Οι ταινίες του, διατρέχοντας ένα διάστημα σχεδόν τεσσάρων δεκαετιών, χαρτογραφούν την ελληνική κοινωνία, ανατέμνουν την Ιστορία, εντυπωσιάζουν με τη θεματική και αισθητική πολυμορφία τους και την ίδια στιγμή κουβαλούν ευδιάκριτη την προσωπική σφραγίδα του δημιουργού τους. Ενός σκηνοθέτη που μπορεί να περνά άνετα από τον κριτικό ρεαλισμό στο «Προξενιό της Αννας» σε μια σχεδόν πειραματική απόπειρα να «κινηματογραφήσει» στο «Μεγάλο Ερωτικό» (1973) το ομώνυμο μουσικό έργο του Μάνου Χατζιδάκι. Να καταγράφει με συγκίνηση και ανθρωπιά τη μεγάλη περιπέτεια της ελληνικής Αριστεράς και της μετα-εμφυλιακής Ελλάδας στο «Happy day»(1976) και στα «Πέτρινα Χρόνια» (1985) ή να καταθέτει μια φιλόδοξη ιστορική τοιχογραφία και ένα τολμηρό πορτρέτο μιας από τις σημαντικότερες μορφές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας στον «Ελευθέριο Βενιζέλο» (1980). Να στρέφει τη ματιά του στην άγνωστη, παρασκηνιακή, πλευρά του «θεάματος», είτε πρόκειται για το ποδόσφαιρο στη «Φανέλα με το Εννιά» (1988), είτε για τη θεατρική επιθεώρηση στο «Ακροπόλ» (1995). Να συνθέτει στις «Ησυχες Μέρες του Αυγούστου» (1991) μια χαμηλότονη μπαλάντα για τις καθημερινές άγνωστες ιστορίες της αθηναϊκής μεγαλούπολης ή να παρακολουθεί με ξεχωριστή δύναμη το οριακό «ταξίδι» τριών χαρακτήρων στο «Ολα είναι δρόμος» (1998), την τελευταία μέχρι σήμερα ταινία του.