαμόρφωσαν πλάκες ξύλου για σκάλισμα. Κι ο κύλινδρος για μελάνωμα, κι αυτός δικής μας κατασκευής, ντυμένος σαμπρέλα από ποδήλατο. Αρχικά, το τύπωμα γινόταν με την πίεση μιας τσατσάρας, όμως τον επόμενο χρόνο εξασφαλίσαμε πιεστήριο με μοχλό, δικής μας κατασκευής, και για το χειρισμό του επιστρατεύτηκαν οι πιο χειροδύναμοι. Οσον αφορά στη θεματογραφία και στο περιεχόμενο των χαρακτικών, όπως ήταν επόμενο, μας το υπαγόρευαν τα ίδια μας τα βιώματα και οι πολλαπλές ανάγκες».

Αη Στράτης

«Στη δεκαετία του '50, στο στρατόπεδο του Αη Στράτη, με τη συμπαράσταση των πνευματικών μας ανθρώπων, θα ανεβάσουμε το μορφωτικό μας επίπεδο. Θα μάθω πως τον καιρό του Ομήρου, το καλό και το ωφέλιμο ήταν ταυτόσημα του ωραίου και ότι ο ανώνυμος τοιχογράφος της Αλταμίρα, ζωγραφίζοντας τα ανεπανάληπτα σε ομορφιά και κίνηση ζώα, δεν αποσκοπούσε παρά να μεταδώσει την πείρα του κυνηγού στους νεότερους. Διάβασα για το ότι ο Αϊζενστάιν, γυρίζοντας τον "Αλέξανδρο Νέφσκι", παραμερίζοντας αισθητικούς πειραματισμούς, δάγκανε τις γροθιές του, που δεν ήταν έτοιμη η ταινία για να την "πετάξει σα χειροβομβίδα ενάντια στον εχθρό"».

«Και εμείς, δουλεύοντας σε συνθήκες αντίξοες τα σκηνικά του στρατοπεδικού μας θεάτρου, αντλούσαμε κουράγιο από την αίσθηση των στιγμών της χαράς που θα δίναμε στους ταλαιπωρημένους από την πολύχρονη κράτηση, συνεξόριστους. Και ένα επιφώνημα θαυμασμού με το άνοιγμα της αυλαίας, η μόνη και ανεκτίμητη ανταμοιβή μας. Στον Αη Στράτη κάναμε και ζωγραφική, μάλιστα, είχαμε και σχολή μοντέλου... Ζωγραφίζαμε, χαράζαμε, τυπώναμε κάρτες και επί χούντας, αργότερα, στη Γυάρο και τη Λέρο. Να μάθουν οι έξω ότι ζούμε και κρατάμε άπαρτο το αγωνιστικό μας χαράκωμα».

Τα χαρακτικά στον Αη Στράτη ήταν κυρίως ασπρόμαυρα. Με το χρώμα ο Γ. Φαρσακίδης καταπιάστηκε κυρίως στις κάρτες. «Στον Αη Στράτη υπήρχε πολλή αρρώστια μετά τα βασανιστήρια της Μακρονήσου. Ολοι, κάναμε φοβερή οικονομία. Στέλνοντας κάρτες δηλώναμε ότι ζούμε, ότι αντιστεκόμαστε. Οι κάρτες θα ήταν μια επαφή, θα είχαμε μια συμπαράσταση από τις οικογένειές μας και τον περίγυρο. Τα βάλαμε κάτω. Χαρτιά, πινέλα, χρώματα, δραχμές διακόσιες είκοσι. Κινήσαμε, λοιπόν, να βρούμε τον γραμματέα της Ομάδας, να μοιραστούμε μαζί του τη χαρά της ανακάλυψης, να μας δώσει χρήματα. Ο μπάρμπα Χρήστος, ο γραμματέας μας, άνθρωπος θετικός, υπεύθυνος με πολύπλευρη πείρα. Οργανωτικός προπολεμικά ακόμη, στον Αη Στράτη με τον Γληνό και τον Βάρναλη. Τότε αυτός σκεφτόταν, πώς θα έκοβε χρήματα για να αγοράσουμε πινελάκια. Ομως, όπως και αν τα υπολόγιζε, λεφτά για πινελάκια δεν μπορούσε να μας δώσει. Ηταν μεγάλη πολυτέλεια. Ο σωτήρας άγγελός μας βρέθηκε στο πρόσωπο του Γιάννη Ρίτσου. Συμπλήρωσε το ποσό από την τσέπη του και σε λίγο οι πρώτες χειροποίητες κάρτες γίναν ανάρπαστες. Η πρόβλεψή μας δικαιώθηκε πανηγυρικά, με την ανταπόκριση από τα έξω και τη σημαντική οικονομική ενίσχυση της Ομάδας».

Γυάρος - Λέρος

Στην εξορία θα βρεθεί και πάλι ο Γ. Φαρσακίδης, αμέσως μετά το πραξικόπημα, το 1967. «Με τον πηγεμό μας στη Γυάρο, φούντωσε η χειροτεχνική μας δραστηριότητα. Μέσα στα πρώτα "απαγορεύεται" της διοίκησης συμπεριλαμβάνονταν και τα "οιαδήποτε αιχμηρά αντικείμενα". Ετσι τα πρώτα μαχαίρια και σκαλιστικά εργαλεία υπήρξαν κάποια σιδερικά και κουτάλια ακονισμένα. Και η πρώτη μας ύλη από καυσόξυλα, κασόνια και τελάρα λαχανικών. Αλλά και οι πέτρες και τα βότσαλα του γιαλού, που δουλεύτηκαν με επιτυχία από την Βάσω Κατράκη, τον Γιάννη Ρίτσο και άλλους αργότερα».

Στη Γυάρο, ο Γ. Φαρσακίδης θα μεταφέρει παράνομα έναν πυρογράφο, τον οποίο θα δουλέψει συνδυάζοντας πυρογραφία και χρώμα. «Το χρώμα με βάση τη ζάχαρη πατιναρισμένο με τη φωτιά, μπαίνοντας στους πόρους του ξύλου έδινε ένα ενδιαφέρον αποτέλεσμα».

«Στο στρατόπεδο του Λακκί, η πυρογραφία βρήκε πολλούς οπαδούς. Και καθοριστικό γεγονός στη διάδοσή της στάθηκαν οι αυτοσχέδιοι πυρογράφοι που μαστορεύαμε, σαν πιο φτηνοί και πιο εύχρηστοι. Με τις μεταγωγές η πυρογραφία πέρασε στο Παρθένι και το στρατόπεδο του Ωρωπού και υπολογίζω πως ίσως πάνω από διακόσια άτομα είχαν ασχοληθεί ή είχαν αποκτήσει πυρογράφους στρατοπεδικής κατασκευής».

«Πρότυπά μας, ήταν οι μεγάλοι ρεαλιστές που είχαν θέσει την τέχνη τους στην υπηρεσία των λαϊκών συμφερόντων. Θαυμάζαμε τον Μαγιακόφσκι, που είχε στρατεύσει την ποίησή του στην καταπολέμηση του αναλφαβητισμού. Τον Ριβιέρα, που ζωγραφίζει σκυμμένες πλάτες και γερμένα κεφάλια των αγροτών, Αμερικάνους ληστές πετρελαίων, τραπεζίτες με τη βίβλο και πόρνες της "υψηλής κοινωνίας". Αλλά και την απελευθερωμένη γη με τους γεωπόνους, τα τρακτέρ και τα λαϊκά πανηγύρια. Χαιρόμασταν την καυστική ειρωνεία του Πικάσο, για τους αρνητές του κοινωνικού περιεχομένου στην Τέχνη και τη δήλωσή του στους βολεμένους αστούς για το ότι τα έργα του: "... Δεν είναι πουλάκια να κελαηδάνε, αλλά βόλια που στοχεύουνε πάνω τους...". Μετά τη διάλυση των στρατοπέδων, ζώντας στη "ζούγκλα" της "Ελεύθερης Αγοράς", πιστοποιούμε όλο και περισσότερο ότι η Τέχνη, που δεν ξανοίγει προοπτικές ενός κόσμου καλύτερου, που προβάλλει σαν αυτοσκοπό τη βία και την απληστία του κέρδους, μια τέχνη που της είναι αδιάφορος ο ανθρώπινος πόνος, που πολεμά τις χαρές της ζωής, την ομορφιά, τη φύση, τον έρωτα, δεν είναι παρά μια τέχνη σύμφωνη με τις επιταγές των προνομιούχων της "Νέας Τάξης Πραγμάτων"».


H. ΜΟΡΤΟΓΛΟΥ


Στη λίμνη (2)

Αυτή τη φορά, όμως, τα σύνορα ήταν μια απλή «νοητή» γραμμή. Οπως έγραψα και την προηγούμενη Κυριακή, ούτε καχυποψίες ούτε λαθρεμπορικές ηδονές. Μόνο μια απλοϊκή εντύπωση ότι αφήνεις πίσω σου τη γλυκιά πατρίδα και φεύγεις για τόπους μακρινούς, όπως λένε και τα ξεχασμένα παραμύθια, που τώρα πια ούτε οι γιαγιάδες τα διηγούνται στα εγγόνια τους δίπλα στο τζάκι, αλλά ούτε και τα εγγόνια έχουν τη διάθεση να τ' ακούσουν. Κι αν θέλουμε να παραδεχτούμε την αλήθεια, οι γιαγιάδες φοβούνται τώρα την ηλικία τους και δεν ασχολούνται με παραμύθια, τα τζάκια έχουνε σβήσει εδώ και καιρό και τα εγγόνια μεγαλώνουν πολύ γρήγορα και γρήγορα βαριούνται τα παραμύθια!

Οπως και να 'χει η τύχη των παραμυθιών, εμείς αφήσαμε το πρωί του Μ. Σαββάτου τα κακοβαμμένα αυγά της παράδοσης και τα «λιπανάβατα» τσουρέκια στα κλειδωμένα μας διαμερίσματα, περάσαμε τη «θολή γραμμή των οριζόντων» και κατά το μεσημεράκι βρεθήκαμε στη Λίμνη. Στη λίμνη της Οχρίδας, όπου απλώνει νωχελικά τα άσπρα της πόδια η πόλη.

Βέβαια, τα αυτοκίνητα κι εδώ «κλέβουν» την παράσταση σκορπισμένα παντού, πάνω στα πεζοδρόμια, μπροστά στα φαρμακεία, δίπλα στα δέντρα, μέσα στις τουαλέτες, ανεβασμένα στις σκάλες, σφηνωμένα μέσα στα κουρασμένα σου μάτια που διψάνε για ένα τοπίο χωρίς μηχανές, χωρίς τεχνολογία! Μέσα στα κουρασμένα σου αυτιά που αποζητάνε ένα δρόμο, όπου ν' ακούγονται μόνο τα πατήματα των ανθρώπων και τα γλυκά κλάματα μικρών παιδιών που εκλιπαρούν την αγορά ενός λαχταριστού παγωτού...

Μόλις, όμως, ξεπεράσεις τη βαρβαρότητα των μηχανών, ανακαλύπτεις την παλιά Οχρίδα. Κι όπως όλες οι παλιές πόλεις, εκτός από τις ελληνικές που φρόντισε η ασυδοσία των εργολάβων και η αδιαφορία των πολεοδομικών γραφείων να τις κάνουν καινούριες, είναι και η Οχρίδα σιωπηλή, λίγο βρώμικη, μα προπαντός τρυφερή μέσα στην απλότητα των κόκκινων κεραμιδιών, των λιθόκτιστων τοίχων, των λουλουδιασμένων μπαλκονιών και των βυζαντινών της εκκλησιών. Η μητρόπολη του Αγίου Κλίμεντα, π.χ. τοιχογραφημένη από τους μαθητές του Πανσέληνου του Αγιορείτη το 13ο αι. σε γεμίζει με χρώματα, με αυστηρές διηγήσεις, ενώ η φρεσκοβαμμένη ξεναγός προσπαθεί με τα σπασμένα της αγγλικά να σου πει πως «ολ δατ αρ μπιούτιφουλ, βέρι μπιούτιφουλ». Και ύστερα μια γλυκιά καμπάνα, ένα θορυβώδες εκδρομικό γκρουπ που φωτογραφίζει και φωτογραφίζεται. Κι όπως συμβαίνει, βέβαια, αυτές τις εκδρομικές φωτογραφίες κανείς ποτέ δεν τις προσέχει. Ο εκδρομικός φωτογράφος τις επιδεικνύει όλος ευτυχία επιμένοντας: «Να, εδώ ο Μιχάλης με την Τούλα, εδώ που ήπιαμε καφέ, εκεί η πόρτα του δημαρχείου και εδώ το ηλιοβασίλεμα». Βέβαια, από αυτά τα «εδώ» και τα «εκεί» των εκδρομικών φωτογραφιών δε φαίνεται τίποτε. Ολα είναι θαμπά, φλου, όπως λέγεται στα νέα ελληνική.

Η λίμνη όμως δεν είναι ούτε φλου ούτε θαμπή. Από μακριά είναι γαλάζια. Τόσο γαλάζια που σου θυμίζει το Αιγαίο, όταν ξεκουράζεται. Κι από κοντά είναι άσπρη, κρυστάλλινη, ήρεμη και παρθενική. Σκύβεις να τη δεις από κοντά, γιατί δεν πιστεύεις πως είναι εκεί, και βλέπεις το πρόσωπό σου και δίπλα σ' αυτό τα μικρά πετραδάκια, τα χορταράκια, τα φοβισμένα ψαράκια. Βλέπεις το αντίγραφο ενός κόσμου που δεν είναι αλλού, αλλά είναι εκεί. Το αντίγραφο μιας ζωής που δεν εκφυλίστηκε, αλλά εξακολουθεί να υπάρχει, να ονειρεύεται και να ελπίζει. Πάνω στην ήρεμη επιφάνεια της Οχρίδας μπορείς να δεις, αν προσέξεις, τα παιδικά σου όνειρα όρθια ακόμα, γεμάτα φως!

Κι όμως, μέσα στις δικές μας λίμνες τα πάντα έχουν πεθάνει. Στις επιφάνειές τους βλέπεις τα παιδικά σου όνειρα σαν ένα απέραντο απολιθωμένο δάσος!


Του Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ