ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 23 Φλεβάρη 2003
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΜΑΚΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Στην αντίποδα της πολιτικής των μονοπωλίων
  • Η εισήγηση του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ
  • Η πολιτική παράδοσης του τομέα της Ενέργειας στο κεφάλαιο και οι επιπτώσεις για το λαό
  • Η άποψη και οι προτάσεις του ΚΚΕ

Η αντιλαϊκή πολιτική παράδοσης των πηγών ενέργειας στο ιδιωτικό κεφάλαο, η σύγχρονη όξυνση των αντιιμπεριαλιστικών αντιθέσεων και η άποψη του ΚΚΕ, που προτάσσει συγκεκριμένα κίνητρα και στόχους για τη χάραξη και υλοποίηση μιας ριζικά διαφορετικής ενεργειακής πολιτικής, ήταν το κύριο αντικείμενο της εισήγησης του Μάκη Παπαδόπουλου, μέλους του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ.

Το πλήρες κείμενο της ομιλίας του Μ. Παπαδόπουλου έχει ως εξής:

«Κυρίες, κύριοι προσκεκλημένοι

Αγαπητοί σύντροφοι

Εκ μέρους του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ θέλω να σας ευχαριστήσω για τη συμμετοχή σας στην ημερίδα.

Αυτές τις μέρες συμπληρώνονται δύο χρόνια από την εφαρμογή της κοινοτικής πολιτικής της "απελευθέρωσης" του ενεργειακού τομέα στη χώρα μας. Σε δύο μέρες, εξάλλου, συνεδριάζουν οι αρμόδιοι υπουργοί της ΕΕ υπό την Ελληνική Προεδρία, για να καθορίσουν τα επόμενα βήματα της κοινοτικής πολιτικής. Είναι λοιπόν επίκαιρη και αναγκαία η ανίχνευση των αντικειμενικών τάσεων που εκδηλώνονται στο συγκεκριμένο τομέα καθώς και των πολιτικών επιλογών που συνδέονται με τις συγκεκριμένες τάσεις.

Για το ΚΚΕ, η αξιολόγηση κάθε ενεργειακής πολιτικής γίνεται με γνώμονα το αν εναρμονίζεται με μια συνολικότερη πολιτική που ικανοποιεί τις διευρυνόμενες λαϊκές ανάγκες. Εξετάζουμε, δηλαδή, ποιες οικονομικές συνθήκες και πολιτικοί όροι μπορούν να διασφαλίσουν την ικανοποίηση των αναγκών των εργαζομένων (για ασφάλεια της εργασίας, προστασία του περιβάλλοντος, μείωση της ενεργειακής εξάρτησης της χώρας, φτηνή λαϊκή κατανάλωση κλπ.) στο σύνολό τους, δηλαδή συνδυασμένα και όχι αποσπασματικά. Κάτω από αυτό το πρίσμα εξετάζουμε σήμερα και την πορεία της αναδιάρθρωσης του ενεργειακού τομέα σε ευρωπαϊκό και ελληνικό επίπεδο.

Ο Μ. Παπαδόπουλος
Ο Μ. Παπαδόπουλος
Αγαπητές φίλες και φίλοι,

Αναμφισβήτητα, η βασικότερη εξέλιξη στην Ευρώπη τη δεκαετία του '90 ήταν το πέρασμα του τομέα ενέργειας στην άμεση εκμετάλλευση από το ιδιωτικό κεφάλαιο και η σταδιακή απελευθέρωσή του από την εθνική κρατική προστασία. Οι βασικοί κοινοτικοί στόχοι αποσαφηνίστηκαν ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του '90 (με την έγκριση της σχετικής Λευκής Βίβλου).

Η προώθηση της επιλογής της αναδιάρθρωσης του ενεργειακού τομέα συνάντησε διαφορετικό βαθμό αποδοχής από τα κράτη - μέλη της ΕΕ, (ανάλογα και με το μέγεθος και τα μερίδια αγοράς που ελέγχουν τα αντίστοιχα εγχώρια μονοπώλιά τους). Ωστόσο, ο ενδοκοινοτικός ανταγωνισμός και οι αντιθέσεις μεταξύ των ισχυρών κρατών - μελών της ΕΕ (π.χ. οι αντιρρήσεις του γαλλικού κράτους και της EDF στους ρυθμούς και στα όρια της απελευθέρωσης) δεν αναίρεσαν την πολιτική επιλογή για ενίσχυση της ευρωενωσιακής αγοράς έναντι της αμερικανικής και της ιαπωνικής.

Ετσι προωθούνται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή οι προτάσεις τροποποίησης παλιότερων οδηγιών (π.χ. 96/92/ΕΚ) και υιοθέτησης κανονισμών που στοχεύουν στην ολοκλήρωση της ενιαίας κοινοτικής αγοράς (όπου ο κάθε καταναλωτής θα μπορεί να αγοράζει ανεμπόδιστα και με τους ίδιους όρους από οποιονδήποτε παραγωγό στη συνολική επικράτεια της ΕΕ).

Δεν είναι δύσκολο να προσδιορίσει κανείς τις αιτίες που οδήγησαν στην αλλαγή του κρατικού μονοπωλιακού χαρακτήρα του ενεργειακού τομέα. Η καπιταλιστική ανασυγκρότηση και οι δρομολογούμενες αλλαγές στοχεύουν στη μεγέθυνση της κερδοφορίας των μονοπωλίων στην ευρωζώνη. Διαμορφώνουν καλύτερες προϋποθέσεις, για να ανέβει η κερδοφορία των υπερσυσσωρευμένων κεφαλαίων.

Στο έδαφος της απελευθέρωσης, επιταχύνεται η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι δέκα μεγαλύτερες σχετικές επιχειρήσεις ελέγχουν ήδη ποσοστό μεγαλύτερο του 50% της αγοράς. Σε έγγραφο του Ευρωκοινοβουλίου υπάρχει ήδη η πρόβλεψη ότι σε λίγα χρόνια ο αντίστοιχος έλεγχος θα περάσει στα χέρια 5 ευρωπαϊκών μονοπωλιακών ομίλων.

Αντίστοιχα, στην Ελλάδα με την πολιτική των κυβερνήσεων της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ για ένταξη στην ΕΕ, εγκαταλείπεται η πολιτική της ισχυρής κρατικής προστασίας του ενεργειακού τομέα και ιδιαίτερα του κρατικού μονοπωλίου στην παραγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας. Εγκαταλείπεται, δηλαδή, η πολιτική που εξυπηρετούσε το στόχο της μεταπολεμικής εκβιομηχάνισης της ελληνικής οικονομίας. Την εποχή εκείνη, ο ενεργειακός σχεδιασμός και ειδικότερα η κρατική πολιτική παραγωγής -διανομής ηλεκτρικής ενέργειας μέσω της ΔΕΗ, εξυπηρέτησε πολλαπλά τη διαδικασία της καπιταλιστικής ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Την περίοδο αυτή σημειώθηκε σημαντική ανάπτυξη της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα, δηλαδή της αναγκαίας υποδομής για τη δράση του μονοπωλιακού κεφαλαίου στην οικονομική ζωή της χώρας. Αντίστοιχα, η πολιτική προμηθειών, η πολιτική τιμών βιομηχανικού ρεύματος (ΠΕΣΙΝΕ), η πολιτική αναθέσεων έργων (π.χ. ΑΗΣ Φλώρινας) εξυπηρέτησαν τη διαδικασία συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης κεφαλαίου στη χώρα.

Μετά τη λεγόμενη πετρελαϊκή κρίση του 1973, σημειώθηκε και μια σχετική βελτίωση της αξιοποίησης των εγχώριων πηγών με κριτήριο τη διασφάλιση της ενεργειακής επάρκειας και της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού καπιταλισμού. Η πολιτική στον τομέα της λαϊκής κατανάλωσης ήταν, επίσης, εναρμονισμένη με τις κεντρικές επιλογές της εποχής (σχετική τόνωση της ζήτησης, άμβλυνση της ταξικής πάλης κλπ.). Ωστόσο, οι δαπάνες της οικιακής κατανάλωσης εξακολουθούσαν να αποτελούν υψηλό ποσοστό του εργατικού εισοδήματος.

Κατά τη δεκαετία του '90 οι ελληνικές κυβερνήσεις ανοίγουν το δρόμο για την είσοδο του ιδιωτικού κεφαλαίου, ιδιαίτερα στον τομέα που ήταν περισσότερο προστατευμένος, δηλαδή της ηλεκτρικής ενέργειας.

Ψηφίζεται το νομοθετικό πλαίσιο (Ν. 2244/94, Ν. 2773/99, ΠΔ 333/00) και προωθείται η αναπροσαρμογή της ΔΕΗ, ώστε να γίνει μοχλός της αναδιάρθρωσης και φορέας προώθησης των νέων επιδιώξεων του ελληνικού κράτους σε σχέση με τον ενεργειακό τομέα. Προωθείται ο διαχωρισμός της παραγωγής, της διανομής και της μεταφοράς και η μετατροπή της ΔΕΗ από κρατική σε μεικτή επιχείρηση μέσα από τις δυο γνωστές φάσεις της μετοχοποίησής της. Σε αντίστοιχη κατεύθυνση κινείται η κυβέρνηση σχετικά με τη ΔΕΠΑ και τα ΕΛΠΕ».

Η εισβολή του ιδιωτικού κεφαλαίου

«H κυβέρνηση ενισχύει και προωθεί με συγκεκριμένα και αποφασιστικά βήματα την είσοδο του ιδιωτικού κεφαλαίου.

α) Παραδίδει τμήμα της αγοράς στους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας (που διαθέτουν μονάδες παραγωγής εντός ΕΕ) και θα μπορούν να λειτουργούν στον ελληνικό χώρο σαν απλοί εισαγωγείς ενεργειακού προϊόντος. Η ΡΑΕ έχει εισηγηθεί στον υπουργό Ανάπτυξης (21.9.01) τη χορήγηση αδειών προμήθειας σε αμερικανικούς, γαλλικούς και ιταλικούς ομίλους μεταξύ των οποίων και η περιβόητη ENRON.

Η κατάσταση θα επιδεινωθεί μετά την αναμενόμενη ενεργοποίηση του κοινοτικού κανονισμού για τη διεύρυνση των διασυνοριακών ανταλλαγών, ο οποίος θα διευκολύνει στην πράξη την αύξηση των εξαγωγών των ισχυρών ευρωπαϊκών μονοπωλιακών ομίλων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.

β) Ενισχύει την είσοδο του ιδιωτικού κεφαλαίου στην παραγωγή και διασφαλίζει ουσιαστικά την κερδοφορία τους.

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της κρατικής χρηματοδότησης των ιδιωτικών επενδύσεων παραγωγής ΑΠΕ με 40% της συνολικής δαπάνης και με υποχρεωτική αγορά από το κράτος της παραγόμενης ενέργειας προς 21 δρχ./kwh, τη στιγμή που το μέσο κόστος ηλεκτροπαραγωγής της ΔΕΗ στο διασυνδεμένο σύστημα δεν ξεπερνούσε τις 12 δρχ./kwh. Είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ότι η ιδιωτικοποίηση δε συνεπάγεται και μείωση της τιμής του παραγόμενου εμπορεύματος.

Ταυτόχρονα, προωθείται η αναθεώρηση του Ν. 2773/99, σύμφωνα με τις αντιλαϊκές προτάσεις της ΡΑΕ. Με τις νέες ρυθμίσεις, το κράτος θα χρηματοδοτήσει ουσιαστικά τις ιδιωτικές επενδύσεις, αφού δεσμεύεται να προαγοράζει ισχύ τουλάχιστον 6.000ώρες/έτος, μέχρι το 2008, τη στιγμή που η πλήρης και συνεχής λειτουργία ενός σταθμού παραγωγής δεν ξεπερνά τις 8.760 ώρες».

Αρνητικές συνέπειες

«Οι αρνητικές επιπτώσεις της συγκεκριμένης αντιλαϊκής πολιτικής εντός της ΟΝΕ είναι ορατές για τον ελληνικό λαό.

Πολύ συνοπτικά θα αναφερθούμε σε τρεις βασικές πλευρές:

Πρώτη: Επίπτωση στους εργαζόμενους του τομέα ενέργειας.

Η απελευθέρωση και η άμεση ιδιωτικοποίηση διευκολύνει την εφαρμογή πολιτικής συμπίεσης της τιμής της εργατικής δύναμης. Η βρετανική και η αμερικανική εμπειρία της απελευθέρωσης είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικές σχετικά με το πώς αυξάνεται το ποσοστό υπεραξίας που αντλείται από τους εργαζόμενους. Πρόκειται για μια αντιλαϊκή δέσμη μέτρων που στοχεύουν στη μείωση του αριθμού των εργαζομένων, στην ελαστικοποίηση του χρόνου εργασίας, στην εντατικοποίηση των εργαζομένων, στην ανατροπή των ασφαλιστικών τους κατακτήσεων.

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της μεταβίβασης στους μετόχους της ΔΕΗ ΑΕ των περιουσιακών στοιχείων του ασφαλιστικού φορέα των εργαζομένων της ΔΕΗ (ύψους 3. δισ. δρχ.) με την αχαρακτήριστη συμφωνία ΓΕΝΟΠ - ΔΕΗ και κυβέρνησης. Παράλληλα, ο λαός φορτώθηκε, μέσω του κρατικού προϋπολογισμού, την ασφαλιστική κάλυψη των εργαζομένων της ΔΕΗ που το 2001 έφτασε τα 92 δισ. δρχ. Η επόμενη μέρα προδιαγράφεται από δημοσιεύματα μεγάλων εφημερίδων που χαρακτηρίζουν "στρέβλωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας" την ανάληψη από το κράτος των συγκεκριμένων ασφαλιστικών υποχρεώσεων.

Θα πρέπει, επίσης, να σημειώσουμε ότι η επίθεση στις κατακτήσεις των εργαζομένων στις πρώην ΔΕΚΟ, συνιστούν μέρος της συνολικής προσπάθειας της άρχουσας τάξης για συμπίεση της τιμής της εργατικής δύναμης στη χώρα μας και έτσι πρέπει να αντιμετωπιστούν από το εργατικό κίνημα.

Δεύτερη: Επίπτωση στον ενεργειακό σχεδιασμό σε βάρος της λαϊκής κατανάλωσης και της αξιοποίησης των εγχώριων πηγών.

Η δράση πολλών ανταγωνιστικών ομίλων με κριτήριο το μέγιστο άμεσο κέρδος και ο τεμαχισμός του ενεργειακού τομέα σε αυτοτελείς οικονομικές δραστηριότητες (παραγωγής - προμήθειας - μεταφοράς) έχει αρνητικές συνέπειες τόσο στην αξιοποίηση των εγχώριων πηγών όσο και στη δυνατότητα μακροπρόθεσμης πρόβλεψης και προγραμματισμού, όπου να συνυπολογίζονται κοινωνικές ανάγκες, όπως η ενεργειακή κάλυψη νησιωτικών περιοχών, η επάρκεια σύμφωνα με τις εποχιακές ανάγκες.

Οι πολυήμερες διακοπές παροχής ηλεκτρικού ρεύματος σε μια σειρά χώρες μετά την απελευθέρωση (π.χ. Αργεντινή, Βραζιλία, ΗΠΑ/ Καλιφόρνια κλπ.) είναι ενδεικτική των κινδύνων που προαναφέραμε.

Στη χώρα μας είναι χαρακτηριστική η αναγόρευση του φυσικού αερίου σε στρατηγικό καύσιμο για την ηλεκτροπαραγωγή, που επιβαρύνει σημαντικά το κόστος ηλεκτροπαραγωγής και την ενεργειακή εξάρτηση της χώρας. Ο ιδιώτης επενδυτής με κριτήριο το μικρότερο χρόνο απόσβεσης της επένδυσης, δηλαδή το μέγιστο κέρδος του, προτιμά τις επενδύσεις σε σταθμούς με καύσιμο το εισαγόμενο, ακριβό φυσικό αέριο και όχι το φτηνό εγχώριο λιγνίτη. Για τον ίδιο λόγο δεν προχωρούν οι επενδύσεις ανάπτυξης υδροηλεκτρικών σταθμών και η υποδομή ηλεκτροδότησης της αγροτικής παραγωγής.

Χαρακτηριστικές είναι επίσης οι συμβάσεις μίσθωσης για την έρευνα και εκμετάλλευση πιθανών κοιτασμάτων πετρελαίου στο Ιόνιο Πέλαγος, που υπέγραψαν οι ελληνικές κυβερνήσεις στη δεκαετία του 1990 και οι οποίες παραχωρούν τη μερίδα του λέοντος σε αμερικανικά μονοπώλια (Triton Energy, Enterprise Union κλπ.).

Τρίτη: Επίπτωση στη λαϊκή κατανάλωση.

Το σύνολο των διαθεσίμων στοιχείων δείχνει ότι στη μεταβατική φάση προς την "απελευθέρωση", καταγράφεται μια απότομη άνοδος των τιμών, ώστε να καταστεί ελκυστικός ο τομέας για τους ιδιώτες επενδυτές παραγωγούς, αλλά και για τους υποψήφιους μετόχους των ιδιωτικοποιημένων πρώην κρατικών επιχειρήσεων. Περιορίζεται η όποια κρατική τιμολογιακή πολιτική διαμορφωνόταν, και ως αποτέλεσμα της πίεσης του εργατικού κινήματος.

Στη συνέχεια, καταγράφεται μια συγκρατημένη πτώση που είναι όμως αναντίστοιχη της ανόδου της παραγωγικότητας. Τα όποια οφέλη κατανέμονται άνισα υπέρ της βιομηχανικής χρήσης και σε βάρος της λαϊκής κατανάλωσης. Χαρακτηριστική είναι η συνεχής αύξηση των τιμολογίων της ΔΕΗ στο ύψος του πληθωρισμού τα τελευταία χρόνια και τη στιγμή που αυξάνει σημαντικά τα κέρδη της.

Η λαϊκή οικογένεια πληρώνει σήμερα την κρατική επιδότηση των ιδιωτών επενδυτών στα Αιολικά Πάρκα. Παράλληλα, η αρμόδια κοινοτική επιτροπή αποφάσισε ότι η ΔΕΗ ΑΕ δικαιούται να απαιτήσει από το ελληνικό κράτος 0,5 τρισ. δρχ, σαν αντισταθμιστικά οφέλη για την άσκηση κοινωνικής πολιτικής (ειδικά τιμολόγια νησιών, αγροτών, κλπ.).

Στο σχέδιο νόμου για την αναθεώρηση του Ν. 2773/99 προβλέπεται νέο τέλος στην κατανάλωση για την εξασφάλιση των εφεδρειών του συστήματος.

Αντίστοιχη αρνητική επίδραση θα έχει στον λαϊκό καταναλωτή ο πρόσφατος κυβερνητικός νόμος, που διευκολύνει ουσιαστικά τις εισαγωγές και επιταχύνει τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση κεφαλαίου στην αγορά πετρελαιοειδών.

Συνολικά, την αγορά πετρελαιοειδών θα ελέγξουν σε μεγαλύτερο βαθμό τα 5 βασικά μονοπώλια που δρουν στη χώρα μας (BP, SHELL, ΕΛΠΕ, Ομιλος Βαρδινογιάννη, Ομιλος Λάτση)».

Οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις

«Η σημερινή περίοδος χαρακτηρίζεται επίσης από μια όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, για τον έλεγχο των ενεργειακών πηγών και των οδών μεταφοράς του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Το φαινόμενο της όξυνσης δεν είναι δύσκολο να εξηγηθεί. Σύμφωνα και με τις διαπιστώσεις του Παγκόσμιου Συνεδρίου "Ενέργεια 2002" που έγινε στην Αθήνα, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο θα παραμείνουν βασικές ενεργειακές πηγές τουλάχιστον μέχρι το 2020, ενώ η παγκόσμια κατανάλωση ενέργειας θα παρουσιάσει αυξητική τάση. Καθώς, λοιπόν, μειώνεται η επάρκεια σε σχετικά αποθέματα για τις επόμενες δεκαετίες, γίνεται φανερή η στρατηγική σημασία που αποκτά για τα ιμπεριαλιστικά κέντρα ο έλεγχος περιοχών όπως η Μέση Ανατολή και η Κασπία.

Η ΕΕ και η Ιαπωνία αντιμετωπίζουν συγκριτικά μεγαλύτερο πρόβλημα ενεργειακής εξάρτησης σε σχέση με τις ΗΠΑ. Η κάλυψη των ενεργειακών αναγκών της ΕΕ με εισαγόμενα προϊόντα ανέρχεται σήμερα στο 50%. Η σχετική Πράσινη Βίβλος εκτιμά ότι αν δε ληφθούν μέτρα, σε 20-30 χρόνια η ενεργειακή εξάρτηση της ΕΕ θα φτάσει το 90%.

Ο κοινοτικός ιμπεριαλισμός υλοποιεί, λοιπόν, σήμερα μια δέσμη μέτρων, με στόχο τη διασφάλιση του ενεργειακού του εφοδιασμού (προσπάθεια συγκράτησης της αύξησης της ζήτησης, ενίσχυση των εσωτερικών ενεργειακών πηγών, αναβάθμιση του γεωπολιτικού ελέγχου των οδών μεταφοράς, διαφοροποίηση των προμηθευτών του κλπ.).

Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΕ δίνει έμφαση στην ενίσχυση της ενεργειακής συνεργασίας με τη Ρωσία, η οποία βασίζεται ήδη στη γενικότερη Συμφωνία Συνεργασίας του 1997 και στο μνημόνιο ενεργειακής συνεργασίας του 1999. Ηδη σήμερα κατευθύνεται προς την ΕΕ το 63% των ρωσικών εξαγωγών φυσικού αερίου.

Από την πλευρά του, ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός επιχειρεί να επιβάλει πλήρη γεωπολιτική κυριαρχία στη Μέση Ανατολή και λύσεις παράκαμψης της Ρωσίας και του Ιράν για τη μεταφορά του πετρελαίου της Κασπίας. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει το σχέδιο κατασκευής του αγωγού Μπακού - Τσεϊχάν (Αζερμπαϊτζάν - Γεωργία - Τουρκία). Το σχέδιο αυτό αποτελεί απάντηση στους κυρίαρχους σήμερα ρωσικούς αγωγούς (Μπακού - Νοβοροσίσκ και Τενγκίζ - Νοβοροσίσκ).

Στο πλαίσιο αυτό, προωθείται και η ωμή ιμπεριαλιστική επέμβαση σε βάρος του Ιράκ. Στο στόχαστρο βρίσκονται τα πλούσια κοιτάσματα του Β. Ιράκ (Κιρκούκ - Μοσούλης), οι προνομιακές σχέσεις της κυβέρνησης της Βαγδάτης με τη Γαλλία, τη Ρωσία και την Κίνα, καθώς και η δυνατότητα αύξησης των εξαγωγών ιρακινού πετρελαίου μετά απ' τη στρατιωτική κατοχή της χώρας. Το γεγονός αυτό θα μείωνε σημαντικά τη διαπραγματευτική δύναμη του ΟΠΕΚ στο άμεσο μέλλον. Υπενθυμίζεται ότι το Ιράκ διαθέτει σήμερα 112 δισ.βαρέλια βεβαιωμένα αποθέματα πετρελαίου.

Από τα παραπάνω, εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς ότι η διαφοροποίηση του γαλλογερμανικού άξονα, αλλά και της Ρωσίας, από τις αμερικανικές επιλογές σε διάφορα μέτωπα (π.χ. Ιράκ, σχέσεις Αρμενίας - Αζερμπαϊτζάν, Τσετσενία, κλπ.) αντανακλά τα διαφορετικά γεωπολιτικά τους συμφέροντα και δεν αντικατοπτρίζει κάποια αφηρημένη φιλειρηνική διάθεση. Επειδή ακριβώς η αφετηρία της αντίθεσης αυτών των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων προς τις επιλογές των ΗΠΑ δε γίνεται με κίνητρο το συμφέρον και τη συνεργασία των λαών, το λαϊκό κίνημα θα πρέπει να αυξήσει την επαγρύπνηση και την πίεσή του προς εκείνες τις κυβερνήσεις που εμφανίζουν σχετική αντίθεση προς την αμερικανική ιμπεριαλιστική επέμβαση.

Στη διασύνδεση της Ευρώπης με τις ενεργειακές πηγές της Ευρασίας, καθοριστικό ρόλο παίζει αντικειμενικά η Βαλκανική Χερσόνησος και οι θάλασσες που την περικλείουν.

Ετσι αναπτύσσονται αντιφατικές σχέσεις ανταγωνισμού και συνεργασίας μεταξύ Ελλάδας, Τουρκίας και Βουλγαρίας σχετικά με τους ενεργειακούς δρόμους που θα κυριαρχήσουν στα Βαλκάνια (π.χ. η επιλογή του άξονα μεταφοράς Μπουργκάς - Αλεξανδρούπολη έναντι του άξονα Βουλγαρία - ΠΔΓΜ - Αλβανία).

Ο στόχος του ελληνικού καπιταλισμού είναι η ανάδειξη της Ελλάδας σε ενεργειακού κόμβου με την αξιοποίηση της οικονομικής υπεροχής του έναντι των υπόλοιπων βαλκανικών κρατών. Η πιθανή επίτευξη αυτού του στόχου θα διευκολύνει τη δράση του ελληνικού κεφαλαίου, ιδιωτικού και κρατικού, στην ευρύτερη περιοχή (π.χ. όμιλος Λάτση, ΕΛΠΕ).

Ταυτόχρονα, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η σταδιακή υλοποίηση του συγκεκριμένου στόχου θα έχει σαν αντικειμενικό αποτέλεσμα την ανάδειξη της Ελλάδας σε πεδίο οξυμένης ενδοϊμπεριαλιστικής διαπάλης».

Η άποψη του ΚΚΕ

«Αγαπητές φίλες και φίλοι,

Το ΚΚΕ υποστηρίζει ότι η επιλογή της ενεργειακής πολιτικής είναι θέμα βαθύτατα κοινωνικοπολιτικό και όχι απλά τεχνικο - οικονομικό.

Μπροστά στην αντιλαϊκή επίθεση που σηματοδοτεί η καπιταλιστική αναδιάρθρωση του ενεργειακού τομέα δεν μπορεί και δεν πρέπει κανείς να απαντά με γενικότητες για την ανάγκη μιας "εθνικής πολιτικής ενεργειακής ανάπτυξης" και ενός "αξιόπιστου κεντρικού κρατικού ενεργειακού σχεδιασμού". Το ΚΚΕ εστιάζει στον ταξικό χαρακτήρα κάθε προτεινόμενης λύσης και θέτει το ερώτημα: ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΓΙΑ ΠΟΙΟΝ; ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΓΙΑ ΠΟΙΟΝ;

Αξιολογούμε την κυρίαρχη αστική ενεργειακή πολιτική, με βάση τις ιστορικά διαμορφωμένες σχέσεις παραγωγής και τις πολιτικές συνθήκες. Δεν καλλιεργούμε, δηλαδή, αυταπάτες ότι μέσα στο σημερινό πλαίσιο της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης και γενικότερα του καπιταλιστικού συστήματος είναι δυνατόν ο κεντρικός κρατικός ενεργειακός σχεδιασμός και οι κρατικές επιχειρήσεις να δίνουν προτεραιότητα στις λαϊκές ανάγκες, αφού πρώτος τους στόχος είναι το επιχειρηματικό κέρδος.

Ας προβληματιστούμε, για παράδειγμα, τι ήταν αυτό που εμπόδισε την πιο εκτεταμένη οικοδόμηση μονάδων πολλαπλών χρήσεων (παραγωγής ενέργειας - άρδευσης - ύδρευσης) και μάλιστα όταν αστοί μελετητές παραδέχονται ότι δεν έλειπαν τα αναγκαία κεφάλαια για σχετικές επενδύσεις;

Γι' αυτό το ΚΚΕ προτάσσει συγκεκριμένα κίνητρα και στόχους για τη χάραξη και υλοποίηση μιας ενεργειακής πολιτικής:

(α) Τη διασφάλιση της υποδομής για την κάλυψη των αναγκών της κεντρικά σχεδιασμένης βιομηχανίας, που στηρίζεται στην κοινωνικοποίηση των βασικών και συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής. Τη σχεδιασμένη ανάπτυξη συγκεκριμένων περιοχών και κλάδων με μοχλό τον ενεργειακό τομέα. Τη στήριξη της αγροτικής και βιοτεχνικής παραγωγής, με στόχο τη συνεταιριστική συγκεντροποίησή τους, την άνοδο της παραγωγικότητάς τους και την άνοδο του βιοτικού επιπέδου των φτωχών αγροτών και των αυτοαπασχολούμενων της βιοτεχνίας.

(β) Την εξασφάλιση επαρκούς και φτηνής λαϊκής κατανάλωσης, η οποία θα ανεβάζει συνολικά το επίπεδο ζωής, θα κατοχυρώνει στην πράξη το ενεργειακό προϊόν ως κοινωνικό αγαθό.

(γ) Την ασφάλεια των εργαζομένων, αλλά και των οικιστικών ζωνών και γενικότερα την προστασία του περιβάλλοντος.

(δ) Τη μείωση του βαθμού ενεργειακής εξάρτησης της χώρας. Παράλληλα, την ανάπτυξη διακρατικής συνεργασίας σε αμοιβαία επωφελή βάση, όταν και όπου προκύπτουν οι ανάλογες κοινωνικοπολιτικές προϋποθέσεις.

Τίθεται, όμως, το ερώτημα: Ποιοι είναι οι πολιτικοί όροι που μπορούν να διασφαλίσουν τη συνδυασμένη ικανοποίηση όλων των προαναφερόμενων στόχων;

Για την πραγματοποίηση των στόχων που προαναφέραμε, το ΚΚΕ υποστηρίζει ότι οι πρώτες ύλες, τα μέσα παραγωγής τα δίκτυα μεταφοράς και διανομής του ενεργειακού τομέα πρέπει να αποτελούν κρατική κοινωνική ιδιοκτησία. Ο σχεδιασμός και η διαχείρισή τους να ανήκει σε έναν αποκλειστικά κρατικό, ενιαίο φορέα ενέργειας, μηχανισμό μιας λαϊκής οικονομίας, η οποία λειτουργεί με κίνητρο τη διευρυνόμενη ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών.

Αυτός ο τρόπος παραγωγής και λειτουργίας της οικονομίας απαιτεί ριζικές ανατροπές στο επίπεδο της εξουσίας και στο χαρακτήρα της ιδιοκτησίας. Τότε μόνο μπορεί να υλοποιηθεί ο κεντρικός ενεργειακός σχεδιασμός του κρατικού φορέα ενέργειας, δηλαδή ο σχεδιασμός, ο οποίος προωθεί, προγραμματίζει και συνδυάζει αρμονικά όλους τους στόχους που προαναφέραμε. Σε αυτές τις κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές συνθήκες αποκτά ρόλο ουσιαστικό ο εργατικός και κοινωνικός έλεγχος.

Στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος ο αρμονικός συνδυασμός του συνόλου των κριτηρίων που θέσαμε δεν μπορεί ουσιαστικά να υλοποιηθεί, αφού οι εκάστοτε επιλογές διαμορφώνονται σύμφωνα με τους νόμους της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής.

Γι' αυτό και διαμορφώνονται κατά περιόδους αντιφάσεις, "διέξοδα" μεταξύ της κρατικής μονοπωλιακής ιδιοκτησιακής μορφής στην παραγωγή ενέργειας και του ρόλου της να συμβάλει στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου στη βιομηχανία.

Γι' αυτό και διαμορφώνονται ψευτοαντιθέσεις και ψευτοδιλήμματα περί "ιδιωτικής παραγωγής δημοσίων αγαθών" ή "ιδιωτικής παραγωγής για λογαριασμό του Δημοσίου".

Δεν είναι τυχαίο ότι πολιτικές δυνάμεις, όπως ο ΣΥΝ, που κατά βάση δέχονται την απελευθέρωση της αγοράς, την άρση της κρατικής προστασίας, γίνονται υποστηρικτές είτε μιας επιλεκτικής επανακρατικοποίησης είτε της συνύπαρξης κρατικής, ιδιωτικής και συνεταιριστικής μορφής.

Αλλο παράδειγμα σχετίζεται με τον προβληματισμό που υπάρχει σήμερα για τις επιλογές, που μπορούν να διασφαλίσουν από τη μια φθηνό κόστος ηλεκτροπαραγωγής και από την άλλη προστασία του περιβάλλοντος, δηλαδή τον προβληματισμό για τα Αιολικά Πάρκα (τη χωροθέτησή τους και το βαθμό αξιοποίησής τους σε σχέση με τους λιγνιτικούς σταθμούς). Η λύση αυτών των αντιθέσεων και διλημμάτων όπως "φθηνή ενέργεια ή προστασία του περιβάλλοντος", απαιτεί το ξεπέρασμα της λειτουργίας της οικονομικής ζωής με γνώμονα το καπιταλιστικό κέρδος».

Στόχος η λαϊκή ευημερία

«Εχει αντικειμενικά ωριμάσει η ανάγκη της παραγωγής με στόχο τη λαϊκή ευημερία στη βάση της λαϊκής οικονομίας. Υπό αυτή την προϋπόθεση, ο κρατικός φορέας ενέργειας, απαλλαγμένος από τους σιδερένιους νόμους του καπιταλιστικού κέρδους και τις αναπόφευκτες κρίσεις, θα μπορεί να επεξεργάζεται την ενεργειακή πολιτική με άξονες:

1. Την αξιοποίηση εγχώριων πηγών (π.χ. λιγνίτης, αιολική ενέργεια), προσδιορίζοντας τις κατάλληλες χρήσεις - περιοχές - τεχνολογίες, τα μεγέθη, με βάση τα προαναφερόμενα κριτήρια. Την ενδεχόμενη αξιοποίηση κοιτασμάτων πετρελαίου, που δε θα ήταν κερδοφόρα η εξόρυξή τους από έναν ιδιωτικό καπιταλιστικό όμιλο ή και κρατικό υπό το καπιταλιστικό καθεστώς.

2. Τη συστηματική έρευνα για εξεύρεση νέων πηγών(π.χ. πιθανά κοιτάσματα σε Ιόνιο - Αιγαίο κλπ.), και αξιοποίηση των τεχνολογιών με στόχο την εξοικονόμηση ενέργειας, την αύξηση του βαθμού ενεργειακής αυτοδυναμίας και ελέγχου του εγχώριου ενεργειακού προϊόντος.

3. Τη διακρατική αμοιβαία επωφελή συνεργασία σε τομείς όπως:

  • Η αξιοποίηση και ανάπτυξη δικτύων - αγωγών μεταφοράς ενεργειακού προϊόντος, με προϋποθέσεις που συνδυάζουν το αμοιβαίο όφελος διαφορετικών κρατών από τις οικονομίες κλίμακας με τη διασφάλιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων στη διαχείριση του εγχώριου προϊόντος.
  • Η μεταφορά τεχνογνωσίας και η ανάπτυξη εγχώριας ερευνητικής δραστηριότητας.
  • Η καλύτερη διαχείριση του προβλήματος των εισαγωγών καυσίμων και γενικότερα των όρων διεξαγωγής του εξωτερικού εμπορίου».
Αγωνιστική συσπείρωση

«Ως ΚΚΕ αγωνιζόμαστε για την άμεση δημιουργία μαζικής αγωνιστικής συσπείρωσης ενάντια στην κυβερνητική πολιτική της αναδιάρθρωσης και των ιδιωτικοποιήσεων του ενεργειακού τομέα. Θεωρούμε ότι και σήμερα οι στόχοι μιας ενεργειακής πολιτικής συνιστώσας της λαϊκής οικονομίας μπορούν να αποτελέσουν αιτήματα μιας ευρύτερης λαϊκής συσπείρωσης και πάλης. Συμβάλλουμε ώστε το εργατικό κίνημα να διεκδικήσει άμεσα και επιθετικά έναν αποκλειστικά κρατικό φορέα ενέργειας, ο οποίος να εξυπηρετεί τις λαϊκές ανάγκες και να έχει χαρακτήρα λαϊκής περιουσίας.

Η διέξοδος δεν πρέπει, ούτε μπορεί, να αναζητηθεί στην επιστροφή στο παρελθόν, δηλαδή στις κρατικές επιχειρήσεις που υπηρέτησαν πολύμορφα το μονοπωλιακό κεφάλαιο. Ούτε η μεμονωμένη κρατική επιχείρηση στο πλαίσιο του "απελευθερωμένου" τομέα ενέργειας, ούτε ο κρατικός ενεργειακός τομέας στο πλαίσιο μιας οικονομίας όπου δεσπόζουν οι ιδιωτικοί μονοπωλιακοί όμιλοι μπορούν να αποτελέσουν διέξοδο για τις λαϊκές ανάγκες.

Η ανατροπή από την άρχουσα τάξη βασικών στοιχείων της καπιταλιστικής διαχείρισης της προηγούμενης περιόδου, μπορεί και πρέπει να αποτελέσει ευκαιρία ουσιαστικής αντεπίθεσης του εργατικού κινήματος. Η αναγκαιότητα να υπηρετηθούν οι ανάγκες των εργαζομένων δεν μπορεί, σε τελευταία ανάλυση, να συμβιβαστεί με την ιδιοποίηση του παραγόμενου κοινωνικού πλούτου από την άρχουσα τάξη.

Απαιτεί να αλλάξει ο συσχετισμός δύναμης στο πολιτικό επίπεδο και να κερδίσει έδαφος η πολιτική του ΚΚΕ για τη συγκρότηση ενός νικηφόρου λαϊκού μετώπου. Αυτό το μέτωπο θα κινητοποιεί και θα εμπνέει το λαό για να ανοίξει ο δρόμος της απαλλαγής από το καθεστώς των μονοπωλίων. Και σε αυτή την κατεύθυνση επίμονα και αποφασιστικά συνεχίζουμε τον αγώνα μας».



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ