Στην «Αντιγόνη», όπως και στα άλλα έργα του Σοφοκλή, οι ανθρώπινες υποθέσεις αποτελούν μέρος ενός συμπαντικού σχεδίου, στο οποίο το ηθικό και το φυσικό αποτελούν μια αδιαίρετη ενότητα. Οι ήρωές του, παρά το ηθικό μεγαλείο τους, αναγκαστικά επιλέγουν και εκφράζουν τμήματα του Δικαίου και όψεις της Ηθικής, εφόσον ως ανθρώπινα πεπερασμένα όντα, αδυνατούν να ενσαρκώσουν το απόλυτο, το αδιαίρετο και το ιδεώδες. Ετσι, η σύγκρουση ανάμεσα στους ήρωες, ανάμεσα στους φορείς, δηλαδή, που εκπροσωπούν τις διαφορετικές και αντικρουόμενες όψεις του Δικαίου είναι αναπόφευκτη. Μέσα από τη σύγκρουση Αντιγόνης και Κρέοντα, το θείο Δίκαιο, έτσι όπως αυτό γίνεται αντιληπτό από έναν ανθρώπινο φορέα, αντιπαρατίθεται στους νόμους της πολιτείας και στην κοινωνική τάξη.
Το χορικό που εξυμνεί την επινοητικότητα και τη δύναμη του ανθρώπου, επισημαίνοντας παράλληλα την τραγικότητα της ανθρώπινης μοίρας, καθώς παρακολουθεί την πορεία της μέσα στο χώρο της φιλοσοφίας και της ιστορίας, είναι ο αρχαιότερος ύμνος προς την ανθρώπινη διάνοια.
Οπως αναφέρει η σκηνοθέτης Νικαίτη Κοντούρη: «Σ' έναν κόσμο όπου οι νεκροί ζητούν δικαίωση και οι ζωντανοί πασχίζουν να ανασυνταχθούν και να ορθοποδήσουν μετά από έναν αδελφοκτόνο πόλεμο, η αβυσσαλέα σύγκρουση δύο ισχυρών προσωπικοτήτων, Αντιγόνη - Κρέοντα, διχάζει τη θηβαϊκή πολιτεία, ξεθεμελιώνει τον Οίκο του Οιδίποδα, καταστρέφει ζωές, κατεβάζει την Αντιγόνη ζωντανή σε πετροκομμένο τάφο και οδηγεί τον Κρέοντα στην απόλυτη απελπισία και μοναξιά περιτριγυρισμένος από τους δικούς του νεκρούς, του -οριστικά πια -αφανισμένου Οίκου του Κάδμου.