Πάνω από εκατό ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, πολλά πεζογραφήματα (μυθιστορήματα τα ονομάζει), αρκετά θεατρικά, όπως και μελέτες για ομοτέχνους συγκροτούν το κύριο σώμα του έργου του. Πολυάριθμες μεταφράσεις, χρονογραφήματα και άλλα δημοσιεύματα συμπληρώνουν την εικόνα του δημιουργού. Ποιος είναι λοιπόν; Ο βάρδος των λαϊκών αγώνων ή ο μοναχικός σκεπτικιστής, ο «απαρηγόρητος παρηγορητής του κόσμου»; Ο αισθησιακός, που ρουφάει μ' όλους τους πόρους του τους χυμούς της ζωής, αυτός που κλείνει μέσα στο ανθρώπινο σώμα όλο τον φυσικό κόσμο και, αντίστροφα, μεταμορφώνει το σύμπαν σε παλλόμενη σάρκα; Ο ερωτικός, που σκιρτά σ' όλα τ' αγγίγματα των σωμάτων και των αγαλμάτων, ή ο ασκητής, που «απωθεί» και «θεώνεται»; `Η μήπως ο βαθιά υπαρξιακός, που εκθέτει την αγωνία του στον ψιθυριστό του διάλογο με το χρόνο και το θάνατο;
Ο Γιάννης Ρίτσος, όσο κανένας άλλος Ελληνας ποιητής, μας «σηκώνει ψηλότερα» από τη λήθη της ιστορίας, για να μας θυμίσει πόσο η ανθρώπινη ύπαρξη έχει τη δύναμη και την υποχρέωση να αντιδικήσει με την αρχή και την τάξη, διαφορετικά ο θάνατος είναι μάταιος και ο έρωτας φλυαρία... Οπως φαίνεται και στην «Ισμήνη», ο χρόνος και η εποχή δεν έχουν σημασία, γιατί στο πρόσωπο της Ισμήνης ο ποιητής ζωντανεύει μια ανθρώπινη ύπαρξη με όλες τις αντιθέσεις, τις αντιφάσεις, την ειλικρίνεια, τις ενοχές, τις επιθυμίες και τις αναστολές που υπάρχουν σε κάθε άνθρωπο...
Ο Ρίτσος ήθελε να τον δένει η ποίησή του σφιχτά και παντοτινά με τον πόνο του άλλου: «Εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε / αδελφέ μου, από τον κόσμο / εμείς τραγουδάμε / για να σμίξουμε με τον κόσμο». Ο ποιητής έχει συνείδηση της κοινωνικής, της ανθρώπινης αποστολής του, που του αναθέτει η ποίηση και που αυτός αναθέτει στην ποίησή του: «Από την πληγή μου κοίταξα / του κόσμου την πληγή / Ξένη απ' τον άνθρωπο η χαρά / Ξένοι απ' το δίκιο οι νόμοι». Στόχος του Ρίτσου είναι μια ζωή με δικαιοσύνη για όλους: «Δεν ήξερα πως βρίσκονταν / πάνω σ' αυτή τη γης / κι άλλοι αδελφοί στη στέρηση / φίλοι στην αδικία». Απλώνει τα χέρια του ο Ρίτσος να ενωθεί με τους άλλους, τους ανώνυμους βασανισμένους: «Τον κόσμο αγκάλιασα και να / τον κόσμο εντός μου βάζω...».
Η ιδεολογική και κομματικά προσανατολισμένη ποίηση του Γιάννη Ρίτσου μπορεί να ενόχλησε και δεν «παραμέρισαν», όπως προέτρεψε ο Παλαμάς, για να «περάσει ο ποιητής». Ο Γιάννης Ρίτσος «πέρασε» παρεμποδιζόμενος, αλλά πέρασε, εκεί κυρίως που απευθυνόταν, στην ψυχή του λαού, και γι' αυτό θα χτυπάει πάντα στην καρδιά της Ρωμιοσύνης. Γιατί πόσες φορές δε βαδίσαμε και πόσες φορές δε θα πορευτούμε ακόμη στο ρυθμό των στίχων του Γιάννη Ρίτσου, πόσες φορές δεν ανασάναμε και δε θα ανασάνουμε από την ανάσα του, πόσες φορές δεν πικραθήκαμε ή δε θα πικραθούμε από την πίκρα του και δε θα αντλήσουμε κουράγιο απ' την αστείρευτη πηγή του, απ' το κουράγιο του, καθώς πάντα θα μας λέει «Ο κόσμος, σου λέω, είναι όμορφος / Ο,τι κι αν πεις, ό,τι κι αν κάνεις / όμορφος / Το μέλλον είναι σίγουρο / αδελφέ μου./ Ο,τι κι αν γίνει - σίγουρο./ Δεν υπάρχουν πια αποσιωπητικά / στη φωνή ή στη σιωπή μας. / Ομορφος. Μπορείς να κάνεις πίσω / τους τροχούς του ήλιου;».
Στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου το πάθος για ζωή και η βίωση της καθημερινότητας με όλες τις αισθήσεις σε εγρήγορση εξασφαλίζουν στο άτομο μια αιώνια νεότητα ή οδηγούν στη μεταφορική της επαναβίωση. Η νεότητα συνδέεται επίσης με την ανανέωση του κοινωνικοπολιτικού οράματός του. Παράλληλα με τον έρωτα ο ποιητής εξυμνεί την επανάσταση, την επαναστατική συμπεριφορά, το μεγαλείο των κοινωνικών αγώνων και έτσι ξαναγυρίζει σε παλαιότερα σύμβολα του έργου του: «Οχι γονατιστός / ολόρθος ανυψώνω την ακμαία / προσευχή μου/... αγιασθήτω τ' όνομα του Ανθρώπου /... αγιασθήτω η Ενάρετη Ειρήνη επί Γης και εν Υψί / στοις...».
Η αγωνιστική, ανθρώπινη και δημιουργική μεγαλοσύνη του Γιάννη Ρίτσου αποτελεί πια δεδομένο αδιαμφισβήτητο ακόμη και για τους πιο δύσπιστους. Το έργο του συνδέθηκε με το εργατικό και λαϊκό κίνημα της χώρας μας σε όλες σχεδόν τις ιστορικές περιόδους. Η ριζοσπαστική διαμαρτυρία του αταλάντευτου κομμουνιστή, του διεθνιστή ποιητή της Ρωμιοσύνης και της παγκόσμιας ειρήνης, ενάντια στον πόλεμο, στον καπιταλισμό και στην αστική ηθικολογική υποκρισία, τον καταξίωσε παντοτινό ποιητή της επαναστατικής εξύψωσης του ανθρώπου.
Το πλήθος των μεγάλων διεθνών βραβείων και τιμητικών τίτλων από ξένες Ακαδημίες, Πανεπιστήμια και διεθνείς οργανισμούς, των κρατικών παρασήμων και των ξένων εκδόσεων με έργα του, «προσυπογράφουν» την καταξίωσή του μαζί με την αγάπη του ελληνικού λαού. Μια αγάπη που τίμησε τον ποιητή όσο και ο ίδιος ο ποιητής τίμησε τον πόνο και τον πόθο, τον αγώνα και το όνειρο του λαού, με το έργο του.
«Να με θυμόσαστε» γράφει στο «Επιλογικό». «Χιλιάδες χιλιόμετρα περ / πάτησα / χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, πάνω σε πέτρες κι αγκάθια, / για να σας φέρω ψωμί και νερό και τριαντάφυλλα. / Την ομορφιά / ποτές μου δεν την πρόδωσα. Ολο το βιος μου το / μοίρασα δίκαια. / Μερτικό εγώ δεν κράτησα. Πάμπτωχος. Μ' ένα κρι- / νάκι του αγρού / τις πιο άγριες νύχτες μας φώτισα. Να με θυμάστε. / Και συχωράτε μου αυτή την τελευταία μου θλίψη... / Θα 'θελα / ακόμη μια φορά με το λεπτό δρεπανάκι του φεγγα- / ριού να θερίσω / ένα ώριμο στάχυ. Να σταθώ στο κατώφλι, να κοιτάω / και να μασώ σπυρί σπυρί το στάρι με τα μπροστινά / μου δόντια / θαυμάζοντας κι ευλογώντας τούτον τον κόσμο που / αφήνω, / θαυμάζοντας κι Εκείνον που ανεβαίνει το λόφο στο / πάνχρυσο λιόγερμα. Δέστε. / Στο αριστερό μανίκι του έχει ένα πορφυρό τετράγω- / νο μπάλωμα. Αυτό / δε διακρίνεται πολύ καθαρά. Κι ήθελα αυτό προ- / πάντων να σας δείξω. Κι ίσως γι' αυτό προπάντων θ' άξιζε να με θυμάστε».