Ταυτόχρονα, όμως, γνωρίζοντας το τεράστιο οικονομικό ενδιαφέρον των πάσης φύσεως πολεμοκάπηλων, κρατών και εταιριών, έδωσε ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην οικονομική πλευρά του προβλήματος. Κοινό σημείο αφετηρίας υπήρξαν οι συνθήκες παραγωγής τους και η εν πολλοίς ανεξέλεγκτη εμπορία τους. Στις συνθήκες παραγωγής, π.χ., υπήρχε το πρόβλημα της ανεξέλεγκτης έρευνας, που αφηνόταν ουσιαστικά στη συνήθη βιομηχανική κατασκοπία με ενισχυμένο κρατικό ενδιαφέρον υπηρεσιών. Ηταν ένα βασικό κρούσμα υπαγωγής της πολεμικής παραγωγής στους κανόνες της ιδιωτικής, δηλαδή της καπιταλιστικής, οικονομίας.
Το ανεξέλεγκτο όργιο ολοκληρωνόταν στην εμπορία οπλικών συστημάτων, όπου το όριο μεταξύ νόμιμης και παράνομης, κρατικής και παρακρατικής, ήταν δυσδιάκριτο. Ωστόσο, παρά την κρισιμότητα των συνθηκών παραγωγής και διακίνησης των όπλων, το πρόβλημα κορυφωνόταν στο ρόλο τους στην οικονομία. Η ερώτηση «τι αποτελεί η πολεμική παραγωγή στο σύνολο της οικονομίας;» ήταν η λυδία λίθος της κοινωνικής διάστασης του προβλήματος. Οσο οι ξέφρενοι εξοπλισμοί γεννούσαν την «ισορροπία του τρόμου», πηγαία προέκυπτε η ερώτηση: «Πούθε προέρχονταν αυτοί;», «Ποιον ωφελούσαν;».
Διαφορετικά κινδύνευε να μείνει στο επίπεδο μιας ειρηνευτικής καλής θέλησης, δηλαδή στο επίπεδο ενός καθαρού πασιφισμού. Εξετάζοντας τις βασικές πλευρές της φύσης και του χαρακτήρα της καπιταλιστικής οικονομίας ως παραγωγού ανταλλακτικών αξιών, δηλαδή εμπορευμάτων, διαπιστωνόταν ότι το όπλο- εμπόρευμα είχε μια ξεχωριστή θέση. Ξεπερνούσε το όριο μιας φυσικής ανάγκης του ανθρώπου που μπορούσε να ελέγξει το χρόνο και τη μορφή ικανοποίησής της. Λειτουργούσε σε ένα βαθύ χάσμα ατελείωτων ανταγωνισμών που κυρίευαν ολοκληρωτικά τον πλανήτη. Το κυνήγι της εκμετάλλευσης κοινωνικών τάξεων, εθνών και λαών, μπολιασμένο με την πιο εκφυλισμένη μορφή κρατικού και φυλετικού εγωισμού, γινόταν το κατάλληλο έδαφος για την κατανάλωση του εμπορεύματος-όπλου.
Οι ανεπτυγμένες βιομηχανικά χώρες της καπιταλιστικής Δύσης βρήκαν στη συνεχή αλυσίδα των περιφερειακών και κάθε λογής τοπικών πολέμων την απαραίτητη ανεξάντλητη αγορά. Με αυτό τον τρόπο λυνόταν το πρόβλημα της συνεχούς κατανάλωσης των εμπορευμάτων και της αποφυγής υπέρογκης συσσώρευσης και στασιμότητας που προκάλεσε τους δυο παγκόσμιους (όπως ονομάστηκαν) ιμπεριαλιστικούς πολέμους του εικοστού αιώνα. Ο επαναλαμβανόμενος οικονομικός κύκλος παραγωγή-κατανάλωση, που συνδέει την αλυσίδα των εμπορευμάτων, βρήκε διέξοδο στο εμπόρευμα-όπλο. Περισσότερο, μπαίνοντας στην οικονομική λειτουργία του καπιταλισμού και αποκτώντας την ιδιότητα του αυτόνομου εμπορεύματος, το όπλο έγινε η ατμομηχανή κίνησης όλων των άλλων εμπορευμάτων με τη βίαιη κατάκτηση αγορών και στρατηγικών χώρων. Επίσης, αποτελεί την υλική δύναμη της ιμπεριαλιστικής, δηλαδή επεκτατικής, πολιτικής του χρηματιστικού κεφαλαίου.
Επίσης, έτσι μετρούσαν τον αναγκαίο όγκο παραγωγής κάθε αξίας χρήσης. Ηταν ένα μεταβατικό στάδιο αυτό. Ο κύριος όγκος της παραγωγής όπλων ήταν για τις εσωτερικές ανάγκες, εφόσον αυτά δεν αποτελούσαν εμπόρευμα. Η ελάχιστη κατανάλωση στη διεθνή αγορά των όπλων της ΕΣΣΔ επιβεβαιώνει τον παραγωγικό προσανατολισμό αυτής της χώρας. Ενώ για τις ΗΠΑ το όπλο ως εμπόρευμα ήταν η χρυσοφόρα πηγή, αντίθετα για την ΕΣΣΔ το όπλο ως αναγκαστική αξία χρήσης ήταν μια συνεχής αιμορραγία που τελικά την εξουθένωσε. Το κίνημα ειρήνης θα θυμάται πάντα αυτά τα χρήσιμα συμπεράσματα σε πείσμα της εκσυγχρονισμένης νεο-αριστερής σοσιαλθολούρας και της νεοπαγούς επαναστατίζουσας φλυαρίας...