Στην έκθεση της Ανδρου παρουσιάζονται, για πρώτη φορά, έργα και των τριών ζωγράφων από εκείνη την περίοδο του ξεκινήματός τους, μαζί με άλλα, στα οποία διακρίνονται οι εκλεκτικές τους συγγένειες και το διαφορετικό ιδίωμα του καθενός. Η δεύτερη ενότητα αποτελείται από έργα της πορείας των ζωγράφων στα χρόνια που ακολούθησαν. Οπως σημειώνει στον κατάλογο η διευθύντρια του Ιδρύματος, κριτικός και ιστορικός τέχνης, Αθηνά Σχινά, η οποία επιμελείται την έκθεση, επιθυμία τους ήταν «να διαπεράσουν ρηξικέλευθα τη ζελατίνα της επιδερμικής τότε ανανέωσης, προσεγγίζοντας μια ελληνικότητα με οικουμενικό παρονομαστή, χωρίς ταμπέλες ιδεολογικής διεκδίκησης, χρονικές καθηλώσεις, γραφικότητες και πατριδοκαπηλίες. Ζωγράφιζαν τις πτυχές και τις όψεις μιας μετασχηματιστικά εσωτερικευμένης και αναζωογονητικά παλλόμενης πραγματικότητας που τη βίωναν ενσωματώνοντας το παρελθόν στο παρόν...».
«Μόλις κλείναμε πίσω μας τη βαριά καγκελένια πόρτα και μπαίναμε μέσα», σημειώνει ο Ν. Στεφάνου «αισθανόμαστε, περνώντας το κατώφλι, σα να ξεχυθήκαμε στον Παράδεισο, στην απόλυτη ελευθερία, φυλακίζοντας τους άλλους απ' έξω... Είχαμε φέρει τα υπάρχοντά μας και οι τρεις, τ' αδειάσαμε κι από κει διάλεξε ο καθένας ό,τι προτιμούσε. Ο Βασίλης πήρε τα μελιτζανιά χρώματα, τα τρυφερά σάπια, τα χάλκινα. Ο Αλέκος τα βαθιά μπλε, τα σαρκώδη κόκκινα και τα δυνατά κίτρινα. Εγώ, τα μαύρα, τα σταχτιά και τις καφετιές ώχρες. Τότε έγινε και το πρώτο μεγάλο έργο, σε κάμπο και φιγούρες, όλα άσπρα με γραμμές γκριζωπές, απαλές. Ηταν ένας άδειος τόπος, όπου κατοικούσαν δυο πελώριες άσπρες καμινάδες κι ένα ελαφρό σταχτί σαν σπιτάκι, σιδεροδεμένο, με ένα μικρό φουγαράκι να καπνίζει. Οταν τελείωσε, ήταν σαν ένα μυστικό που μπόρεσα να εξομολογηθώ κι ελευθερώθηκα. Επιτέλους, το κείμενο της "παράστασης" που με ταλάνιζε, βρήκε την ερμηνεία του».
«Το Ατελιέ της Καλλιθέας» σημειώνει η Α. Σχινά «ήταν το λίκνο, μέσα απ' όπου αναδύθηκαν οι ποδηλάτες - αναχωρητές του Αλ. Φασιανού και κοντά τους οι αιθεροβάμονες με τα αστικά καπέλα, τις ιπτάμενες γραβάτες και τα δοξαστικά κλαδιά της φοινικιάς, δίπλα στις μέλισσες που στροβιλίζονταν, βομβίζοντας τη χαρά της ατελείωτης άνοιξης».
Ο Αλέκος Φασιανός αναφέρει χαρακτηριστικά: «Εκεί αναπτυχθήκαμε με έμπνευση και ενθουσιασμό, για μια ζωγραφική που βγαίνει από την αίσθηση της πραγματικότητας. Σ' αυτό το ατελιέ, μας επισκέπτονταν πολλοί φίλοι ποιητές, ζωγράφοι, φιλότεχνοι και περίεργοι. Ερχόταν συχνά ο Ταχτσής, ο Τσαρούχης, ο Εμπειρίκος, η Βακαλό, ο Σινόπουλος, ο Καρούζος, ο Αναλις και πολλοί άλλοι. Ετσι, με την ηθική υποστήριξή τους και τις συμβουλές τους, παίρναμε πολύ θάρρος. Γιατί, δεν είναι εύκολο, όταν κανείς αρχίζει, να είναι σίγουρος για το έργο του.... Με τον Σπεράντζα μέναμε στο επάνω πάτωμα και ο Στεφάνου στο κάτω.... Εκεί, σ' αυτό το σπίτι της Καλλιθέας, γεννήθηκε ο πρώτος ποδηλάτης καπνίζων. Ξαφνικά μια μέρα, ενώ στεκόμουν στο παράθυρο και κοιτούσα τον ουρανό, μου ήλθε η έμπνευση, σαν επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, να κάνω έναν ποδηλατιστή με τσιγάρο και καπνό και με τα μαλλιά του να ανεμίζουν. Οταν το ζωγράφισα, γέμισε το δωμάτιο με φούμες. Κατόπιν έκανα ένα άλλο, μπλε, και ύστερα ένα κόκκινο. Μέχρι τώρα, έχω ζωγραφίσει αρκετούς, για ποδηλατικούς αγώνες».
Σημειώνουμε ότι παράλληλα με την έκθεση κυκλοφορεί κατάλογος, ο οποίος έγινε με ειδικές προδιαγραφές και με τη συνεργασία των ζωγράφων. Εκτός από το βασικό κείμενο της Α. Σχινά, υπάρχουν και κείμενα των τριών δημιουργών που αναφέρονται σε εκείνη την περίοδο. Ο κατάλογος περιλαμβάνει ακόμη αδημοσίευτα έργα των καλλιτεχνών από το «Ατελιέ της Καλλιθέας», μαζί με ανέκδοτο φωτογραφικό υλικό της εποχής, ενώ συμπληρώνεται και από επιλεγμένα έργα όλης της καλλιτεχνικής τους διαδρομής μέχρι σήμερα.