Ο Δημήτρης Μαυρίκιος, εμβριθής γνώστης της ιταλικής κουλτούρας, της θεατρικής της παράδοσης, επόμενα και της πιραντελλικής δραματουργίας, για δεύτερη φορά, στη «Νέα Σκηνή» του Εθνικού Θεάτρου φέτος, κάνει μια σπουδαία σκηνική δημιουργία με αυτό το πικρό, αλληγορικό, άκρως γοητευτικό έργο. Ο Μαυρίκιος μετέφρασε και σκηνοθέτησε αυτό καθ' αυτό το κείμενο του Λουίτζι Πιραντέλλο, εξαιρετικά, με ευαισθησία, φαντασία και μέτρο. «Διάβασε» το έργο σαν μια «σκοτεινή» μουσική δωματίου. Σαν μια πολυφωνική, τραγωδιακής μορφής -με υποκριτές και Χορό- «σονάτα φαντασμάτων» της ανθρώπινης ψυχής. Προσπαθώντας, όμως, να διαφοροποιήσει αυτή τη δεύτερη «ανάγνωσή» του από την πρώτη -επίσης εξαιρετική παλιά-, παράστασή του στο ΚΘΒΕ (1987), λάθεψε με το εισαγωγικό - διαλογικό κείμενο που έγραψε, παρουσιάζοντας το θίασο να κάνει πρόβα στην «Ηλέκτρα». Το λάθος, κάθε άλλο παρά οφείλεται στο ότι διάλεξε την «Ηλέκτρα» ως «παιχνίδι των ρόλων». Οφείλεται στο χαζοχαρούμενο περιεχόμενο, ύφος και ήθος των διαλόγων, μεταξύ του υποτιθέμενου «σκηνοθέτη» και των «ηθοποιών» του «θιάσου». Ευτυχώς, η ολισθηρή κειμενική και σκηνοθετική εισαγωγή του Μαυρίκιου ξεχνιέται όταν αρχίζει η -«μαγευτική», χάρη στους «ποιητικής» ατμόσφαιρας φωτισμούς του Λευτέρη Παυλόπουλου- παράσταση του πιραντελλικού έργου. Παράσταση, που ευτύχισε με όλους τους συντελεστές της. Με το λιτά ευρηματικό «ζοφερό» σκηνικό (Δημήτρης Πλυχρονίδης), τα αρμόζοντα στα πρόσωπα κοστούμια και τις αφαιρετικές μάσκες, την υποβλητική μουσική (Στάθης Σκουρόπουλος), την εξαιρετικά εκφραστική κίνηση (Βάλια Παπαχρήστου) και με το συνολικά καλό ερμηνευτικό σύνολο, σε ένα τόσο πολυπρόσωπο έργο. Ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος, περιορίζοντας στο ελάχιστο τις πληθωριστικές μανιέρες του στο λόγο, την έκφραση του προσώπου, τις χειρονομίες, την κίνηση, έκανε μια ερμηνεία ουσιαστική, πυκνή, μετρημένη, πειθαναγκασμένος ίσως από την «αποστασιοποίηση» που επιβάλλει η μάσκα. Η Λυδία Φωτοπούλου άφησε να αναδύεται, κάτω από την «αποστασιοποιητική» μάσκα, το εξπρεσιονιστικό σχήμα του ρόλου της, ένα σπαραγμένο και σπαρακτικό γυναικείο πλάσμα. Ο εύπλαστος, αισθαντικός Νίκος Καραθάνος έκανε μια σύνθετη, ρυθμικά «νευρώδη» ερμηνεία, στο δισυπόστατο ρόλο του «σκηνοθέτη». Η Ολγα Τουρνάκη και ο Γιάννης Βογιατζής με το ώριμο υποκριτικό κύρος τους μεγέθυναν τους μικρούς ρόλους τους. Λιτή και μετρημένη ήταν η ερμηνεία του Γιάννη Κότσιρα. Θεατρικά γοητευτική η σύντομη σκηνική παρουσία του χαρισματικού Κώστα Ζαχαράκη. Σεμνότητα και μέτρο διέκρινε και την ερμηνεία της Βαγγελιώς Ανδραδάκη. Η Εμιλυ Κολιανδρή διαθέτει καλά εκφραστικά μέσα και σκηνική λάμψη.
Θα ήταν ασφαλώς καταστροφή για το θέατρο το να μην ανεβαίνουν κάποια έργα, που στο παρελθόν συνοδεύτηκαν με μεγάλες ερμηνείες, ώστε να μην υφίστανται οι νεότεροι σκηνοθέτες, σκηνογράφοι, ηθοποιοί κλπ., τη δοκιμασία της σύγκρισης με τους πρώτους διδάξαντες. Θα ήταν, όμως, και λάθος να μη διδάσκονται οι νεότεροι από την πείρα και τη δημιουργία παλιών καλλιτεχνών και μάλιστα του μεγέθους των Μινωτή - Παξινού. Να επιχειρούν -ίσως για να μην κατηγορηθούν τυχόν για «ακαδημαϊκή μίμηση» της παλιάς παράστασης- μια υπέρβαση της παράστασης και του ήθους του έργου. Μάλλον αυτό συνέβη στον σκηνοθέτη Κοραή Δαμάτη. Ο ταλαντούχος σκηνοθέτης, αναμφίβολα, και κατανόησε και θέλησε και πέτυχε να προβάλλει το διαχρονικά επίκαιρο θέμα του έργου αυτού. Η παράστασή του, όμως, με την υπερβάλλουσα, μεταμοντέρνα και εντυπωσιοθηρικά επιτηδευμένη όψη της, αλλοίωσε το κατά βάθος ρομαντικό ήθος και τη λαϊκή γλυκύτητα του μύθου του Ζιρωντού. Ο Ζιρωντού έπλεξε ένα συμβολικό κοινωνικό μύθο για να καταγγείλει το αδηφάγο και ραδιούργο κεφάλαιο -στη συγκεκριμένη περίπτωση το πετρελαϊκό κεφάλαιο- και να αποδείξει την ανατρεπτική δύναμη των λαϊκών μαζών, αν ενωμένες και οργανωμένες αντιδράσουν στα σχέδια του κεφαλαίου. Για να μιλήσει για την αναγκαία πάλη των τάξεων. Για να πει ότι ο αγώνας των λαϊκών μαζών, όσο κι αν κάποιοι τον θεωρούν τρέλα, είναι η μόνη σωτήρια «τρέλα» ενάντια στα καταστροφικά για την ανθρώπινη ζωή και τον πολιτισμό σχέδια των λογής λογής συμμοριών και γερακιών του κεφαλαίου.
Στο μύθο του Ζιρωντού η ηλικιωμένη, πανέξυπνη, μισοκλοσάρ, ντυμένη με κουρέλια μιας αλλοτινής αριστοκράτισσας, «τρελή» Ωρελί, η οποία μαζί με τις ομοιοπαθείς φιλενάδες περιφέρεται στην πλατεία και στους περίφημους, ιστορικούς, πολεοδομικά μνημειακούς, υπονόμους της περιοχής του Σαγιώ, μαζί με τους μικροπωλητάδες και τους μεροκαματιάρηδες της περιοχής, ανατρέπουν τα σχέδια των «κυνηγών» του πετρελαίου να βάλουν στο χέρι και το υπέδαφος της περιοχής και καταβαραθρώνουν τους πιο επικίνδυνους στους υπονόμους.
Ο Κοραής Δαμάτης θέλησε να υπογραμμίσει την επικαιρότητα του έργου, εκσυγχρονίζοντας όμως και αλλάζοντας το ήθος και το ύφος του. Προσθέτοντας τραγούδια και χορό (οι στίχοι και οι χορογραφίες υπογράφονται από τον σκηνοθέτη, η μουσική είναι της Ευανθίας Ρεμπούτσικα) το έργο μετατράπηκε σε ολίγον μιούζικαλ και πολύ θέαμα. Αυτά από μόνα τους δεν αρκούν, για να αναδειχτεί ο βαθιά λαϊκός, αισιόδοξος και χιουμοριστικός χαρακτήρας του έργου. Εξάλλου, αυτός ο χαρακτήρας εξαφανίστηκε κάτω από τα υπερμεγέθη, μεταμοντέρνας αισθητικής, εντυπωσιοθηρικά σκηνικά (Απόστολος Βέττας) και τα εξίσου φαντασμαγορικά κοστούμια (Αννα Μαχαιριανάκη).
Με τα μέτρα, λοιπόν, της παρεμβατικής σκηνοθετικής ανάγνωσης μπορεί να κριθεί θετικά η υποκριτική συμβολή όλων των ηθοποιών, από τους οποίους ξεχώρισαν οι παλιοί, άξιοι και έμπειροι και ταλαντούχοι νεότεροι: Αντιγόνη Βαλάκου, Μίμης Χρυσομάλλης, Νατάσα Γερασιμίδου (ήταν η μόνη αρμόζουσα στο έργο κωμική νότα), Χρήστος Πάρλας, Αλέξης Σταυράκης, Γιώργος Τσιδίμης, Μαρία Διακουμάκου, Θόδωρος Μπογιατζής, Κοσμάς Ζαχάρωφ, Ναταλία Στεφάνου, Λαέρτης Μαλκότσης (πολύ εύπλαστος, μεταμορφώσιμος, ελπιδοφόρος νέος ηθοποιός), Μπάμπης Χατζηδάκης, Τζίνη Παπαδοπούλου.