Και στα ψιλά γράμματα των συμβάσεων ακολουθούν οι όροι, που δένουν χειροπόδαρα και οδηγούν σε δράματα. Την ίδια στιγμή οι τράπεζες - που κατά τη δήλωσή τους δεν είναι φιλανθρωπικά ιδρύματα, πλουτίζουν όλο και περισσότερο, ενώ αυτοί που παίρνουν τα δάνεια, σ' αυτό το επίπεδο, φτωχαίνουν και οι υποθήκες τους οδηγούνται σε πλειστηριασμό και τα «δάνεια» αυτοκίνητα, στις μάντρες της εκποίησης.
Τα αδιέξοδά τους πρέπει να οδηγούν όλο και περισσότερο τις λαϊκές δυνάμεις στη μοναδική ΔΙΕΞΟΔΟ που είναι η ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΗ σε κοινούς αγώνες που οδηγούν στο κόκκινο της ζωής και της διεκδίκησης.
«Πρώτον: Αποδοκιμάζει τις επιθέσεις κατά των δικαστικών λειτουργών και ειδικώς κατά των ανακριτών εφετών, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με τη διεξαγωγή της κύριας ανάκρισης για πράξεις της γνωστής τρομοκρατικής οργάνωσης ("17 Νοέμβρη") και εκφράζει σε αυτούς την αμέριστη συμπαράστασή της. Δεύτερον: Καλεί τον αρμόδιο εισαγγελέα να ερευνήσει, αν οι απειλές που επισείονται κατά των ανακριτών αποσκοπούν στην άσκηση ψυχολογικής βίας κατ' αυτών και συνιστούν το έγκλημα της παράνομης βίας, με απώτερο σκοπό την παρεμπόδιση της έρευνας και τιμωρίας των ενεχομένων σε εγκληματικές πράξεις. Τρίτον: Επιθυμεί να διαδηλώσει ότι ουδείς (άτομα ή ομάδες) είναι υπεράνω του νόμου. Τέταρτον: Η μέχρι τώρα πορεία της δικαστικής έρευνας της τρομοκρατίας ανέδειξε αδυναμίες του νομικού και σωφρονιστικού συστήματος της χώρας (διαρροή ανακριτικών στοιχείων, συνεντεύξεις κρατουμένων, κ.λπ.). Η Ενωσή μας επιφυλάσσεται να διατυπώσει προτάσεις, οι οποίες θα αποβλέπουν στη θεσμοθέτηση των αναγκαίων νομοθετικών μεταρρυθμίσεων για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση του εγκλήματος. Πέμπτον: Το δικαστήριο πρέπει να εμπνέει το απαιτούμενο δέος και τον αναγκαίο σεβασμό στους πολίτες και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να μεταβάλλεται σε οίκο εμπορίου. Συνεπώς, επιβάλλεται η απαγόρευση της παρουσίας της τηλεόρασης στις δικαστικές αίθουσες, όπως ισχύει σε όλες σχεδόν τις χώρες του κόσμου».
Είναι αυτονόητο ότι στα πλαίσια μιας κοινωνίας, που θέλει να λέγεται δημοκρατική, σαφώς και η Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕΔΕ) έχει κάθε δικαίωμα να βγάζει ανακοινώσεις, όμως εξίσου αυτονόητο θα έπρεπε θεωρείται και από την ΕΔΕ, ότι ο κάθε πολίτης έχει το δικαίωμα να κρίνει αυτές τις ανακοινώσεις.
Πρώτο: Η ΕΔΕ θα πρέπει να γνωρίζει ότι το «ουδείς (άτομα ή ομάδες) είναι υπεράνω του νόμου», το οποίο αναφέρεται στην ανακοίνωσή της, πόσο μάλλον το ότι ουδείς είναι υπεράνω κριτικής, αφορά και στους ίδιους τους δικαστές και εισαγγελείς.
Δεύτερο: Η κριτική που ασκείται στις αποφάσεις και την όλη στάση των δικαστών που ασχολούνται με την «17Ν» δεν είναι δυνατόν να ταυτίζεται με «επίθεση» εναντίον τους, πόσο μάλλον με «απειλή» κι ακόμη χειρότερα με «το έγκλημα της παράνομης βίας». Οποιος προβαίνει σε μια τέτοια άκρως επικίνδυνη ταύτιση της κριτικής με το έγκλημα, μάλλον ο ίδιος απειλεί παρά απειλείται.
Τρίτο: Ο ίδιος ο Ποινικός Κώδικας στο άρθρο του 239β προβλέπει ότι όταν οι δικαστές διώκουν ή τιμωρούν κάποιον εν γνώσει τους αθώο, ή και αντίστροφα αθωώνουν κάποιον ένοχο, τότε πρόκειται για κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους τους, η οποία και τιμωρείται μέχρι και με δεκαετή κάθειρξη. Η επίκληση αυτού του άρθρου, για παράδειγμα στην περίπτωση του Γιάννη Σερίφη ή και της αθώωσης των κατασκόπων της Καλαμάτας, μήπως εντάσσεται και αυτή στα «εγκλήματα της παράνομης βίας»;
Μήπως συμβαίνει το ίδιο με την επίκληση του άρθρου 282 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας κατά το οποίο η «κατά νόμο βαρύτητα της πράξης» δεν αρκεί για να προφυλακιστεί κάποιος, πόσο μάλλον όταν οι ενδείξεις προέρχονται από μαρτυρίες κατηγορουμένων και μάλιστα υπό την πίεση αν μη τι άλλο, των ευμενών γι' αυτούς διατάξεων του «αντιτρομοκρατικού» νόμου, που ακόμη και αληθείς να είναι αφορούν πλημμέλημα που έχει παραγραφεί; (Και πάλι περίπτωση Γιάννη Σερίφη).
Τέταρτο: Κατά την Ανακοίνωση «το δικαστήριο πρέπει να εμπνέει το απαιτούμενο δέος και τον αναγκαίο σεβασμό στους πολίτες». Εφόσον όμως ο όρος «δέος» σημαίνει κατά κοινή αποδοχή, σεβασμό ή και φόβο - τρόμο, η συμπλήρωσή του με τον όρο «σεβασμός», από τους συντάκτες της ανακοίνωσης, υποδηλώνει σαφώς ότι υποστηρίζουν πως το δικαστήριο πρέπει να εμπνέει πέρα από το σεβασμό και φόβο - τρόμο στους πολίτες.
Πέμπτο: «Επιβάλλεται -μας λέει η ΕΔΕ- η απαγόρευση της παρουσίας της τηλεόρασης στις δικαστικές αίθουσες», διότι το δικαστήριο «σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να μεταβάλλεται σε οίκο εμπορίου». Για το γεγονός όμως ότι οίκοι εμπορίου και δη τηλεοπτικά κανάλια και τμήμα του Τύπου μετατρέπονται σε δικαστήριο γιατί δε λέει τίποτα η ΕΔΕ;
Εκτο: Πού ήταν η τόσο ευαίσθητη ως προς «τη διαρροή ανακριτικών στοιχείων» ΕΔΕ, όταν διέρρεαν σαν χείμαρρος οι πρώτες «ομολογίες» του Σάββα Ξηρού, αλλά και άλλων, οι οποίες έγιναν δίχως την παρουσία δικηγόρων -συνήθων υπόπτων για τις διαρροές- μόνον παρουσία του κυρίου Διώτη και του αρχηγού της Αντιτρομοκρατικής;
Εβδομο: Γιατί η «Ενωση» ποιεί την νήσσαν για τη σαφώς παράνομη αφαίρεση σημειώσεων προφυλακιστέων για την υπόθεση της «17Ν» από τους δεσμοφύλακές τους και την παράδοσή τους στον εποπτεύοντα τις φυλακές Κορυδαλλού Εισαγγελέα, ο οποίος και τις ήλεγξε πριν τις επιστρέψει;
Ογδοο: Με δεδομένο ότι μια δίκαιη δίκη δεν περιορίζεται στην ακροαματική διαδικασία, γιατί η ΕΔΕ δεν τοποθετείται στην ανακοίνωσή της απέναντι στις καταγγελίες των κατηγορουμένων για την υπόθεση της «17Ν» και των συνηγόρων τους;
Θα πρέπει, όμως, να γνωρίζουν οι συντάκτες της ανακοίνωσης ότι στα πλαίσια της λαϊκής κυριαρχίας, οι δικαστές και εισαγγελείς όπως εξάλλου κάθε δημόσιος λειτουργός, θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως υπάλληλοι του λαού και όχι ως αφεντικά του. Και ως τέτοιοι θα κρίνονται. Οταν μάλιστα, μέσω των ανακοινώσεών τους, αποφασίζουν να ασκούν και άμεση πολιτική παρέμβαση, τότε θα κρίνονται ακόμη πιο αυστηρά και ως απλοί πολίτες. Και στις δημοκρατίες αυτό αποτελεί υποχρέωση και όχι «έγκλημα παράνομης βίας».