ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 19 Γενάρη 2003
Σελ. /32
Στο «κόκκινο» η γερμανική οικονομία

Το 2002 ήταν η χειρότερη μετά το 1993 χρονιά. Φόβοι για ύφεση και για υπέρβαση του ελλείμματος

Παπαγεωργίου Βασίλης

Μία από τις χειρότερες χρονιές για τη γερμανική οικονομία ήταν το 2002, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Ομοσπονδιακής Στατιστικής Υπηρεσίας, τα οποία δόθηκαν την περασμένη Πέμπτη στη δημοσιότητα. Συγκεκριμένα, την περασμένη χρονιά το ΑΕΠ της Γερμανίας αναπτύχθηκε με τον αναιμικό ρυθμό του 0,2%. Με την επίδοση αυτή έφτασε στα επίπεδα του 1993.

Η ανακοίνωση της Ομοσπονδιακής Στατιστικής Υπηρεσίας, όπως αναμενόταν, προκάλεσε νέες ανησυχίες για την πορεία της μεγαλύτερης ευρωπαϊκής οικονομίας. Ανησυχίες τις οποίες προσπάθησε να διασκεδάσει ο Γερμανός υπουργός Οικονομίας και Εργασίας, Βόλφγκανγκ Κλέμεντ, ο οποίος έσπευσε να δηλώσει ότι «δε συντρέχει λόγος να είμαστε απαισιόδοξοι λόγω της συγκυρίας».

Σημειώνεται ότι τέτοιος βαθμός επιβράδυνσης είχε να εμφανιστεί στη γερμανική οικονομία από το 1993. Τότε είχε συρρικνωθεί κατά 1,1%. Το 2001 το γερμανικό ΑΕΠ είχε σημειώσει αύξηση κατά 0,6%.

Η περσινή επίδοση της υπ' αριθμόν 1 οικονομίας της ευρωζώνης ήταν κατώτερη τόσο της εκτίμησης της κυβέρνησης Σρέντερ (έκανε λόγο για αύξηση του ΑΕΠ κατά 0,5%) όσο και των προβλέψεων των αναλυτών (0,3%).

Χάρη στις εξαγωγές γερμανικών προϊόντων κατάφερε η οικονομία να σημειώσει, το 2002, ανάπτυξη καθώς «χωρίς αυτή τη συνεισφορά, η χώρα θα έβλεπε το ΑΕΠ της να συρρικνώνεται κατά 1,3%", επισήμανε ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Στατιστικής Υπηρεσίας, Γιόχαν Χάλεν, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου.

Οι δαπάνες των γερμανικών νοικοκυριών μειώθηκαν κατά μέσον όρο κατά 0,5%, ενώ το 2001 είχαν αυξηθεί κατά 1,5% σε σχέση με το 2000. Οι κυβερνητικές δαπάνες σημείωσαν αύξηση κατά 1,5%.

Δε δόθηκαν στη δημοσιότητα ακριβή στοιχεία για το τέταρτο τρίμηνο του 2002, αλλά ο οικονομολόγος της Ομοσπονδιακής Στατιστικής Υπηρεσίας Νόρμπερτ Χάρτμαν δήλωσε ότι καταγράφηκε μηδενικός ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης.

Ο αναιμικός αυτός ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας εκτίναξε το δημόσιο χρέος στη Γερμανία στο 3,7% του ΑΕΠ (77,2 δισ. ευρώ) έναντι 57,5 δισ. ευρώ ή το 2,8% του ΑΕΠ, το 2001. Οπως σημειώνουν οι «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς», οικονομολόγοι στο Βερολίνο φοβούνται ότι το γερμανικό δημόσιο έλλειμμα θα υπερβεί και φέτος το όριο του 3% που θέτει το Σύμφωνο Σταθερότητας.

Σε ανακοίνωσή του, το υπουργείο Οικονομίας και Εργασίας της Γερμανίας απέδωσε τα απογοητευτικά νούμερα στο ότι «η διευρυνόμενη αντιπαράθεση στο Ιράκ και η επιδείνωση των προοπτικών στις ΗΠΑ οδήγησαν επενδυτές και καταναλωτές σε επιφυλακτική στάση».

Τονίζεται, όμως, στην ανακοίνωση πως δεν υπάρχουν λόγοι που να δικαιολογούν απαισιοδοξία καθώς «σημαντικοί δείκτες, όπως οι παραγγελίες βιομηχανικών προϊόντων και η βιομηχανική παραγωγή, παρέχουν ήδη ενδείξεις τάσης βελτίωσης της γερμανικής οικονομίας».

Η επίσημη πρόβλεψη της κυβέρνησης για το 2003 κάνει λόγο για ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας 1,5%, αλλά, την περασμένη βδομάδα, ο Βόλφγκανγκ Κλέμεντ παραδέχτηκε ότι το νούμερο αυτό θα αναθεωρηθεί προς τα κάτω (στο 1%, σύμφωνα με πηγές των υπουργείων Οικονομίας και Οικονομικών).

Ας σημειωθεί ότι και τα έξι κυριότερα γερμανικά ινστιτούτα που παρακολουθούν την οικονομική συγκυρία συμφωνούν για ρυθμό 1% - ή και βραδύτερο - ανάπτυξης της γερμανικής οικονομίας το 2003.

Μόλις την περασμένη βδομάδα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε από τη γερμανική κυβέρνηση να συμμορφωθεί με όρους του Συμφώνου Σταθερότητας προκειμένου να περιορίσει δραστικά τις δαπάνες της και να επαναφέρει το έλλειμμα των τρεχουσών συναλλαγών κάτω από το 3%. Η Κομισιόν απαιτούσε την άμεση λήψη μέτρων από τη γερμανική κυβέρνηση έως τις 21 του Μάη, καθώς το έλλειμμα του 2002 αναμενόταν να φτάσει το 3,7% και αποτελεί έμμεση προειδοποίηση και προς τη Γαλλία και την Ιταλία, που επίσης βρίσκονται σε οριακό σημείο. Ηδη παρόμοια επίσημη προειδοποίηση έχει γίνει και προς την Πορτογαλία.

Σύμφωνα πάντως με τον επίτροπο νομισματικών υποθέσεων, Pedro Solbes, μία επιβολή προστίμου στη Γερμανία είναι ακόμη αρκετά μακριά, καθώς ο «μηχανισμός» προειδοποίησης των χωρών-μελών για αποκλίσεις από το Σύμφωνο προβλέπει και δεύτερη αντίστοιχη απόφαση-προειδοποίηση, πριν την οριστική «καταδίκη» και την επιβολή προστίμων.


ΚΕΙΜΕΝΑ:
Δάνης ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

Οι πετρελαϊκές εταιρίες ετοιμάζονται για «μπίζνες» στο Ιράκ

Με το ενδεχόμενο πολεμικών επιχειρήσεων κατά του Ιράκ, πετρελαϊκές εταιρες αρχίζουν να σχεδιάζουν και να προετοιμάζονται για την ημέρα εκείνη που μπορεί τελικά να έχουν την ευκαιρία να βάλουν στο χέρι τα πλούσια κοιτάσματα του Ιράκ.

Σύμφωνα με άρθρο της εφημερίδας «Γουόλ Στριτ» της 14ης Γενάρη: «Ανώτατα επιχειρηματικά στελέχη συζητούν με αξιωματούχους της κυβέρνησης Μπους, παράγοντες του υπουργείου Αμύνης και του Στέιτ Ντιπάρτμεντ προκειμένου να αξιολογήσουν τις πιθανότητες δραστηριοτήτων της πετρελαϊκής βιομηχανίας στο Ιράκ έπειτα από έναν ενδεχόμενο πόλεμο, αναφέρουν κύκλοι της βιομηχανίας». Εχοντας πετρελαϊκά αποθέματα που είναι τα δεύτερα σε μέγεθος μετά τα σαουδαραβικά, το Ιράκ μπορεί να προσφέρει στη διεθνή βιομηχανία πετρελαίου τεράστιες δυνατότητες σε περίπτωση ανατροπής του Σαντάμ Χουσεΐν. Ωστόσο, τα πρώτα «λάφυρα» πιθανότατα θα πάνε σε εταιρίες, η λειτουργία των οποίων είναι αναγκαία για να διατηρηθεί η ροή του ιρακινού πετρελαίου, ιδιαίτερα αν υπάρξουν περαιτέρω πλήγματα στη διάρκεια του πολέμου. Εταιρίες παροχής πετρελαϊκών υπηρεσιών, όπως η Halliburton Co., όπου έχει υπηρετήσει ως διευθύνων σύμβουλος ο νυν αντιπρόεδρος Ντικ Τσένεϊ και η Schlumberger Ltd. είναι τα «φαβορί» για σύναψη συμβολαίων ύψους μέχρι και 1,5 δισ. δολαρίων με στόχο την αναβάθμιση φρεάτων πετρελαίου και αγωγών γύρω από εγκαταστάσεις παραγωγής, σύμφωνα με έκθεση της Deutsche Bank. Φυσικά, οι μεγάλοι από το χώρο του πετρελαίου και του φυσικού αερίου δε βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση. «Το Ιράκ είναι εν δυνάμει πλούσιο», δηλώνει ο Φαντχίλ Χαλαμπί, πρώην γενικός γραμματέας του ΟΠΕΚ που σήμερα είναι ανώτατο στέλεχος του Κέντρου Διεθνών Ενεργειακών Μελετών στο Λονδίνο, και προσθέτει: «Θα υπάρχει χώρος για όλους»...!



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ