Ογδόντα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από την πρώτη έκδοση του μνημειώδους έργου του μεγάλου Ιρλανδού συγγραφέα, «Οδυσσέας»
Για τους Ιρλανδούς όμως φαίνεται πως το ζήτημα «έληξε» πριν έξι χρόνια, με τη θεσμοποίηση της «Ημέρας του Μπλουμ» που γιορτάζεται κάθε 16 Ιούνη: της μοναδικής εθνικής γιορτής του κόσμου που δεν έχει σαν αφορμή ένα ιστορικό γεγονός, αλλά τη μέρα που υποτίθεται ότι «διαδραματίζονται» όσα περιγράφει ο μεγάλος Ιρλανδός συγγραφέας, Τζέιμς Τζόις, στο μνημειώδες έργο του «Οδυσσέας», με ήρωα τον Λέοπολντ Μπλουμ!
Ανεξάρτητα από τις σκοπιμότητες που εξυπηρετεί αυτή η εθνική γιορτή, το σίγουρο είναι πως η πρωτοτυπία της ξεπερνά, ή τουλάχιστον προσδίδει νέα διάσταση στη «χρηστική» αξιοποίησή της από το κράτος. Μια βαθύτερη ανάλυση του φαινομένου αυτού ξεπερνά τις δυνατότητες αυτού του κομματιού. Το σίγουρο όμως είναι ότι ο Τζόις είναι για τους Ιρλανδούς ό,τι περίπου είναι ο Καζαντζάκης για τους Ελληνες. Το ευτύχημα είναι πως ο Ιρλανδός συγγραφέας έτυχε, μετά θάνατον, πολύ καλύτερης αντιμετώπισης από το κράτος του από την αντιμετώπιση που είχε - και σε μεγάλο βαθμό εξακολουθεί να έχει - ο Καζαντζάκης από το ελληνικό κράτος. Σε μια πρόσφατη ημερίδα για τον Τζόις που συνδιοργάνωσε το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου και η πρεσβεία της Ιρλανδίας με αφορμή το γιορτασμό της «Ημέρας του Μπλουμ», ο Ιρλανδός πρέσβης άφησε να εννοηθεί, πως αυτή η εθνική γιορτή είναι κάτι σαν συλλογική «συγνώμη» της Ιρλανδίας στο μεγαλοφυές τέκνο της. Ο Pardaic Cradock είπε ότι αυτή η μέρα αντιπροσωπεύει την «επάνοδο του Τζόις στην Ιρλανδία» και την «αναγνώριση του έργου του σαν ορόσημο της ιρλανδικής λογοτεχνίας».
Ο Τζόις γεννήθηκε στο Δουβλίνο το 1882, πρώτος από 10 συνολικά παιδιά, σε μια οικογένεια με οικονομική άνεση, που του έδωσε την ευκαιρία να φοιτήσει σε ιησουίτικα κολέγια και να πάρει πτυχίο ξένων γλωσσών από το πανεπιστημιακό κολέγιο του Δουβλίνου το 1902. Η οικονομική άνεση της οικογένειας Τζόις προερχόταν από τη δουλιά του πατέρα που ήταν φοροεισπράκτορας, ο οποίος όμως δε στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων: διώχτηκε για χρέη, εθίστηκε στο ποτό και αποτέλεσε την αιτία για τη μελλοντική οικονομική ανέχεια της οικογένειας.
Η αναμενόμενη πορεία της εποχής για ένα νεαρό με τη μόρφωση του Τζόις ήταν να γίνει καθολικός παπάς. Ο ίδιος όμως είχε αποφασίσει τι θα έκανε, μάλλον από τα φοιτητικά του ακόμα χρόνια. Αυτό προκύπτει τουλάχιστον από το ότι εκείνη την εποχή (1900) δημοσιεύει τη μελέτη «Το νέο δράμα του Ιψεν». Ενα συγγραφέα που ο Τζόις θαύμαζε, σε σημείο να μάθει νορβηγικά για να τον διαβάζει στο πρωτότυπο. Την ίδια περίοδο δοκιμάζει τις αντοχές του σε διάφορα λογοτεχνικά είδη (θέατρο, πρόζα, κριτική, μυθιστόρημα, διήγημα), αλλά το πρώτο του βιβλίο θα είναι η συλλογή ποιημάτων με τίτλο «Μουσική δωματίου», που θα εκδοθεί το 1907. Η συλλογή περιλαμβάνει 36 ποιήματα με εμφανή την επίδραση των Γάλλων συμβολιστών.
Το 1902 ο Τζόις θα πάει για πρώτη φορά στο Παρίσι για να σπουδάσει ιατρική, αλλά πλέον η οικογένειά του βρισκόταν σε ισχνή οικονομική κατάσταση. Ετσι, για να ζήσει έστελνε κριτικές βιβλίων στον Τύπο της Ιρλανδίας. Η σοβαρή ασθένεια της μητέρας του (που απέβη μοιραία τελικά) τον ανάγκασε να επιστρέψει στην Ιρλανδία και να εργαστεί σαν δάσκαλος. Φαίνεται όμως πως το κοινωνικό «κλίμα» της - κατά τα άλλα - πολυαγαπημένης πατρίδας δεν τον «σήκωνε». Σύντομα, το 1904, θα ξαναφύγει στην Ευρώπη έχοντας παρέα την αμόρφωτη αλλά αφοσιωμένη υπηρέτριά του, Νόρα Μπάρνακλ, την οποία παντρεύτηκε μόλις το 1931 για να νομιμοποιήσει τα δύο παιδιά που είχαν κάνει στο μεταξύ. Τελευταία φορά ο Τζόις θα ταξιδέψει στο Δουβλίνο, την αγαπημένη του πόλη, το 1912 για να τυπώσει τη συλλογή διηγημάτων «Οι Δουβλινέζοι», αλλά δε θα τα καταφέρει και το βιβλίο θα εκδοθεί στο Λονδίνο το 1914. Ηδη ο Τζόις είχε ολοκληρώσει τη ρήξη του με τον καθολικισμό, τον εθνικισμό και τη μικροαστική ηθική, η οποία θα αποτελέσει και ένα από πεδία της κριτικής του μέσα από το έργο του.
Ακολουθεί η δημοσίευση του μυθιστορήματος «Πορτρέτο του καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία» στο περιοδικό των μοντερνιστών «The Egoist», με τη μεσολάβηση του ποιητή Εζρα Πάουντ, ενώ με τη μορφή βιβλίου εκδόθηκε στη Ν. Υόρκη και το Λονδίνο. Η πατρίδα του εξακολουθούσε να τον αγνοεί. Ωστόσο, το έργο που θα τον κάνει ευρύτερα γνωστό - όχι πάντα με θετικό τρόπο στην αρχή - είναι το μνημειώδες μυθιστόρημα «Οδυσσέας». Ενα έργο που δεν μπόρεσε να αντέξουν ούτε οι ΗΠΑ, γι' αυτό και οι δικαστικές αρχές απαγόρευσαν το 1920 τη συνέχιση της δημοσίευσής του σε ένα αμερικανικό περιοδικό, διότι κρίθηκε «άσεμνο». Την ίδια χρονιά ο Τζόις θα εγκατασταθεί στο Παρίσι όπου θα παραμείνει σχεδόν μέχρι το θάνατό του το 1941, χωρίς να σταματήσει να παλεύει με τη φτώχεια και τις ασθένειες του ίδιου και των δικών του. Ο εγκλεισμός σε ψυχιατρείο της κόρης του, η συνεχής επιδείνωση της όρασής του και οι πολλές εγχειρήσεις χωρίς αποτέλεσμα, ώσπου σχεδόν να τυφλωθεί, αλλά και το μένος εναντίον του από ένα σύστημα που αναγνώριζε στο έργο του συγγραφέα την πιο κυνική γελοιοποίηση του πολιτισμού του, τον έφεραν στη δύνη του αλκοολισμού και στην ανάγκη για τη φιλανθρωπία μερικών φίλων.
Με τον «Οδυσσέα» κυρίως (αλλά και με άλλα έργα του, όπως το «Ξύπνημα του Φίνεγκαν») ο Τζόις θα σπάσει την κλασική φόρμα του μυθιστορήματος, θα απελευθερώσει τη λογοτεχνική γλώσσα και θα αποκαλύψει την πεζότητα και την έλλειψη προοπτικής του αστικού πολιτισμού, καταδικάζοντάς τον. Από την άλλη, η έλλειψη προοπτικής στην κριτική αυτή, δεν καθιστά, ίσως, το έργο του ως «λαϊκό εγερτήριο», αλλά δεν πρέπει να ξεχνιέται το γεγονός ότι η ιδεολογική πορεία του ξεπέρασε και ακύρωσε τις βαθιά συντηρητικές καταβολές του. Το έργο του άσκησε βαθιά επιρροή σε μεγάλους συγγραφείς, μεταξύ των οποίων ο Μπόρχες και ο Φιτζέραλντ. Ενώ, η βιβλιογραφία για τον Τζόις έρχεται δεύτερη σε ποσότητα μετά από αυτήν για τον Σαίξπηρ. Αν και θεωρείται το «ευαγγέλιο» του μοντερνιστικού κινήματος στο μυθιστόρημα, ο «Οδυσσέας» αποτελεί από μόνο του ένα λογοτεχνικό ορόσημο και ένα από τα σπουδαιότερα μυθιστορήματα του 20ού αιώνα.