Εχει σημασία να τονιστεί, ως πολιτική εκτίμηση, ότι η στάση της κυβέρνησης δεν έχει αλλάξει. Ηταν και εξακολουθεί να είναι σταθερή και άκαμπτη και δε φαίνεται ότι πρόκειται να διαφοροποιηθεί επί της ουσίας και στο επόμενο διάστημα, δεδομένων και των καλοκαιρινών εξελίξεων στο μέτωπο της τρομοκρατίας, τις οποίες η κυβέρνηση αξιοποιεί για την αντιστροφή του σε βάρος της αρνητικού κλίματος, που αντιμετωπίζει μπροστά στις νομαρχιακές και δημοτικές εκλογές. Ελιγμοί μπορεί να υπάρξουν.
Η εκτίμηση αυτή διατυπώνεται για να επισημάνει τις πρόσθετες δυσκολίες που έχουν προκύψει. Οι πανεπιστημιακοί δεν πρέπει να επιτρέψουν να οδηγηθεί ο αγώνας τους σε αδιέξοδο ή και στον εκφυλισμό. Τώρα, πολύ περισσότερο απ' ό,τι στον προηγούμενο κύκλο των κινητοποιήσεων, θα χρειαστεί η ενίσχυση των αιτημάτων τους με σαφείς και διευρυμένους στόχους. Η κοινή δράση όλων των πανεπιστημιακών φορέων - του ΔΕΠ, των άλλων εργαζομένων στα ΑΕΙ και του φοιτητικού κινήματος - σ' ένα κοινό και ενιαίο μέτωπο Παιδείας. Η εξασφάλιση της λαϊκής συμπαράστασης και αλληλεγγύης, και σε πρώτη γραμμή του εργατικού κινήματος και των πρωτοπόρων δυνάμεών του, της νεολαίας.
Παράλληλα, όμως, θα χρειαστεί να υπάρξει ξεκάθαρο και σαφές διεκδικητικό πλαίσιο, που θα αναδεικνύει την πραγματική κατάσταση η οποία επικρατεί σήμερα στα πανεπιστήμια. Που θα δίνει τη δυνατότητα της αποτελεσματικής πολιτικής αντιπαράθεσης με την αντιδραστική κυβερνητική πολιτική και θα εκλαϊκεύει την ανάγκη για ένα δημόσιο πανεπιστήμιο στην υπηρεσία των λαϊκών αναγκών. Θα συγκρούεται με πολιτικές που αυτή τη στιγμή εφαρμόζονται στα πανεπιστήμια, οι οποίες όχι μόνον υπονομεύουν το μέλλον τους, εξαρτούν τους πανεπιστημιακούς και τα πανεπιστήμια πλήρως από τη λεγόμενη ελεύθερη αγορά, αλλά και εμποδίζουν την ικανοποίηση κι αυτών ακόμη των αιτημάτων των κινητοποιήσεων.
Ταυτόχρονα, διεκδικητικό πλαίσιο, που θα επιτρέπει στους πανεπιστημιακούς να αντιμετωπίσουν και να προφυλαχτούν από κάθε προσπάθεια εκμετάλλευσης του αγώνα τους από δυνάμεις, όπως της Νέας Δημοκρατίας, οι οποίες διαθέτουν την ίδια αντιδραστική πολιτική, αλλά διακαώς και εκ του πονηρού επιδιώκουν να καρπωθούν τη δυσαρέσκεια που έχει προκαλέσει η εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής, μπροστά στους πολιτικούς και εκλογικούς τους στόχους στα πλαίσια του δικομματικού συστήματος.
Να αποφύγουν τον εγκλωβισμό του αγώνα τους σε μια πολιτική που κινείται σε συμβιβαστική κατεύθυνση, που παρουσιάζεται με ένα αγωνιστικό μεν πρόσωπο, πολύ περισσότερο, αυτοπροσδιορίζεται ως αριστερή-ανανεωτική και αντινεοφιλελεύθερη, «πατάει» πάνω στις αγωνιστικές διαθέσεις του ΔΕΠ, τις αξιοποιεί μέσα από τις μορφές πάλης, προσπαθεί κι αυτή να τις «κεφαλαιοποιήσει», στην πραγματικότητα όμως συγκαλύπτει και παράλληλα διευκολύνει την απρόσκοπτη συνέχεια της κυβερνητικής πολιτικής.
Το χειρότερο είναι ότι εκλιπαρεί για μια ελάχιστη ικανοποίηση των αιτημάτων - «δώστε μας κάτι» - που την ανταλλάσσει χωρίς χρονοτριβή, στέλνοντας σημαδιακά μηνύματα στην κυβέρνηση για την «ευρωπαϊκή σύγκλιση», στο όνομα του «ευρωπαϊκού οράματος» και των «εθνικών στόχων», αποδεχόμενη τις αναδιαρθρώσεις στην ανώτατη εκπαίδευση, μη κατανοώντας ότι υπονομεύει την ίδια την υπόσταση του ΔΕΠ και του πανεπιστημίου, αφού εκθέτει και εκχωρεί το διδακτικό προσωπικό στην πολιτική που ευθύνεται για τη σημερινή κατάσταση στα ΑΕΙ, και που η συνέχειά της θα σαρώσει ακόμη κι αυτήν την ελάχιστη ικανοποίηση.
Αυτή η κυρίαρχη πολιτική επιφυλάσσει συγκεκριμένο ρόλο για τα πανεπιστήμια και τους πανεπιστημιακούς. Η πλήρης υποταγή του πανεπιστημίου στα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου και της αγοράς δεν αφορά μόνο στο χαρακτήρα της παρεχόμενης εκπαίδευσης, στην έρευνα, στο τι επιστημονικό δυναμικό θα διαμορφώνεται, στον καταμερισμό εργασίας και στον τύπο του εργαζόμενου του άμεσου μέλλοντος, στα επιστημονικά αντικείμενα και ποια από αυτά θα προκαλούν το ενδιαφέρον της αγοράς. Αφορά και τον πανεπιστημιακό, πιο συγκεκριμένα, τη μεγάλη πλειοψηφία του ΔΕΠ, ως εργαζόμενο μισθοσυντήρητο και ως επιστήμονα με κοινωνικό ρόλο, ως φορέα της εξέλιξης των επιστημών. Και τον αφορά τώρα, άμεσα.
Ηδη έχει δρομολογηθεί η αλλαγή των εργασιακών σχέσεων. Για την ακρίβεια, εφαρμόζεται μέσα από το θεσμό των 407/80, που γενικεύτηκε πλέον για όλα τα πανεπιστήμια. Η εξέλιξη αυτή επιβάλλει νέο μισθολογικό καθεστώς και κατά προέκταση και συνταξιοδοτικό. Την ίδια στιγμή είναι γνωστό ότι υπάρχει η εκφρασμένη πρόθεση από την πλευρά της κυβερνητικής πολιτικής το μισθολογικό να επιλυθεί κατά ένα μέρος, το μεγαλύτερο, διά μέσου των ερευνητικών προγραμμάτων. Και εδώ τον πρώτο λόγο θα τον έχουν η αγορά, οι απαιτήσεις του μεγάλου κεφαλαίου και η δαμόκλεια σπάθη της αξιολόγησης. Και η αξιολόγηση αφορά το σύνολο των πανεπιστημιακών χωρίς εξαίρεση.
Κατά συνέπεια, οι γενικές κατευθύνσεις της Μπολόνια και των τελικών συμφωνιών της Πράγας είναι παρούσες. Δεν επιβάλλουν μόνον την αξιολόγηση αλλά και τις εργασιακές σχέσεις, τη μορφή του μισθολογίου και κατ' επέκταση και των συντάξεων. Οταν η αξιολόγηση θα φτάσει στους αποκλεισμένους της έρευνας από την αγορά και αξιολογηθούν αρνητικά, τότε ποιος μπορεί να εξασφαλίσει ότι δε θα κοπεί το ερευνητικό επίδομα; Το ίδιο ισχύει και για τα άλλα επιδόματα, αφού μια τέτοια προοπτική την επιτρέπει ο επιδοματικός χαρακτήρας του μισθολογίου και οι πρόβες ήδη έχουν γίνει με το αντίστοιχο επίδομα της διδακτικής προετοιμασίας και εξωδιδακτικής απασχόλησης.
Να γιατί η αποκλειστική απασχόληση είναι άμεση ανάγκη ως πανεπιστημιακή εργασιακή σχέση, ως απάντηση στην κυβερνητική πολιτική και ως άμεσο αίτημα του αγώνα. Δεν αντιτίθεται στα υπάρχοντα αιτήματα, δεν τα συσκοτίζει. Αντίθετα, τα ενισχύει, τα διευρύνει και τα διευκολύνει, τα μορφοποιεί.
Γιατί, πάνω απ' όλα, δίνει διαφορετικό χαρακτήρα στις εργασιακές σχέσεις των πανεπιστημιακών, επιβάλλει την αλλαγή του επιδοματικού χαρακτήρα του μισθολογίου, αντιμετωπίζει τις γενικές κατευθύνσεις της κυβερνητικής πολιτικής με ενιαίο τρόπο σ' ό,τι αφορά στο μισθολογικό και στο συνταξιοδοτικό, δίνει τη δυνατότητα στο πανεπιστημιακό κίνημα να απαιτήσει την ανανέωση του διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού με ορθολογικό και σχεδιασμένο τρόπο.
Ταυτόχρονα, ακυρώνει στην πράξη τις κυβερνητικές και ευρωενωσιακές κατευθύνσεις που κινούνται στο «πνεύμα» της Πράγας, τουλάχιστον στο οικονομικό τους σκέλος. Διαχωρίζει και ενισχύει το ΔΕΠ που ζει και εξελίσσεται με όραμα ένα δημόσιο και κοινωνικό πανεπιστήμιο. Αναβαπτίζει σε κύρος στα μάτια των φοιτητών τους δασκάλους τους. Τεκμηριώνει στη λαϊκή αντίληψη το δίκιο του αγώνα και διευκολύνει την έκφραση της αλληλεγγύης.
Μέχρι τώρα, η αντιπαράθεση που αναπτύχθηκε στις γενικές συνελεύσεις αφορούσε σε δύο βασικά πράγματα: Στο διεκδικητικό πλαίσιο και στις μορφές πάλης. Διαφωνία για το εάν θα κινητοποιηθούν οι πανεπιστημιακοί δεν υπήρξε ή ήταν απελπιστικά ασήμαντη. Ειδικά για τις μορφές πάλης η αντιπαράθεση επικεντρώθηκε στο εάν δημιουργούν τις κατάλληλες συνθήκες για να εκφραστεί η κοινή δράση όλων των πανεπιστημιακών φορέων, πάνω σε κοινό, κατά το δυνατόν, πλαίσιο.
Η στάση ορισμένων δυνάμεων και της ίδιας της ΠΟΣΔΕΠ δε διευκόλυνε την προσέγγιση των άλλων εργαζομένων στα πανεπιστήμια, που κι αυτοί έχουν οξύτατα οικονομικά και θεσμικά προβλήματα. Πολύ περισσότερο, δε διευκόλυνε την προσέγγιση με τους φοιτητές με τον τεράστιο και δυσβάστακτο όγκο προβλημάτων. Ουσιαστικά η ΠΟΣΔΕΠ απευθύνθηκε στους άλλους φορείς με έναν αφ' υψηλού τρόπο, που ισοδυναμούσε με το «όστις βούλεται οπίσω μου ελθείν». Κι αυτήν την προσέγγιση δεν τη διευκόλυνε και η μορφή πάλης που επιλέχθηκε. Η στάση αυτή πολιτικά ήταν συνειδητή και εξυπηρετούσε συγκεκριμένες πολιτικές και μικροκομματικές σκοπιμότητες.
Οι καιροί δεν περιμένουν. Η πρωτοβουλία και οι ευθύνες ανήκουν στην ΠΟΣΔΕΠ και στους συλλόγους των πανεπιστημιακών. Κάθε ολιγωρία τροφοδοτεί τα αδιέξοδα και ενισχύει την επιχειρηματολογία της κυβέρνησης σε βάρος του αγώνα των πανεπιστημιακών. Εκτός κι αν ορισμένες δυνάμεις περιμένουν την εμφάνιση του από μηχανής θεού για να δοθεί λύση στο δράμα. Στην περίπτωση αυτή βέβαια δε θα γινόταν λόγος για Αγώνα αλλά για Τραγωδία.