ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 26 Γενάρη 2003
Σελ. /32
ΔΙΕΘΝΗ
ΙΣΡΑΗΛΙΝΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ
Αβέβαιη η «επόμενη μέρα»

Με δολοφονίες, κατεδαφίσεις σπιτιών, τρομοκρατία ενάντια στους Παλαιστινίους και σκάνδαλα πηγαίνει στις εκλογές ο Α. Σαρόν

Associated Press

Με δολοφονίες, κατεδαφίσεις σπιτιών, τρομοκρατία ενάντια στους Παλαιστινίους και σκάνδαλα πηγαίνει στις εκλογές ο Α. Σαρόν
Στις κάλπες προσέρχονται οι Ισραηλινοί ψηφοφόροι, την Τρίτη, δίνοντας τέλος στην, πιθανότατα, πιο περιπετειώδη προεκλογική εκστρατεία που έζησε ποτέ η χώρα. Μια προεκλογική εκστρατεία που, εκτός από το μείζον θέμα της συνεχιζόμενης δεύτερης Ιντιφάντα που έχει σημαδέψει με τον αιματηρότερο τρόπο τα τελευταία δύο χρόνια, χαρακτηρίστηκε από τη δίνη των σκανδάλων χρηματισμού που έπληξαν το κυβερνών κόμμα Λικούντ και τον πρωθυπουργό Αριέλ Σαρόν.

Ο απερχόμενος πρωθυπουργός φέρεται να χρηματοδότησε την προηγούμενη προεκλογική του εκστρατεία με μυστικά κονδύλια, τα οποία προμηθεύτηκε από στρατιωτική εταιρία. Στη συνέχεια φέρεται να προσπάθησε να «επιστρέψει» τα συγκεκριμένα χρήματα με δάνειο που έλαβε από Εβραίο Νοτιοαφρικανό επιχειρηματία. Το τι ακριβώς συνέβη αναμένεται να ξεκαθαριστεί στις δικαστικές αίθουσες.

Εντούτοις, δεν είναι το μόνο σκάνδαλο που πλήττει το Λικούντ. Αμέσως μετά τη διαδικασία εκλογής της νέας Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος, στα τέλη Νοέμβρη, ήρθε στο φως σειρά καταγγελιών για χρηματισμό μελών του κόμματος από διάφορα πρόσωπα, ανάμεσα στα οποία και γνωστά ονόματα του υποκόσμου, προκειμένου να προκριθούν συγκεκριμένα στελέχη στην ηγεσία του κόμματος. Και αυτή η υπόθεση έχει πάρει το δρόμο της δικαιοσύνης. Παρ' όλα αυτά, ανάμεσα στους υποψηφίους του Λικούντ φιγουράρουν ονόματα όπως του ενός γιου του Σαρόν, που εμπλέκεται στο πρώτο σκάνδαλο, ή της κόρης γνωστού ιδιοκτήτη καζίνο που εμπλέκεται στο δεύτερο.


Associated Press

Ο θόρυβος των σκανδάλων, που έφθασε στο απόγειό του με τη διακοπή στον τηλεοπτικό αέρα, μετά από εντολή του προέδρου της Κεντρικής Εκλογικής Επιτροπής, «απολογητικής» συνέντευξης Τύπου του Αριέλ Σαρόν, επισκίασε, ουσιαστικά, κάθε άλλη πτυχή της πολιτικής αντιπαράθεσης. Αντίθετα, όμως, από ό,τι θα ανέμενε κανείς, ο Σαρόν και το κόμμα του δεν υπέστησαν, στα μάτια της κοινής γνώμης, την πανωλεθρία που προμηνυόταν.

Ο «πλέον αποτυχημένος»

Ο όρος «παταγώδης αποτυχία» δεν αρκεί, σύμφωνα με τον αρθρογράφο της «Γιεντότ Αχρονότ», Ναούμ Μπαρνέα, για να χαρακτηρίσει τη δίχρονη πρωθυπουργική θητεία του Σαρόν. Η επιλογή της σκληρής στρατιωτικής οδού στην επίλυση της ισραηλινο-παλαιστινιακής κρίσης και η επανακατοχή των παλαιστινιακών εδαφών οδήγησαν σε πρωτοφανή επίπεδα τη βία στην περιοχή. Απορρίπτοντας κάθε δυνατότητα πολιτικής επίλυσης, ο Αριέλ Σαρόν οδήγησε τον ισραηλινό λαό σε μια διαρκή κατάσταση ανασφάλειας που καταβαράθρωσε την οικονομία, έστειλε στο δρόμο της ανεργίας χιλιάδες Ισραηλινούς, κατέστρεψε έναν από τους ισχυρότερους τομείς της ισραηλινής οικονομίας: τον τουρισμό.

Παράλληλα, αυξήθηκαν τα κονδύλια για το στράτευμα και τα ασφυκτικά μέτρα ασφαλείας σε όλη τη χώρα, ενώ περικόπηκαν κοινωνικές παροχές και βοηθήματα προς τα ασθενέστερα οικονομικά στρώματα, τη στιγμή που αυξήθηκαν τα κονδύλια για τους εποικισμούς. Κι όλα αυτά, ενώ το κύριο σύνθημά του το 2001 ήταν ότι θα πετύχει τον τερματισμό της βίας μέσα σε 100 ημέρες. Διεκδικώντας, εκ νέου, την πρωθυπουργία ο Σαρόν, ουσιαστικά, δεν προτείνει τίποτε καινούριο σε κανέναν τομέα πέρα από τις γενικόλογες διακηρύξεις του περί «καταρχήν αποδοχής» ενός - μάλλον μόνο στα χαρτιά - παλαιστινιακού κράτους. Αντίθετα, μια επικράτησή του προμηνύει πολύ χειρότερες μέρες για τον παλαιστινιακό και για τον ισραηλινό λαό.


Associated Press

Η έλλειψη, όμως, ξεκάθαρου σταθερού πολιτικού λόγου και η κρίση πολιτικής αξιοπιστίας που διέρχεται το δεύτερο ισχυρότερο κόμμα, το Εργατικό, μοιάζει να ανοίγει στον Σαρόν την πόρτα για μια δεύτερη θητεία. Η δίχρονη κυβερνητική συνεργασία των Εργατικών με το Λικούντ είχε πολλαπλές συνέπειες, που το Εργατικό Κόμμα δε φαίνεται, ακόμη τουλάχιστον, ικανό να υπερκεράσει. Με τη συναίνεσή του στην άσκηση τόσο αυταρχικής στρατιωτικής πολιτικής, συνέβαλε στην άνευ προηγουμένου συντηρητικοποίηση της ισραηλινής κοινής γνώμης, που, με συντριπτική πλειοψηφία, μοιάζει να έχει κάνει στροφή προς την ακροδεξιά.

Τη σύγχυση στο χώρο των παραδοσιακών ψηφοφόρων των Εργατικών ενέτεινε και η ίδια η εκλογή στην ηγεσία του Αμράμ Μίτζνα. Ο πρώην στρατιωτικός διοικητής της Δ. Οχθης (κατά τη διάρκεια της πρώτης Ιντιφάντα) και νυν δήμαρχος της Χάιφα, ο οποίος είχε απειλήσει με αποχώρηση από το στρατό αν δεν τιμωρηθεί ο Σαρόν για τις σφαγές στους καταυλισμούς Σάμπρα και Σατίλα το 1982, κατέστησε σαφές, εξαρχής, ότι τάσσεται υπέρ του διαλόγου με τους Παλαιστινίους, υπέρ μιας μονομερούς αποχώρησης και διάλυσης των εποικισμών από τη Λωρίδα της Γάζας και, αργότερα, από τη Δ. Οχθη, και κατά μιας νέας κυβερνητικής συνεργασίας με το Λικούντ.

Οι θέσεις του, σύμφωνα με δημοσκοπήσεις, βρίσκουν σύμφωνη την πλειοψηφία των Ισραηλινών, που όμως δηλώνουν ότι δεν πιστεύουν πως θα τηρήσει τις δεσμεύσεις του. Ο κυριότερος, ίσως, λόγος της αποτυχίας του Μίτζνα να πείσει έγκειται στο ίδιο το κόμμα του και στους ίδιους τους υποψηφίους του. Στις λίστες του Εργατικού Κόμματος συμπεριλαμβάνονται αρκετά από τα γνωστότερα «γεράκια» του κόμματος. Ο ίδιος δεν εμφανίστηκε τόσο κατηγορηματικός στις προθέσεις του και παλινώδησε, κάνοντας υποχωρήσεις ήδη από τις προεκλογικές του ομιλίες, πιεζόμενος από στελέχη των Εργατικών, που προσβλέπουν σε μια νέα κυβερνητική συνεργασία με το Λικούντ.

Με τη διστακτική στάση, ο Μίτζνα έχασε σε δημοτικότητα τόσο από τον συντηρητικοποιημένο κεντρώο χώρο που διεκδικεί και το Λικούντ, αλλά, κυρίως, από την παραδοσιακή δεξαμενή ψήφων των Εργατικών, που δεν είναι άλλη από την ευρύτερη αριστερά, τα φιλειρηνικά κινήματα, οι Ισραηλινοί Αραβες. Λίγες, μόλις, ημέρες πριν την κάλπη και ενώ ο Μίτζνα δέχεται πυρά από όλες τις πλευρές για «ασάφεια», μια δημοσκόπηση υποστήριζε ότι το Εργατικό Κόμμα θα πετύχαινε «άνετη νίκη αν επικεφαλής του ήταν ο παλαίμαχος Σιμόν Πέρες», εκτίμηση που, αν και εντελώς θεωρητική, ενέτεινε τις πιέσεις προς τον δήμαρχο της Χάιφα.

Σε ποιον ο καθοριστικός ρόλος;

Στις εκλογές της 28ης Γενάρη συμμετέχουν 30 κόμματα με τα 15 να εμφανίζονται ως σοβαροί διεκδικητές εδρών στην 120μελή Κνέσσετ. Το Λικούντ προηγείται, στις σφυγμομετρήσεις, διεκδικώντας 32 έδρες, έναντι 19 που κατείχε και 42 που φερόταν να εξασφαλίζει όταν άρχισε η προεκλογική εκστρατεία. Το Εργατικό Κόμμα φέρεται να μειώνει την κοινοβουλευτική του παρουσία σε 19, από 25 έδρες που έχει σήμερα. Τις δυνάμεις τους φαίνεται να διατηρούν το κόμμα των εποίκων «Εθνικό Θρησκευτικό» (5 έδρες), το θρησκευτικό «Ενωτικό Τοράχ Ιουδαϊσμός» (4 έδρες) και το εθνικιστικό «Χερούτ» (1 έδρα) που έχει ως υποψήφιο και ένα στέλεχος του απαγορευμένου αντιαραβικού κινήματος Καχ, παρά την περί του αντιθέτου γνωμοδότηση του προέδρου της Κεντρικής Εκλογικής Επιτροπής.

Οι έδρες μειώνονται, με βάση τις εκτιμήσεις πάντα, για το ισχυρότερο θρησκευτικό κόμμα «Σας» από 17 σε 10, για το δεξιό «Γίσραελ Μπα'Αλίγια» των μεταναστών από τη Ρωσία από 4 σε 3, για το αριστερό «Μέρετζ» που ενισχύθηκε με την παρουσία του «αρχιτέκτονα του Οσλο» Γιόσι Μπεϊλίν και υποστηρίζει την ειρήνη με τους Παλαιστινίους, με πρωτεύουσα και των 2 κρατών την Ιερουσαλήμ (από 10 σε 7), για την «Ενωτική Αραβική Λίστα» (από 5 σε 4) και για το συνασπισμό κομμάτων «Χαντάς - Τα' αλ», που υποστηρίζεται από το ΚΚ Ισραήλ και συμμετέχει ο Ισραηλινός Αραβας βουλευτής Αχμέντ Τίμπι (από 4 σε 3). Ενισχυμένα εκτιμάται ότι θα εξέλθουν από την κάλπη το ακροδεξιό «Εθνική Ενωση-Ισραήλ, η πατρίδα μας» (από 7 σε 9), το «Ενα Εθνος» που επικεντρώνει σε κοινωνικά οικονομικά ζητήματα και τάσσεται υπέρ μεγαλύτερων κοινωνικών παροχών (από 2 σε 3), και το παναραβικό κίνημα «Μπάλαντ» με επικεφαλής τον Αζμι Μπισάρα (από 1 σε 2).

Ο μεγαλύτερος κερδισμένος των πρόωρων εκλογών, μέχρι στιγμής, φαίνεται να είναι το κεντρώο «Σινούι», το οποίο έχει θέσει ως κυρίαρχο αίτημά του τη σύσταση «κοσμικής κυβέρνησης και την απαλλαγή της πολιτικής σκηνής από θρησκευτικά κόμματα». Εμφανίζεται «σχετικά διαλλακτικό» απέναντι στους Παλαιστινίους και υπερασπιστής της νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Το «Σινούι» με τις 15 έδρες που εκτιμάται να εξασφαλίσει, αντί 9 που έχει σήμερα, αναμένεται να αναλάβει και τον κεντρικό ρόλο στη σύσταση νέας κυβέρνησης, αφού το Λικούντ προηγείται, αλλά δε μοιάζει ικανό να εξασφαλίσει την αναγκαία πλειοψηφία για να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση.

Είναι, όμως, απορίας άξιον πώς τα δύο κόμματα θα μπορέσουν να συμπράξουν με δεδομένη την κάθετη άρνηση του «Σινούι» για συνεργασία με τα θρησκευτικά ακροδεξιά κόμματα, που είναι, όμως, οι σταθεροί υποστηρικτές του Αριέλ Σαρόν. Ο απερχόμενος πρωθυπουργός δε φαίνεται να αποκλείει ούτε την πρόταση συνεργασίας προς τους Εργατικούς, βασιζόμενους στις φιλοδοξίες των εσωκομματικών αντιπάλων του Μίτζνα. Ομως, ούτε αυτή η προοπτική μοιάζει αρκετά πιθανή. Ισως, γι' αυτό το λόγο, αρκετοί αναλυτές δεν αποκλείουν να υπάρξει και νέα προσφυγή στις κάλπες, που θα αποβεί καταστροφική τόσο για την ισραηλινή οικονομία όσο και για την ισραηλινο-παλαιστινιακή διένεξη, που θα παραταθεί επ' αόριστον.


Ελένη ΜΑΥΡΟΥΛΗ


ΗΠΑ - ΙΡΑΚ
Η «ντόμινο θεωρία» για την «αναμόρφωση» της Εγγύς και της Μέσης Ανατολής

«Νεοσυντηρητικοί κύκλοι που κατέχουν θέσεις-κλειδιά στην κυβέρνηση των ΗΠΑ - ιδιαίτερα στο Πεντάγωνο - επιδιώκουν μια πλήρη αναμόρφωση όλης της Εγγύς και Μέσης Ανατολής. Το Ιράν - μετά το δεύτερο πόλεμο κατά του Ιράκ - είναι ο επόμενος στόχος, αλλά και η Συρία και ο Λίβανος όπως και η Σαουδική Αραβία είναι στην ημερήσια διάταξη».

Αυτή είναι η γνώμη του Knut Mellenthin, Γερμανού δημοσιολόγου, σε ολοσέλιδο άρθρο του, δημοσιευμένο στη «Neues Deuthchland» (18/19 Γενάρη).

Αφού διαπραγματεύεται το θέμα διεξοδικά, ο συγγραφέας καταλήγει στο συμπέρασμα: «Η θέση των στρατηγών των ΗΠΑ ότι οι λαοί στην Εγγύς και στη Μέση Ανατολή αναμένουν την "απελευθέρωσή τους" από τα βομβαρδιστικά και τις Ειδικές Δυνάμεις των ΗΠΑ, παραγνωρίζει την πραγματικότητα». Ακόμα και στο Αφγανιστάν, όπου οι Αμερικανοί μπορούσαν να στηριχτούν σε μια τεράστια προκαταβολή εμπιστοσύνης - λόγω της πολύχρονης υποστήριξης των πολέμαρχων φονταμενταλιστών κατά του σοβιετικού στρατού - αλλάζουν οι διαθέσεις σημαντικά. Ο στρατός των ΗΠΑ δρα στο Αφγανιστάν σαν εκτός δικαίου στρατός κατοχής, έχει κάνει εκατοντάδες αυθαίρετες συλλήψεις και απαγωγές, για τις οποίες δε δίνει λόγο στις αφγανικές αρχές. Τώρα ετοιμάζουν πόλεμο και κατά των παστουνικών περιοχών του Πακιστάν.

Η ιστορική εμπειρία μιλάει για το γεγονός ότι ο δεύτερος πόλεμος κατά του Ιράκ, που τώρα αναμένεται για το Φλεβάρη, θα αυξήσει την πικρία σε όλα τα ισλαμικά κράτη για τον τρόπο ενέργειας των ΗΠΑ που τον νιώθουν σαν αλαζονικό, μονόπλευρο και ανυπολόγιστο. Τρομοκρατικές πράξεις εναντίον των Αμερικανών, των ΗΠΑ και των Ευρωπαίων θα αυξηθούν μελλοντικά πάρα πολύ από άποψη αριθμού και διάστασης. Εως τώρα πάνω από 90% των «ισλαμικών» αποπειρών στον κόσμο γίνονται από Παλαιστίνιους σε στενό συσχετισμό με την τοπική σύγκρουση. Αυτό σημαίνει όμως ότι υπάρχει τεράστιο δυναμικό και για μια παγκόσμια κλιμάκωση. Ταυτόχρονα θα οξυνθούν οι τοπικές συγκρούσεις μεταξύ μουσουλμάνων και οπαδών άλλων θρησκειών (στο Κασμίρ, στις Φιλιππίνες, στη Νιγηρία κ.α.). Ολα αυτά πάλι θα χρησιμοποιηθούν σαν επιχείρημα από εκείνους που σήμερα αντιπροσωπεύουν με όλα τα δημοσιογραφικά μέσα τη θέση ότι ο κύριος εχθρός δεν είναι η τρομοκρατία, αλλά «το επιθετικό Ισλάμ».

Ο Μελεντίν στηρίζεται στα εξής επιχειρήματα για τις επιδιώξεις των ΗΠΑ να «αναμορφώσουν όλη την Εγγύς και Μέση Ανατολή»: Στις ΗΠΑ κάνει το γύρο μια νέα «θεωρία του ντόμινο». Οι υποστηρικτές της ισχυρίζονται ότι «η απελευθέρωση» του Ιράκ θα έχει τεράστια ενθαρρυντική επίπτωση στο Ιράν και θα επιταχύνει την ανατροπή της δικτατορίας των μουλάδων. Επίσης, το καθεστώς της Συρίας, ενσφηνωμένο μεταξύ Ισραήλ και φιλοδυτικών κοινωνιών στην Ιορδανία, στο Ιράκ και στο Ιράν, δε θα μπορούσε να αντέξει πολύ χρόνο. Κατόπιν, σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, θα κατέρρεε η κυριαρχία των Σαουδαράβων, επειδή η κατοχή του Ιράκ, με τα δεύτερα κατά σειρά κοιτάσματα πετρελαίου στον κόσμο, θα μείωνε την οικονομική σημασία του πετρελαίου της Σαουδικής Αραβίας. Μια άλλη συνέπεια της θεωρίας του ντόμινο θα ήταν ότι οι Παλαιστίνιοι θα έχαναν σχεδόν κάθε υποστήριξη με συνέπεια την αντικατάσταση του Αραφάτ με μια εντελώς νέα γαρνιτούρα υποτακτικών πολιτικών και μια «ειρήνη» στα μέτρα του Αριέλ Σαρόν.

Οι ΗΠΑ, σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, δε θα 'πρεπε να κάνουν τίποτα περισσότερο από το να υποστηρίξουν γενναιόδωρα αντιπολιτευτικά κινήματα στον αραβικό χώρο. Ιστορικό πρότυπο, λένε, είναι η ανατροπή των σοσιαλιστικών κρατών και η αποσύνθεση της Σοβιετικής Ενωσης. Οι θεωρητικοί αυτοί παραβλέπουν όμως τη σημαντικότερη διαφορά των δύο καταστάσεων: Οτι ενώ στην Ανατολική Ευρώπη και στη Σοβιετική Ενωση ήταν πλατιά διαδομένες οι αυταπάτες για τις ΗΠΑ, στον ισλαμικό κόσμο υπερτερούν σχεδόν παντού αντιπάθεια και δυσπιστία απέναντι στις ΗΠΑ.

Η πραγματική κεφαλή αυτού του νεοσυντηρητικού δικτύου, που εργάζεται προς την κατεύθυνση της «αγοράς των καθεστώτων» σε όλη την Εγγύς και τη Μέση Ανατολή, είναι ο Richard Perle, πρόεδρος του Defense Policy Board (Γραφείο Αμυντικής Πολιτικής), μιας συμβουλευτικής επιτροπής του Πενταγώνου, με επιρροή. Ο Perle σε συνομιλία με την εφημερίδα Zeit (σ.σ. του Αμβούργου) στις 5 του Δεκέμβρη 2002 είχε πει: «...Αν επιτύχουμε να ειρηνοποιήσουμε τη χώρα (το Ιράκ) και να οικοδομήσουμε μια σταθερή δημοκρατική κυβέρνηση, τότε μέσα σ' αυτό βρίσκεται τεράστιο δυναμικό να ενθουσιάσουμε και άλλους λαούς». Αλλά είναι δύσκολο να κατανοηθεί γιατί θα επιτύχουν οι ΗΠΑ ακριβώς στο Ιράκ αυτό που στο Αφγανιστάν μετά την ανατροπή των Ταλιμπάν δεν το επιχείρησαν και πολύ περισσότερο δεν το πέτυχαν.

Ο συγγραφέας αυτού του άρθρου επικαλείται και τις ακόλουθες πηγές. Ειδικά για τις σχέσεις ΗΠΑ- Σαουδικής Αραβίας αναφέρει η «Wall Street Journal» (30/10/2001) ότι η Σαουδική Αραβία είναι «η κύρια πηγή της χρηματοδότησης της "Αλ Κάιντα" και ότι αν στη χώρα αυτή ανερχόταν στην εξουσία ένα "ριζοσπαστικότερο καθεστώς", τότε έμπαινε άμεσα το ζήτημα της κατάληψης των πετρελαιοπηγών από τις ΗΠΑ».

Με το ίδιο θέμα ασχολήθηκε και μια εισήγηση του Laurent Murawiec, ενός αναλυτή της συντηρητικής «φάμπρικας σκέψεων» Rand, στο προαναφερόμενο γραφείο Defence Policy Board στις 10 του Ιούλη 2001, για την οποία ορισμένες πληροφορίες δημοσίευσε η «Ουάσιγκτον Ποστ» (6 και 7 του Αυγούστου 2002). Κατά τον Murawiec, οι ΗΠΑ θα 'πρεπε να θέσουν στη Σαουδική Αραβία τελεσίγραφο και να απαιτούν μεταξύ άλλων την παύση της υποστήριξης φονταμενταλιστών εξτρεμιστών σε όλο τον κόσμο. Την παύση αντιαμερικανικών, αντιισραηλινών και γενικά αντιδυτικών θέσεων και στην περίπτωση της μη συμμόρφωσης την κατάληψη των σαουδαραβικών πετρελαιοπηγών και την κατάσχεση των σαουδαραβικών καταθέσεων στο εξωτερικό.

Ο Αμερικανός ΥΠΕΞ, Κόλιν Πάουελ, έσπευσε να διαβεβαιώσει τον Σαουδάραβα ομόλογό του ότι η γνώμη του Murawiec δεν εκπροσωπεί τη γνώμη του Προέδρου και της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Είναι όμως γεγονός ότι η εισήγηση Murawiec υπάρχει στο διαδίκτυο (Internet) υπό τα στοιχεία www.d-n-i.net/fcs/comments/c457.htm.

Η νέα στρατηγική του Ισραήλ

Για την αμερικανόπνευστη πολιτική του Ισραήλ ο Knut Mellnthin γράφει: «Κεντρικά σημεία της πορείας για μια γενική αλλαγή καθεστώτων» στην Εγγύς και στη Μέση Ανατολή βρίσκονται ήδη σε μια μελέτη του έτους 1996. Μετά τη δολοφονία του Ισραηλινού πρωθυπουργού Γιτζάκ Ράμπιν το 1995 και λίγες βδομάδες μετά τη νίκη του Μπενιαμίν Νετανιάχου στις εκλογές της 28ης του Μάη του 1996, το ισραηλινο-αμερικανικό Ινστιτούτο προηγμένων στρατηγικών και πολιτικών σπουδών (Institu for advenced strategic and political studies) υπέβαλε στον Νετανιάχου ένα σχέδιο γενικής αναμόρφωσης της ισραηλινής εξωτερικής πολιτικής. Το σχέδιο είχε συνταχθεί από εφταμελή επιτροπή με επικεφαλής τον Richard Perle και πρότεινε «μια νέα ισραηλινή στρατηγική πριν το 2000», τελείως αντίθετη από την πολιτική του Ράμπιν. Μερικές συστάσεις του σχεδίου εκείνου αποτελούν ουσιαστικά στοιχεία της τωρινής «επαναστατικής αναδιάρθρωσης» όλης της Εγγύς και Μέσης Ανατολής:

  • Στενή συνεργασία του Ισραήλ με την Τουρκία και την Ιορδανία.
  • Συγκέντρωση του Ισραήλ στο ζήτημα της ανατροπής του Σαντάμ Χουσεΐν και υποστήριξης της βασιλικής οικογένειας της Ιορδανίας για την επανάκτηση του ιρακινού θρόνου (που κατείχε έως το 1958).
  • Ριζική αλλαγή των σχέσεων του Ισραήλ με τους Παλαιστίνιους και (μαζί με την Ιορδανία) εξεύρεση εναλλακτικής λύσης στο ζήτημα Αραφάτ.
  • Το Ισραήλ να σταματήσει τις διαπραγματεύσεις με τη Συρία για επιστροφή των υψωμάτων του Γκολάν και να ενεργεί αεροπορικές επιθέσεις εναντίον συριακών περιοχών.

Αυτό το σχέδιο του 1996 δείχνει πόσο λίγο σχετίζεται η στρατηγική της «καθεστωτικής αλλαγής» (στην Εγγύς και Μέση Ανατολή) με τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης του Σεπτέμβρη 2001.


Θανάσης ΒΟΡΕΙΟΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ