Σειρά βιβλίων και άρθρων του γύρω από τον τουρισμό τον καθιέρωσαν ως θεμελιωτή της τουριστικής επιστήμης στη χώρα μας. Πολλές από τις εργασίες του έχουν δημοσιευτεί στη Γαλλία και στην Ιταλία. Εκτός από το χώρο της επιστήμης, έχει ασχοληθεί και με τα Γράμματα. Εχει δημοσιεύσει διηγήματα και έχει εκδώσει λογοτεχνικά βιβλία στον τομέα της ταξιδιωτικής πεζογραφίας.
Μικρό, άβολο χωριουδάκι, το Πεντάλοφο, τους δυσκόλεψε απ' την πρώτη κιόλας μέρα. Αγέλαστο και θλιμμένο, κι όσο κυλούσε ο καιρός, δειχνόταν ακόμα πιο παγερό. Στερημένο τα χαροκόπια της νιότης απ' την καταραμένη κείνη μέρα της Κατοχής, που Γερμανοί ναζήδες στήσαν τα παλικάρια και γιόμισε αίματα η ρεματιά, το χωριό μαυρομαντιλοδέθηκε κι έμεινε ίσαμε τώρα πένθιμο και θλιμμένο, κρυφοκοιτώντας πίσω από τα παραθύρια. Οι γέροι κι οι γριές που είχαν απομείνει, καθώς τα παλικάρια κι οι κοπελιές είχαν ξανά αρματωθεί, δε θέλανε πάρε - δώσε με το στρατό. Μόνο οι ΜΑΥδες, ξεθαρρεμένα απομεινάρια της προδοσιάς τους, μεθοκοπούσαν ολημερίς κι αλυχτούσαν σαν κοπρόσκυλα με κρεμασμένες τις αραβίδες τους, για ν' αποδιώχνουν το φόβο που τους έφερναν κείνα τα καλέσματα με το χωνί από τ' αντίπερα κορφοβούνι της καπετάνισσας Κατερίνας, νυχτιάτικα, και τους τάραζε τον ύπνο.
Κι οι κιοτήδες της γερμανικής κατοχής, σαν το όρνιο που παραμονεύει ν' αρπάξει το θύμα του, δεν άργησαν να οσμιστούν τους μπαϊλντισμένους φαντάρους. Κι ως γίνεται στις τέτοιες περιστάσεις, γυροφέρνανε ύπουλα, έτοιμοι να βρουν την ευκαιρία να χώσουν το χέρι τους στην τσέπη του φαντάρου. Φορώντας τη μάσκα του «εθνικόφρονα», γρήγορα πήραν θάρρητα και στα πεταχτά αδειάσανε ένα αχούρι, στήσανε κάτι πάγκους και καρέκλες, κρεμάσανε «κυανόλευκα σημαιάκια» και ξεκίνησαν τη λωποδυσιά τους με δόλωμα τη σουβλιστή γκιόσα και το νοθευμένο τσίπουρο. Ετσι, λοιπόν, και στήθηκε τούτο το καπηλειό στο παντέρημο Πεντάλοφο, φαντάροι κι αξιωματικοί συνταιριάστηκαν μαζί του και ξέδιναν στο πιοτί και το κουβεντολόγι.
Σαν ο πόλεμος δεν κινάει από αμάχη για τον αντίπαλο κι άλλοι σε σούρνουν στο μακέλεμα για δικό τους νιτερέσο, η απροθυμία κυκλώνει την καρδιά σου και την κάνει να αντιστέκεται. Για τούτο το λόγο, η ψυχή των φαντάρων δεν μπόρεσε να συμβιβαστεί μ' ένα τέτοιο αδερφοφάγωμα, που άλλοι το προκαλέσανε για δικούς τους άνομους σκοπούς και συμφέροντα. Ο νους των φαντάρων έδειχνε ν' αρνιέται να βυζάξει ψυχανεμίσματα από τα ισχνά μαστάρια της προπαγάνδας του μοναρχοφασισμού και των γερακιών του ιμπεριαλισμού.
Αναγούλιαζαν με τα δονκιχωτικά φερσίματα των γαλονάδων και πάλευαν να πελεκίσουν δικά τους λογιάσματα. Ασυνταίριαστοι με τούτο το εγκληματικό αδερφοκυνηγητό, μάχονταν να κρατήσουν την ψυχή τους αμόλευτη.
Οι πιότεροι φαντάροι, παιδιά του αγώνα της Εθνικής Αντίστασης, παγιδευμένοι στον «εμφύλιο», πάσκιζαν να βρουν δικά τους ξεδόματα για παρηγόρια. Κι όταν στρωνόσαν στο φαγοπότι σ' εκείνο το αχούρι, γύρευαν να χεροπιάσουν τη δικιά τους ψυχή, να την αγγίξουν και να την ησυχάσουν ότι δεν αμάρτησαν κι έμειναν απροσκύνητοι. Πώς, όμως, να μπιστευτούν τις κρύφιες τούτες σκέψεις τους στις χαροκαμένες γυναίκες του χωριού! Κείνες βλέπανε ξέμακρα τούτα τα ξεφαντώματά τους κι έδειχναν ανήμπορες για σωστά ξηγήματα. Ο νους τους, ζυμωμένος με τη θλίψη και τον πόνο, δεν τις άφηνε να σκεφτούν πονετικά. Κι οι πιτσιρίκοι, ακόμα, που τους έκαναν χάζι, ξεκόβοντας για λίγο από το παιχνίδι τους, δεν άφηναν τράτο για ξομολογήματα. Ετσι, οι φαντάροι γευόσαν μόνοι και ξεκομμένοι τις βουβές κουβέντες τους στο καπηλειό, διψασμένοι για πλησιάσματα που όμως δεν ερχόσαν. Οι λιγοστοί κάτοικοι του χωριού, με σφιγμένα τα χείλη και στεγνωμένα τα μάτια, ότι δεν κατέβαιναν άλλα δάκρυα, βαστούσαν πεισματικά την απόσταση. Μα, να, που κάποια μέρα η κυρά Σταμάτα, ξεθαρρεμένη γιατί είχε χάσει τον άντρα της στο Αλβανικό, κι ένιωθε μια συμπάθεια στους στρατιώτες, κοντοζύγωσε δυο φαντάρους, που καθόσαν στο πεζούλι της εκκλησίας και φουμάρανε αμίλητοι.
- Γεια σας παλικάρια μου και με το συμπάθιο, καλά που ήρθατε και δε θα 'ρθουνε οι κατσαπλιάδες να μας αρπάξουν το βιος. - Ποιος σας το ξέρεις αυτό γιαγιά, της λέει ο ένας φαντάρος. - Μας το είπε ο παπα - Χρήστος στην εκκλησία την Κυριακή στο κήρυγμα, αποκρίνεται η γερόντισσα. Κι αποσώνοντας την κουβέντα, σήκωσε την ποδιά της να σφουγγίσει τάχατες τη μύτη της.
- Εχεις μεγάλο βιος, γιαγιά, της πέταξε ο άλλος φαντάρος κάπως ειρωνικά κι έριξε μια φτυσιά κατάχαμα.
Η κυρά Σταμάτα φάνηκε να μην περίμενε τούτη την κουβέντα. Γιατί στο άκουσμά της απόμεινε να κοιτάει μια τον ένα φαντάρο και μια τον απορημένο ίσαμε που έβαλε κάποια σειρά στο λογισμό της και τότες αποκρίθηκε: Μήτε μια σπιθαμή γης, παιδάκι μου. Ερμη και σκοτεινή βολοδέρνω από τη μέρα που έχασα το σύντροφό μου. Στερνά, ξερόβηξε μια δυο φορές, χαρχάλεψε αδέξια με τις παλάμες της το φουστάνι της από πάνω προς τα κάτω και δίχως να περιμένει απόκριση, έβιασε την κουβέντα της και πρόσθεσε σιγανά: Καλή της ώρα της θειας Ζαφείρως που μ' άφησε και βολεύτηκα στο κατώι της. Φαίνεται, είχε ανοίξει η όρεξη της κυρά Σταμάτας να πει κι άλλα, να ιστορήσει όλα της τα βάσανα, να ξεδιπλώσει την τυραγνισμένη της ζωή, ν' ανοίξει διάπλατα την καρδιά της σε τούτα τα φανταράκια, μ' όλη την αφέλεια της απλοϊκής χωριάτισσας, που δεν είχε ποτέ της ξεβγεί από τα τελευταία σπίτια του χωριού της μήτε ένα μέτρο. Πάνω, όμως, που πήρε να συνεχίσει την κουβέντα η κυρά - Σταμάτα την έκοψε φαντάρος: Αφού, γιαγιά, καταπώς λες δεν έχει στον ήλιο μοίρα, τότες, τι σκιάζεσαι να σου πάρουν; Ο λόγος τούτος του φαντάρου έκανε την κυρά Σταμάτα να τεντώσει το σουφωμένο λαιμό της, σαν να ήθελε να αφουγκραστεί καλύτερα την κουβέντα του. Συνάμα έφερε το κοκαλιάρικο χέρι της στο γιομάτο χαρακιές μέτωπά της κι έσιαξε το μαυρομάντιλό της λίγο προς τα κάτω, λες και γύρευε να φυλακίσει στο μυαλό της μια σκέψη που της ήρθε κείνη τη στιγμή. Στερνά, έφερε γύρα το βλέμμα της ξεταστικά, ανεβοκατέβασε με γρηγοράδα το πετσιασμένο κατωσάγονό της κι αρμονίστηκε με τα λόγια του φαντάρου: «Καλά λες, γιόκα μου, μα τούτο δε μου το ματάπε κανείς... πως σαν δεν έχω τίποτα γιατί να σκιάζουμαι». Και δίχως να πάρει ανάσα πρόσθεσε: «Μωρέ τι μας τσαμπουνάει κείνος ο ανεχόρταγος πρόεδρος κι ο παπα Χρήστος στην εκκλησιά;» και σταυροκοπήθηκε επιδειχτικά. Ακου λέει, σα θα 'ρθουν οι αντάρτες θα μας τα πάρουν όλα, αφού εγώ δεν έχω τίποτα γιατί να σκιάζουμαι, και να σεκλετίζουμαι! Ωστόσο, πήρε μια βαθιά ανάσα η κυρά Σταμάτα κι η γλώσσα της άρχισε να σούρνει τον εξάψαλμο του προέδρου του χωριού. Μίλησε για το βιος του, για τα χωράφια του, για τα σπίτια του, για τα ζωντανά του και για το πώς πήρε το ένα, πώς άρπαξε το άλλο από τους νοικοκυραίους του χωριού στον καιρό της Κατοχής. Μήτε το θεό, μήτε ανθρώπους δε στιμάρισε τότες, παλικάρια μου, με την πείνα, και τα κυνηγητά κι έγδερνε τους φαμελιάρηδες κι όσους είχαν βγει στο βουνό κι ήσαν ενάντιοι στους Γερμανούς. Ανασκαλεύοντας στο θυμητικό της, ματαθυμήθηκε τ' αλισβερίσια του και τα πάρε - δώσε με τους Γερμανούς κι απόκοντα έφερε στο νου της τα κρυφομιλήματα των συγχωριανών της, πως φταίχτης που ντουφέκισαν οι Γερμανοί το δάσκαλο και τ' άλλα παλικάρια στη ρεματιά του χωριού ήταν εκείνος. Τέτοια κι άλλα μονολογούσε η κυρα Σταμάτα για τον πρόεδρο του χωριού κι απόσωσε την κουβέντα της, θαρρείς κι ήθελε να βγάλει τ' απωθημένα της: «Τόσο καιρό ήταν καταχωνιασμένος, με την ουρά στα σκέλια και με τον ερχομό σας αψήλωσε ένα μπόι και γυρνάει τώρα με την κουμπούρα κρεμασμένη και πιλατεύει τους ανθρώπους».
Οση ώρα αράδιαζε όλα τούτα η κυρά Σταμάτα, οι δυο φαντάροι στέκαν αμίλητοι, με γυρισμένη τη σκέψη μέσα τους. Το μάτι τους πετάριζε κι έδειχνε την ανησυχία τους, γιατί ξέραν καλά ότι τ' αυτί του σπιούνου ήταν κολλημένο παντού. Από μέσα τους χαίρονταν, όμως ο φόβος τους έκανε να θέλουν να τελέψει η γριά την κουβέντα της. Μα, κείνη είχε αμολήσει τις κάνουλες του κρανίου της κι έτρεχε ανόθευτο το νάμα της αλήθειας, έλεγε, έλεγε ασταμάτητα και τα λόγια της μοιάζανε να ξεπετιούνται από τα βάθη της ψυχής της, σαν ξωτικά που όσο μέναν μέσα της τη δαιμονίζανε. Μάχονταν, τώρα, να τα ξεβγάλει στο φως, ότι μόνο έτσι θα γλίτωνε από το τυράννισμά τους. Πάσκινε ν' αρμονίσει το στόμα με την καρδιά της και να βάλει σε μια ισάδα τα λογιάσματά της. Γιατί καταπώς ο λόγος του φαντάρου έκανε να ξεμπερδευτεί κείνο που ήταν μπουρδουκλωμένο μέσα της κι έχυσε φως στο θαλάμι του μυαλού της, ξεκαθάρισαν τα κιτάπια του νου της και της δώσανε τη δύναμη να ψυχανεμιστεί το σωστό και το δίκιο. Το λόγιασμά της είχε πάρει τώρα άλλα μονοπάτια.
Η κυρά Σταμάτα για μια στιγμή ξέκοψε το νου της από τα αναγυρίσματα στον πρόεδρο κι ως να μονολογούσε στοχάστηκε αργοκουβεντιαστά: «Μωρέ, μου μοιάζει ότι θα 'ταν πιότερο καλά για μένα να ερχόσαν οι αντάρτες». Στερνά, δίχως να περιμένει μια απόκριση από τους φαντάρους για κείνο που σιγοψιθύρισε, τους χαιρέτισε και ξεμάκρυνε αργοπατητά, καθώς τα πόδια της δε βοηθούσαν να κάνει πιο γρήγορα. Στο δρόμο ίσαμε να φτάσει στο σπίτι της, διαλογιζόταν πως έπρεπε να τα ιστορήσει όλα τούτα στη θεια -Ζαφείρω. Βιαζόταν να μπιστεφτεί πως σαν θα 'ρθουν τα παλικάρια που είναι στο βουνό, με κείνο τον αψηλό καπετάνιο, το γιο της κυρά Βασίλαινας, θα του γυρέψει να της δώσουνε μια κάμαρη της ανθρωπιάς, για να μπορεί να βάλει κι ένα δυο γλάστρες με βασιλικά στο παραθύρι της. Αλήθεια, τι μοσχομυρίσματα θα έκανε το χάραμα με τη δροσιά! Τα αγαπούσε πολύ τα λουλούδια, μα πού τώρα για τέτοια.
Θα το χαρεί η θεια - Ζαφείρω, σκέφτηκε, σαν θ' άκουγε πως θα της άδειαζε και το κατώι της κι έβανε τα δυνατά της να βιάσει το περπάτημά της, μισογελώντας ευχαριστημένη.