Ο Στέφανο Καρλέσι και ο Ρενάτο Καπούτο, συνδικαλιστές φοιτητές στην Πίζα και τη Ρώμη, αντίστοιχα, μιλούν στο «Ρ» για τη μεταρρύθμιση στα πανεπιστήμια της Ιταλίας
Στην ερώτηση πώς και από πότε εφαρμόζεται το «μοντέλο της Μπολόνια» στα ιταλικά πανεπιστήμια, ο Σ. Καρλέσι απάντησε με μια ιστορική αναδρομή στις προσπάθειες των ιταλικών κυβερνήσεων, για να υποταχθεί η ανώτατη εκπαίδευση στις ανάγκες της αγοράς:
«Το 1991, μετά τις ανατροπές στην ΕΣΣΔ, όταν και το Κομμουνιστικό Κόμμα στη χώρα μας άρχισε να αμφισβητεί την κομμουνιστική θεωρία, άρχισαν να εμφανίζονται οι πρώτοι νόμοι για την ιδιωτικοποίηση της Παιδείας και την επίθεση στα εργασιακά δικαιώματα. Σ' αυτό το αρνητικό διεθνές περιβάλλον, οι φοιτητές έκαναν πολύ σημαντικές κινητοποιήσεις, τα ιταλικά πανεπιστήμια είχαν για πολλούς μήνες κατάληψη και βλέπαμε παντού φωτογραφίες μεγάλων επαναστατών ηγετών. Οι κινητοποιήσεις αυτές είχαν ως αποτέλεσμα για μερικά χρόνια να παγώσει η μεταρρύθμιση, η οποία άρχισε να εφαρμόζεται όταν ανέβηκε στην κυβέρνηση η κεντροαριστερά (όπου συμμετείχε και το Κομμουνιστικό Κόμμα). Οι φοιτητές δε θα δεχόντουσαν σε καμιά περίπτωση αυτά τα μέτρα από μια κυβέρνηση της κεντροδεξιάς, αλλά απέναντι στην κυβέρνηση, όπου συμμετείχαν και κόμματα της αριστεράς, σταμάτησαν τις κινητοποιήσεις».
Ο Ρ. Καπούτο περιγράφει προβλήματα που προκύπτουν από τη μεταρρύθμιση και την εισαγωγή του συστήματος πιστωτικών μονάδων (crediti), που έφερε μεγάλη αναστάτωση στους φοιτητές και κυρίως υποβάθμιση των σπουδών: «Με το καινούριο σύστημα, οι φοιτητές αναγκάζονται να επιλέγουν τα μαθήματα που συγκεντρώνουν τα περισσότερα crediti και χρειάζονται εβδομήντα crediti κάθε χρόνο για να αποφοιτήσουν. Με το προηγούμενο σύστημα, ο απόφοιτος είχε πάρει πολύ περισσότερες γνώσεις, ενώ τώρα, μέσα από τη διαδικασία με τις μονάδες, μαθαίνει αποσπασματικά κάποια πράγματα». «Οι γνώσεις που παίρνουμε τώρα με το τριετές αντιστοιχούν στο επίπεδο που είχαν οι Ιταλοί όταν τέλειωναν το Λύκειο», προσθέτει ο Σ. Καρλέσι κι ο Ρ. Καπούτο συμπληρώνει: «Μπορεί τυπικά να ήταν τα πανεπιστήμια τετραετή, ωστόσο επειδή ήταν δύσκολο το σύστημα, δύσκολες οι εξετάσεις και το επίπεδο των μαθημάτων ήταν αρκετά υψηλό, οι σπουδές κρατούσαν εφτά με οχτώ χρόνια. Αυτό, εκτός του ότι έδινε στους φοιτητές καλύτερες γνώσεις, τους έδινε και τη δυνατότητα να ασχοληθούν με την πολιτική, είχαν περισσότερη ελευθερία, σε τελική ανάλυση το καινούριο σύστημα επηρέασε και το συνδικαλισμό. Τώρα, είμαστε αναγκασμένοι να ασχολούμαστε μόνο με το πόσες μονάδες θα μαζέψουμε και πώς».
Συζητήσαμε το αν υπήρχαν αντιδράσεις απέναντι σ' αυτές τις αλλαγές και ο Ρ. Καπούτο, μας είπε ότι «μέχρι το 2002 οι φοιτητές είχαν το δικαίωμα να επιλέξουν, αν θα μείνουν στο τετραετές - πενταετές σύστημα ή αν θα πάνε στο νέο - τριετές και σε πολλές σχολές δεν προχώρησε αρχικά η μεταρρύθμιση, γιατί οι φοιτητές δε επέλεγαν το καινούριο σύστημα. Για παράδειγμα, στη Φιλοσοφική της Ρώμης, μόνο δυο φοιτητές δέχτηκαν να πάνε με το τριετές σύστημα».
«Οσο ήταν στην κυβέρνηση η κεντροαριστερά δεν υπήρχαν μεγάλες αντιδράσεις», προσθέτει ο Σ. Καρλέσι, «αντιδρούσαν ουσιαστικά μόνο οι κομμουνιστές καθηγητές, τα συνδικάτα στα οποία είχαν μεγαλύτερη δύναμη οι κομμουνιστές και αντίστοιχα, περιορισμένος αριθμός φοιτητών. Ωστόσο με την κυβέρνηση Μπερλουσκόνι άλλαξε η κατάσταση. Υπήρξαν δυναμικές κινητοποιήσεις από όλες τις πλευρές, αλλά υπήρχε πρόβλημα συντονισμού. Με κάποιες αποφάσεις που είχαν παρθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση της κεντροαριστεράς, είχε δοθεί αυτονομία στα ιταλικά πανεπιστήμια. Δηλαδή, μπορούσε κάθε πανεπιστήμιο να επιλέξει αν θα εφαρμόσει τη μεταρρύθμιση (σε ορισμένες σχολές ή σε όλες) κι αυτό δημιούργησε πρόβλημα συντονισμού στον αγώνα των φοιτητών. Για παράδειγμα, πέρσι είχαμε κινητοποιήσεις στην Μπολόνια, φέτος στη Ρώμη. Εγιναν καταλήψεις, έγιναν συνελεύσεις των φοιτητών, είχαν συμμετοχή, ωστόσο είχαμε αυτό το πρόβλημα».
Τους μιλήσαμε για τις φοιτητικές εκλογές στη χώρα μας και την προσπάθεια της Πανσπουδαστικής ΚΣ να αλλάξει τους συσχετισμούς και να δυναμώσει το κίνημα, για να δώσει απάντηση σε όλα αυτά που δρομολογούνται να εφαρμοστούν και στη χώρα μας. Ο Ρ. Καπούτο μάς είπε για τις σχετικές διαδικασίες στην Ιταλία ότι «οι φοιτητικές εκλογές δε γίνονται ενιαία, μπορεί κάθε πανεπιστήμιο να επιλέξει σε ποια χρονική στιγμή θα τις κάνει, η συμμετοχή είναι πολύ χαμηλή (7%-10% των φοιτητών) και συμμετέχουν κυρίως παρατάξεις που στηρίζονται από τα κόμματα της Δεξιάς, που εμφανίζονται τυπικά τη μέρα των εκλογών, χωρίς να κάνουν τίποτε άλλο από κει και πέρα».
Στο ερώτημα «ποια είναι τα κύρια αιτήματα πάλης για το φοιτητικό κίνημα σήμερα στην Ιταλία», ο Σ. Καρλέσι κι ο Ρ. Καπούτο απαντούν: «Πάγιο και βασικό αίτημά μας είναι η δημόσια, δωρεάν εκπαίδευση. Πιστεύουμε ότι η Ιταλία δεν έχει πραγματικά δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα και κάνουμε ό,τι μπορούμε για να μην προχωρήσει η ιδιωτικοποίηση. Παλεύουμε για να υπάρχουν φοιτητικές εστίες και λέσχες (που αυτή τη στιγμή λειτουργούν μόνο σε λίγα πανεπιστήμια) κι επίσης, να μην πληρώνουν οι φοιτητές δίδακτρα. Είμαστε αναγκασμένοι για να έχουμε δικαίωμα συμμετοχής στις εξετάσεις, να πληρώνουμε δίδακτρα δυο φορές το χρόνο. Το ύψος τους διαφέρει ανάλογα τη σχολή και την πόλη (ορίζεται από κάθε ίδρυμα χωριστά), αλλά κατά μέσο όρο είναι ένα με δυο εκατομμύρια λιρέτες (από 1.800 - 3.600 Ευρώ). Εδώ μπαίνει και το ζήτημα της κατηγοριοποίησης των πανεπιστημίων. Τα πανεπιστήμια του Βορρά που είναι σε πιο πλούσιες πόλεις, έχουν καλύτερη δομή, προσφέρουν καλύτερο πρόγραμμα σπουδών κι εκεί τα δίδακτρα είναι πολύ πιο ακριβά. Αντίθετα, στο Νότο που υπάρχει μεγαλύτερη φτώχεια και μεγαλύτερη ανεργία, τα πανεπιστήμια προσφέρουν πολύ λίγα πράγματα και τα δίδακτρα είναι πολύ πιο χαμηλά.
Την τελευταία δεκαετία δε χρηματοδοτούνται πια από το κράτος οι έρευνες των πανεπιστημίων, αλλά από ιδιώτες και κυρίως από προγράμματα της ΕΕ. Ζητάμε, λοιπόν, να αλλάξει η κατάσταση στο θέμα της έρευνας, να μην παρεμβαίνει κι εκεί ο ιδιωτικός τομέας, να δημιουργηθεί ένα νέο ερευνητικό πρόγραμμα, το οποίο δε θα προσφέρει τις υπηρεσίες του στο κεφάλαιο, αλλά στους εργαζόμενους».