ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 17 Νοέμβρη 2002
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Οι μύθοι της «ισχυρής» οικονομίας

Παρά την υπερδωδεκάχρονη «θεραπεία» των γαλαζοπράσινων προγραμμάτων μονόπλευρης λιτότητας, η «ισχυρή» ελληνική οικονομία εμφανίζει ελλείμματα, χρέος, πληθωρισμό, ανεργία, φτώχεια, παραγωγική υποβάθμιση κλπ.

Τα τελευταία χρόνια η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, δήλωνε περήφανη, επειδή κατάφερε -όπως υποστηρίζουν ο πρωθυπουργός και άλλα μέλη του οικονομικού επιτελείου- να κάνει την Ελλάδα ισχυρότερη. Στα πλαίσια αυτά, βομβάρδιζαν την κοινή γνώμη με την προβολή ορισμένων δεικτών της οικονομίας, όπως οι υψηλοί ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ, η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, των ελλειμμάτων κλπ. Και για να πείσουν -όσους δεν πίστευαν ότι η ελληνική οικονομία, θεραπεύτηκε από τις χρόνιες ασθένειες (ελλείμματα, πληθωρισμός, δημόσιο χρέος, ρυθμοί ανάπτυξης κλπ.)- οι κυβερνώντες επικαλούνταν σαν δείγμα γραφής της «εξυγίανσης»: Πρώτον, τους δείκτες «ευρωστίας» της ελληνικής οικονομίας. Δεύτερον το γεγονός ότι από την 1-1-2001 η Ελλάδα εντάχθηκε στη λέσχη των «προνομιούχων» της ΟΝΕ και της ευρωζώνης. Βεβαίως, ακόμη και αν ήταν έτσι τα πράγματα, η ουσία για τα λαϊκά στρώματα είναι ότι όχι μόνο δεν ωφελήθηκαν από την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης, αλλά ζημιώθηκαν, αφού αυτή στοχεύει στη δική τους αφαίμαξη.

Αλλά, η αλήθεια για την οικονομία είναι αρκετά διαφορετική από αυτή που εμφάνιζαν οι κυβερνώντες, σχετικά με τα αποτελέσματα της θεραπείας, η οποία εφαρμόστηκε για την «εξυγίανση» και «ισχυροποίηση» της ελληνικής οικονομίας. Αν εξαιρέσει κανείς, τους υψηλούς ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ (οφείλονται κυρίως στις εισπράξεις κοινοτικών κονδυλίων για τη χρηματοδότηση έργων υποδομής που έχουν στόχο την καλύτερη εξυπηρέτηση των συμφερόντων των ευρωπαϊκών πολυεθνικών), όλοι οι άλλοι δείκτες της ελληνικής οικονομίας, για τους οποίους μέχρι χτες περηφανευόταν η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, αποδείχτηκαν προβληματικοί. Οπως αποδεικνύεται πια και από τα επίσημα στοιχεία (όπως αυτά διορθώθηκαν μετά την τελευταία παρέμβαση της Eurostat) η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να υποφέρει από τις χρόνιες αρρώστιες της (δημοσιονομικά ελλείμματα, υπερχρέωση, φτώχεια, ανισοκατανομή του παραγόμενου πλούτου, παραγωγική υποβάθμιση σε σχέση με τις άλλες χώρες κλπ). Και πρέπει εδώ να σημειωθεί, ότι ακόμη και αυτή η ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ, έγινε με «μαγειρεμένα στοιχεία» -με το διευθυντήριο των Βρυξελλών να κάνει τα «στραβά μάτια»- που εμφάνιζαν την ελληνική οικονομία «υγιή» και «ισχυρή».

Οταν μιλούν οι αριθμοί...

Οπως προαναφέρθηκε, ο πρωθυπουργός και όλα σχεδόν τα στελέχη της κυβέρνησης και του ΠΑΣΟΚ, περηφανεύονταν, γιατί με την πολιτική τους κατάφεραν να θεραπεύσουν τις χρόνιες αρρώστιες της ελληνικής οικονομίας και να κάνουν τη χώρα μας «πιο ισχυρή». Πώς όμως είναι δυνατό -παρά την υπερδωδεκάχρονη ληστεία των λαϊκών εισοδημάτων με τις εισοδηματικές πολιτικές λιτότητας, τις τσουχτερές αυξήσεις φόρων, το σφαγιασμό των δαπανών κοινωνικού χαρακτήρα, το ανελέητο ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας κλπ- να εμφανίζουν «ισχυρότερη» την ελληνική οικονομία όταν:

  • Τα κρατικά ελλείμματα, όχι μόνο δεν εξαλείφθηκαν -και στη Βουλή τα παρουσίασαν σαν πλεονάσματα- αλλά εξακολουθούν να παραμένουν σε αδικαιολόγητα υψηλά επίπεδα; Το ομολόγησε την περασμένη βδομάδα, ο ίδιος ο υπουργός Οικονομίας Ν. Χριστοδουλάκης. Δίνοντας στη δημοσιότητα τα «αναθεωρημένα» πραγματικά στοιχεία που συμφώνησαν με τη Eurostat, ο υπουργός παραδέχτηκε ότι ο προϋπολογισμός έκλεισε το 2000 με έλλειμμα (σαν ποσοστό του ΑΕΠ) σε 1,8% (αντί 0,8%), το 2001 με έλλειμμα 1,2% (αντί για πλεόνασμα 0,1%) και το 2002 επίσης με έλλειμμα 1,1% (αντί για πλεόνασμα 0,4%). Επίσης, το 2003 ο προϋπολογισμός προβλέπεται να κλείσει με έλλειμμα 0,9% και όχι με πλεόνασμα (0,4% του ΑΕΠ), που προέβλεπε η κυβέρνηση με το Πρόγραμμα Σταθερότητας.
  • Το δημόσιο χρέος της χώρας, αντί να μειώνεται, αυξάνεται χρόνο με το χρόνο, τόσο σε απόλυτα ποσά όσο και σαν ποσοστό του ΑΕΠ; Ετσι, ενώ η κυβέρνηση εμφάνιζε μέχρι την περασμένη βδομάδα το δημόσιο χρέος να πέφτει -σαν ποσοστό του ΑΕΠ- από 108,2% που ήταν το 1997 σε 105% το 1998, σε 103,8% το 1999, σε 102,8% το 2000, σε 100% το 2001 και σε 98,7% φέτος, τελικά- με το προσχέδιο του νέου προϋπολογισμού που έδωσε την περασμένη βδομάδα ο υπουργός Οικονομίας- το δημόσιο χρέος της χώρας ακολούθησε την εξής πορεία: Από 108,2%, που ήταν το 1997, έπεσε το 199 8 στο 105,8% και στο 105,1% το 1999 για να ξανανέβει το 2000 στο 106,2% και το 2001 στο 107,3%. Για φέτος, εκφράζεται η αισιόδοξη πρόβλεψη ότι θα κλείσει στο 105,3% του ΑΕΠ και το 2003 στο 100,2%. Για την ιστορία, να σημειωθεί ότι οι 7 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, που ήταν μεγαλύτερο το δημόσιο χρέος από εκείνο που εμφάνιζε η κυβέρνηση, ισοδυναμεί με περίπου 3,5 τρισεκατομμύρια δραχμές.
  • Η παραγωγική δραστηριότητα της χώρας- όπως προκύπτει από τα επίσημα στοιχεία για την πορεία της παραγωγής σε παραδοσιακούς κλάδους της βιομηχανίας και της γεωργίας -παραμένει ουσιαστικά σε τέλμα; Παρά τα ποικιλόμορφα κίνητρα (ζεστό χρήμα με ενίσχυση των κρατικών επιχορηγήσεων και την ΕΕ, προκλητική διεύρυνση των φοροαπαλλαγών, φτηνό χρήμα, φτηνά μεροκάματα κλπ.), οι βιομήχανοι και άλλοι μεγαλοεπιχειρηματίες, δεν έκαναν ανταγωνιστικότερα το προϊόντα τους, καθώς αξιοποίησαν την προκλητική αύξηση των κερδών τους κυρίως για προσωπικό πλουτισμό και όχι για τον παραγωγικό εκσυγχρονισμό των επιχειρήσεών τους και τη μείωση του κόστους παραγωγής.
  • Το εμπορικό έλλειμμα της χώρας καλπάζει- χρόνο με το χρόνο- σε όλο και πιο υψηλά επίπεδα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα συνολικά ελλείμματα της χώρας με το εξωτερικό; Τα στοιχεία έρευνας του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων, που δημοσιοποιήθηκαν προχτές, είναι αποκαλυπτικά καθώς μας πληροφορούν ότι στην τελευταία δεκαετία διπλασιάστηκε η εισαγωγική διείσδυση και τα εισαγόμενα προϊόντα καλύπτουν πια πάνω από το μισό (51%) της κατανάλωσης προϊόντων του πρωτογενούς (αγροτικού) και δευτερογενούς (βιομηχανία) τομέα. Από την ίδια έρευνα προκύπτει ότι ακόμη και παραδοσιακά ελληνικά βιομηχανικά προϊόντα (τσιγάρα, ρούχα, παπούτσια) εκτοπίζονται από τα εισαγόμενα, προκαλώντας σοβαρά πλήγματα στους κλάδους της κλωστοϋφαντουργίας, της υπόδησης, τις καπνοβιομηχανίες.
  • Ο πληθωρισμός ξανάρχισε να τραβά την ανηφόρα, παρά το γεγονός ότι τα τελευταία 12 χρόνια εφαρμόζονται εισοδηματικές πολιτικές (στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα) που περιορίζουν τις ονομαστικές αυξήσεις μισθών και συντάξεων σε ποσοστά γύρω και κάτω από τον επίσημο τιμάριθμο; Το γεγονός ότι ο επίσημος πληθωρισμός στην Ελλάδα αυξάνεται με ρυθμό μεταξύ 3,5% και 4%, που είναι υπερδιπλάσιος των «12» χωρών - μελών της ευρωζώνης αλλά και των »15» της ΕΕ (κινείται μεταξύ 1,8% και 2,1%) δικαιώνει την άποψη που λέει πως στην Ελλάδα είχαμε πληθωρισμό κερδών και όχι πληθωρισμό μισθών. Παρ' όλ' αυτά, η κυβέρνηση εμμένει στη συνέχιση της ίδιας αδιέξοδης εισοδηματικής πολιτικής, καθώς προανήγγειλε και για το 2003 ονομαστικές αυξήσεις μισθών και συντάξεων για το δημόσιο μεταξύ 2,5% και 3%!
  • Η ανεργία -που στις αρχές της δεκαετίας του '90 ήταν αρκετά χαμηλότερη από το μέσο όρο της ΕΕ- εκτινάχτηκε στα ύψη; Ετσι, η αγροτική πολιτική,που οδηγεί σε βίαιο ξεκλήρισμα από τη γη τούς εργαζόμενους αγρότες, σε συνδυασμό με τον αφανισμό των ΕΒΕ, αύξησε σημαντικά τον αριθμό των ανέργων με συνέπεια η Ελλάδα να ανήκει σήμερα στην πρώτη τριάδα των χωρών - μελών της ΕΕ των «15» με το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας; Σήμερα, το επίσημο ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα είναι λίγο κάτω από 10% (9,7%), αντί 7,5% περίπου στην ΕΕ.

Αν τα αναφέρουμε όλ' αυτά είναι γιατί προοιωνίζονται ακόμη πιο σκληρή αντιλαϊκή πολιτική, όταν την ίδια ώρα ενισχύονται οι μεγαλοεπιχειρηματίες.

Η «σύγκλιση» αποδείχτηκε «σύνθλιψη»

Τελικά, ο περιβόητος «εθνικός στόχος» για τη «σύγκλιση» της ελληνικής οικονομίας με τις άλλες χώρες - μέλη της ΕΕ -στόχος που επιδιώχτηκε με την εφαρμογή συγκεκριμένων μέτρων και πολιτικών, τις οποίες υπερασπίστηκαν όλοι, πλην ΚΚΕ, που υπερψήφισαν τη Συνθήκη του Μάαστριχτ- οδήγησε στη σύνθλιψη του βιοτικού επιπέδου για τα πλατιά στρώματα του εργαζόμενου ελληνικού λαού. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι:

  • η «ισχυρή» ελληνική οικονομία, εξακολουθεί να παραμένει η φτωχότερη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, για το λαό βεβαίως, με κατά κεφαλήν ΑΕΠ στο 67% του μέσου κοινοτικού όρου.
  • η Ελλάδα έχει το υψηλότερο ποσοστό φτώχειας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Σήμερα, εξακολουθεί το 22% των νοικοκυριών να ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, έναντι 18% στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Επίσης, 3 ελληνικές περιφέρειες (Ηπειρος, Δυτική Ελλάδα και Πελοπόννησος) συγκαταλέγονται μεταξύ των επτά πιο φτωχών περιφερειών της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
  • οξύνονται οι ταξικές διαφορές, καθώς σήμερα το μέσο εισόδημα του 20% των πιο πλούσιων νοικοκυριών στην Ελλάδα είναι 6,5 φορές μεγαλύτερο από το μέσο εισόδημα του 20% των πιο φτωχών νοικοκυριών.

Παρά το γεγονός, ότι η μέχρι σήμερα εμπειρία βεβαιώνει- και πείθει ακόμη και τον πιο αδαή- πως η συγκεκριμένη πολιτική που εφαρμόζεται, τα τελευταία 12 χρόνια, όχι μόνο αναπαράγει τα αδιέξοδα αλλά και οξύνει τα προβλήματα του λαού, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ εμμένει στη συνέχισή της και το 2003, γιατί αυτό απαιτούν οι μεγαλοεπιχειρηματίες. Αδιάψευστος μάρτυρας ο νέος κρατικός προϋπολογισμός, το προσχέδιο του οποίου δημοσιοποιήθηκε την περασμένη βδομάδα και τα μεγέθη του θα οριστικοποιηθούν στη μεθαυριανή συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Να σημειωθεί μάλιστα εδώ, πως η κυβέρνηση Σημίτη έχει αρωγό, για τη συνέχιση της ίδιας αντιλαϊκής πολιτικής, τόσο την ΕΕ όσο και τη ΝΔ, καθώς οι όποιες κριτικές παρεμβάσεις τους (δηλαδή η κριτική που ασκούν στο κυβερνητικό έργο) έχουν στόχο να βοηθήσουν την κυβέρνηση Σημίτη να προχωρήσει στην υλοποίηση των αντιλαϊκών μέτρων, που αξιώνει το μεγάλο κεφάλαιο (γενικό ξεπούλημα των ΔΕΚΟ, ελευθερία στις απολύσεις).


Λάμπρος ΤΟΚΑΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ