Με αρκετά παράσημα, από κατορθώματα ειρηνικών και πολεμικών περιόδων. Τώρα φιγουράρανε στο μεγάλο σαλόνι, μέσα σ' ένα τζαμωτό με κορνίζα από ακριβό και καλοδουλεμένο ξύλο. Παραπλεύρως, αρειμάνιος και ντούρος, πόζαρε κι ο ίδιος «μπούστο». Με την ψυχρότητα της μορφής και το αγέρωχο ύφος, θύμιζε τον Βίσμαρκ της Γερμανίας. Η κυρία είχε κάθε λόγο να καμαρώνει για όλ' αυτά τα ενθυμήματα κι όταν τα 'φερνε η κουβέντα στο στρατηγό πατέρα της, έλεγε με δέος και καμάρι μαζί: Ο Μπαμπάς!!!
Με τους περίοικους, που τύχαινε να περνούνε μπροστά από το σπίτι, δεν είχε και πολλά λόγια. Η πιο συνηθισμένη απάντησή της στους χαιρετισμούς των, ήταν ένα κούνημα του κεφαλιού κι ένα κρύο χαμόγελο. Ητανε άνθρωποι, που, όπως έλεγε, είχαν «ενσκήψει» στην περιοχή τα τελευταία χρόνια, με την επέκταση της πόλης. Γι' αυτό τους κρατούσε σ' απόσταση. Με λίγους μόνο, που μοιάζανε να 'ναι καλής τάξεως, αντάλλαζε πού και πού καμιά κουβέντα, κι αυτή ψυχρή και τυπική. Ο ...πατέρας στον τοίχο του σαλονιού δεν επέτρεπε οικειότητες... Σιγά - σιγά με τα χρόνια ο κήπος αγρίευε και μετατρεπότανε σε μικρή ζούγκλα. Ο γέρο-κηπουρός, που ερχότανε μια στις τόσες και κλάδευε τα δέντρα, είχε συγχωρεθεί. Οσο κι αν έψαξε ο νομικός της σύμβουλος κι εραστής, στάθηκε αδύνατο να της βρει καινούριο, έτσι τουλάχιστον της έλεγε. Η κυρία έβγαινε ταχτικά και καθότανε στη βεράντα της νότιας πλευράς που τη σκιάζανε τα δέντρα. Δεν τολμούσε να μπει στον κήπο, γιατί φοβότανε μήπως έχει φίδια. Κάθε μέρα, χρόνο με το χρόνο, γερνούσε μαζί με το σπίτι. Για τη ...δική της «πρόσοψη» υπήρχαν βέβαια σειρές από κρέμες, ρουζ και παρφέν, πάνω στη μαρμάρινη εταζέρα, μπρος από τον μεγάλο παλαιικό καθρέφτη, με το βενέτικο κρύσταλλο και τη βαριά σκαλιστή κορνίζα. Ετρωγε ώρες εκεί πέρα. Προπάντων όταν περίμενε τον κύριο με τη δερμάτινη τσάντα. Επιανε τα στήθια της που είχανε πλαδαρύνει απελπιστικά, και τ' ανασήκωνε. Την κυριεύανε μελαγχολικά συναισθήματα.
Ομως, πάντα στο τέλος έκανε μια σκερτσόζικη κίνηση του κεφαλιού, για να φέρει κάποιο τσουλούφι που της είχε πέσει στο πρόσωπο στη θέση του. Δε βαριέσαι... συλλογιζότανε. Οπου φτάσω... Τώρα που θα 'ρθει ο Ντίνος θα μου κάνει πάλι την «ένεση αισιοδοξίνης»!..
Ετσι της έλεγε κάθε φορά πριν να... ο δικηγόρος, που ήταν άφθαστος στο μπλα - μπλα και στα κομψά λόγια και κομπλιμέντα. Για το σπίτι, πού καιρός να επισκευαστεί. Ο χρόνος το ξεθώριαζε και το απογύμνωνε σιγά - σιγά από τα «τραβηχτά» και τα διάφορα εξωτερικά του μπιχλιμπίδια. Παρά τη φθορά όμως, διατηρούσε τον αέρα της αρχοντιάς.
«Φάγωμεν πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκωμεν», σκεφτότανε πότε - πότε η κυρία. Θυμότανε αυτά τα λόγια από τότε που παρακολουθούσε τις ιδιωτικές λειτουργίες στον Αγιο Γεώργιο. Ητανε παιδούλα και τα 'χει κρατήσει στη μνήμη της. Σιγά - σιγά έκανε αυτή τη φράση φιλοσοφία και τρόπο ζωής. Κι όσο για το σπίτι, συμπλήρωνε τη σκέψη της, όποιος το κληρονομήσει ας κάνει ό,τι καταλαβαίνει...
***
Κάποια μέρα της έστειλαν τηλεγράφημα - ο κύριος Ντίνος ο δικηγόρος - πως «Μητέρα λίγο αδιάθετη... Ανάγκη έλθετε... Στοπ». Εκείνο όμως το απόγευμα θα αγόρευε στη Βουλή. Μέχρι να κατέβει, η μαμά είχε «αποδημήσει εις Κύριον». Πέρασε στο πρόσωπο μια θλιμμένη και σοβαρή έκφραση, όμως στο βάθος ένιωθε ανακούφιση. Κάλεσε τον κύριο Ντίνο και τον έκανε πληρεξούσιο για την υπόθεση του σπιτιού. Σύμφωνα μ' αυτά που συζητήσανε, το σπίτι έπρεπε να παραμείνει στην κυριότητά της. Μόνο που θα χρειαστεί να το αναλάβει εργολάβος για να το αποκαταστήσει όπως ήταν στην ακμή του. Θα μπορούσε να κατέβαινε τα καλοκαίρια, που είναι κλειστή η Βουλή, με κάποιους φίλους ή συναδέλφους, εκτός αν την έβαζαν στο θερινό τμήμα... Ιδωμεν... κατέληξε. Για τον κήπο, το βόρειο τμήμα του, που ήταν από μόνο του τεράστιο, θα ήταν δυνατόν να πουληθεί ένα μέρος, όχι βέβαια προς το σπίτι. Αλλωστε, τι να την κάνω εγώ αυτή τη ...ζούγκλα είπε στον πληρεξούσιο, και γέλασε αδιόρατα. Για ότιδήποτε προκύψει, παρακαλώ ενημερώστε με... κατέληξε. Πράγματι, ένα μεγάλο τμήμα της «ζούγκλας» πουλήθηκε σε λίγο καιρό.
Ο νέος ιδιοκτήτης έκοψε τα δέντρα κι έφερε χωματουργικά μηχανήματα για τις εκσκαφές. Με τις πρώτες τσαπιές, φάνηκαν οι γραμμές που υποδήλωναν μια τάφρο, που κανείς δεν ήξερε σε πόσο βάθος προχωρούσε. Πάνω εκεί νάσου κι η αρχαιολογία. Η επικεφαλής αρχαιολόγος γνωμοδότησε πως πρόκειται για διάδρομο που οδηγεί στους τάφους κάποιων σπουδαίων της αρχαίας πόλης. Ηρθαν εργάτες κι άρχισαν αργά, προσεκτικά, το σκάψιμο. Οσο προχωρούσανε συναντούσαν ρίζες των κομμένων δέντρων, που κατεβαίνανε, κύριος οίδε σε τι βάθος. Βαθιές είν' οι ρίζες!.. είπε ένας εργάτης. Είδες όμως του κερατά η φάρα; είπε ένας άλλος. Σκέψου σε τι βάθος θαφτήκανε και πόσοι δούλοι δουλέψανε για να κατέβει στα οκτώ μέτρα, όπως είπε και η αρχαιολόγος!! Σ' αυτό το βάθος λέει θα βρούμε ό,τι βρούμε... Κοίταξε το σπίτι, που οι εργασίες του είχαν ολοκληρωθεί και μονολόγησε: Μάλιστα κύριοι... Μεγάλα σπίτια, μεγάλοι τάφοι... Για να προσθέσει, σηκώνοντας τους ώμους: Ε... κι ύστερα; Στο χέρι μας είναι ούτε να τα χτίζουμε, ούτε να τους ανοίγουμε... Να πνιγούν μέσα στη λήθη και μέσα στη ρημαγή και τα σπίτια αυτά και οι νεκροί στους τάφους αυτούς!!. Και να μείνουμε εμείς οι αιώνιοι ρυθμιστές της Ζωής!! Δεν το αξίζουμε; Τι μονολογάς ρε; του πέταξε κάποιος. Αντε σκάβε κι άσε τις φιλοσοφίες!..