Το σημερινό μικρό αφιέρωμα, κάπου ενδιάμεσα της επετείου θανάτου των δύο καλλιτεχνών, είναι το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε στη μνήμη τους.
Είναι γνωστό σε όλους ότι ο Μάνος Κατράκης υπήρξε υπόδειγμα γενναίου αγωνιστή, σταθερού, ασυμβίβαστου και συνειδητού κομμουνιστή και μοναδικά υπέροχου καλλιτέχνη. Δίδαξε και «ποίησε» ήθος πάνω στη θεατρική σκηνή, αλλά και στην καθημερινή «σκηνή» του αγώνα, στο Μακρονήσι, στον Αϊ- Στράτη, στην Ικαρία.
Οσοι τον γνώρισαν μιλούν για την παλικαριά του Μάνου Κατράκη να αγαπά και να μοχθεί για τη ζωή, τον αγώνα, την τέχνη. Δυνατός, εργατικός, σεμνός κι αταλάντευτος, επέλεξε το δύσκολο δρόμο και στη ζωή και στην τέχνη. Οι προσωπικές του αγωνίες ήταν οι αγωνίες του λαού και η ανησυχία του ήταν η ανησυχία του παθιασμένου εργάτη της τέχνης.
Πιστεύοντας πως η τέχνη δεν υπάρχει από προσωπική ανάγκη για έκφραση, αλλά είναι ένα σπουδαίο κοινωνικό λειτούργημα, που εξυπηρετεί την ανάπτυξη της κοινωνίας μας, έστρεψε την τέχνη του και τον εαυτό του στην εξυπηρέτηση υψηλών στόχων, σκοπών και προοπτικών.
Στα δύσκολα χρόνια της γερμανικής κατοχής και στα τραγικά χρόνια του Εμφυλίου, βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της Αντίστασης. Απολύεται από το Εθνικό για τις ιδέες του, συλλαμβάνεται, του ζητούν να υπογράψει δήλωση, αρνείται και εξορίζεται στην Ικαρία, στη Μακρόνησο και στον Αϊ-Στράτη, μέχρι το 1952. Αλλά και αργότερα, ήταν πάντα από τους πρώτους, σε όλους τους λαϊκούς αγώνες και πάντα μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ, μέχρι το θάνατό του. Σε εποχές γενικού ξεπουλήματος ο Μάνος Κατράκης, είτε με το λόγο του «Προμηθέα», είτε με τη συμμετοχή του στην Αντίσταση, στο συνδικαλιστικό κίνημα, στις διεκδικήσεις του ΚΚΕ, τίποτε άλλο δεν επιζητούσε από το να υπηρετήσει τον άνθρωπο.
Οταν μιλά κανείς για τον Μάνο Κατράκη δεν μπορεί να ξεχνάει τη μεγάλη κυρία του χορού, τη λαμπερή γυναίκα, που το ταλέντο της ξεπέρασε τα σύνορα της χώρας μας, τη Λίντα Αλμα, την επί τριάντα χρόνια σύντροφό του. Η αγάπη τους, η αφοσίωση και ο σεβασμός του ενός προς τον άλλον υπήρξαν παραδειγματικά.
Η Λίντα Αλμα ήταν πολύ σεμνή, παρά τη μεγάλη διεθνή καριέρα της. Ξεκίνησε πολύ μικρή. «Η μητέρα μου», είχε πει έναν χρόνο πριν πεθάνει στο «Ρ», «είχε δει την αγάπη που είχα στο χορό. Κι έτσι με πήγε πολύ μικρή σε μια σχολή. Ημουν οκτώ χρόνων. Σπούδασα πάρα πολλά χρόνια το χορό. Στη Γαλλία ήμουν μαθήτρια της Μπροβρεζένσκα και ήμουν από τις πρώτες μαθήτριες. Στην Αμερική έκανα χορό με τον Κίβιτον, έναν πολύ μεγάλο δάσκαλο. Είχα αρχίσει να γίνομαι μια χαριτωμένη δεσποινιδούλα και βγήκα στο θέατρο, σε ένα βαριετέ στα Παναθήναια. Ο Γιάννης Φλερύ τότε χόρευε με μια σπουδαία χορεύτρια, την Μπέλλα Σμάρω, σε μεγάλα θέατρα. Κάποια στιγμή, η χορεύτρια αυτή αρρώστησε και έψαχνε ο Γιάννης να βρει άλλη. Επικοινωνήσαμε και μου είπε να πάω στην πρόβα στον "Απόλλωνα". Ανέβηκα στη σκηνή και χόρεψα κάτι που έπαιξε ο μαέστρος στο πιάνο. Αυτό ήταν. Μείναμε μαζί πολλά χρόνια. Το 1946 φύγαμε από την Ελλάδα. Είχε έρθει η Εντίθ Πιαφ για κάποιες εμφανίσεις. Μας είδε να χορεύουμε και μας πρότεινε να πάμε μαζί της σε μια πρεμιέρα που είχε στο "Ετουάλ", στο Παρίσι. Μείναμε μαζί της πέντε χρόνια, ταξιδεύοντας στα μεγάλα θέατρα όλου του κόσμου».
Το 1955 γύρισε στην Ελλάδα, γιατί ήταν η μητέρα της άρρωστη. Ηρθε για λίγο, γιατί μετά ακολουθούσαν πολλά συμβόλαια και πολύ σημαντικά. Ομως, γνώρισε τον Μάνο Κατράκη και δεν ξανάφυγε ποτέ. Με τον Γιάννη Φλερύ, συνέχισαν πλέον στην Ελλάδα τις εμφανίσεις με μεγάλη πάντα επιτυχία. Εκτός από το θέατρο και τα κέντρα, το δίδυμο Φλερύ - Αλμα συμμετείχε και σε αρκετές ταινίες. Στο θέατρο η Λίντα Αλμα δούλεψε μέχρι το 1979, ήταν και η χρονιά που παντρεύτηκε με τον Μάνο Κατράκη, μετά την πολύχρονη σχέση τους.
Και από τότε που έφυγε ο Μάνος της δεν είχε τίποτε δικό της παρά μόνο τις αναμνήσεις μιας ζωής δύσκολης και συγχρόνως ευλογημένης. «Ηταν τόσο έντονη η παρουσία του», είχε πει λίγα χρόνια πριν η Λίντα Αλμα στο «Ρ», «τόσο πολύ δεμένοι ήμασταν, που μου είναι τελείως αδύνατον να το πιστέψω. Ημασταν μαζί τριάντα χρόνια. Μια ζωή. Τώρα ζω μόνη, δεν μπορώ να κάνω γνωριμίες, δεν μπορώ να μιλήσω πολύ με τους ανθρώπους, πάντοτε γίνεται η σύγκριση με τον άνθρωπο αυτό, που μιλούσαμε ώρες. Είμαι μόνη, με τις αναμνήσεις μου, με τη ζωή που διάλεξα και είμαι ευχαριστημένη».
Η αφοσίωσή της στη σχέση της με τον Μάνο Κατράκη ήταν πολύ μεγάλη, που εγκατέλειψε ουσιαστικά μια καριέρα, που είχε αρχίσει να διαγράφεται λαμπρή στο εξωτερικό. Η ίδια αφοσίωση υπήρχε και όταν εκείνος «έφυγε». Διαρκές και ανεκπλήρωτο όνειρο, μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής της, ήταν ένα Μουσείο Μάνου Κατράκη, τα ενθυμήματα του οποίου παραχώρησε στο Δήμο Πειραιά, προκειμένου να δημιουργηθεί αυτό το Μουσείο. Μ' αυτό το παράπονο έφυγε. Δεκαοκτώ χρόνια μετά το θάνατο του Μάνου Κατράκη και τρία χρόνια μετά το θάνατο της συντρόφου του, που αγωνίστηκε γι' αυτό το Μουσείο, τίποτε δεν έχει γίνει.
Και μένει σ' αυτούς που τον αγάπησαν, που τον θαύμασαν και τον εκτίμησαν, να μνημονεύουν τον άνθρωπο, τον αγωνιστή και καλλιτέχνη, που πάντα θα έχει θέση στην καρδιά και στη μνήμη μας.