ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 13 Απρίλη 2003
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Μνημειακότητα και εκφραστική δύναμη

«Κεφάλι αλόγου» (1958)
«Κεφάλι αλόγου» (1958)
Δέκα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τη χρονιά που ο μεγάλος μας γλύπτης Χρήστος Καπράλος, «έφυγε» από κοντά μας. Ηταν Γενάρης του 1993, όταν άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 84 χρόνων, ξεχασμένος από τις «τιμές της πολιτείας», παρά το πλούσιο και επιβλητικό έργο του. Δέκα χρόνια μετά το «φευγιό του», διοργανώνεται μια ενδιαφέρουσα, αφιερωμένη σ' αυτόν, έκθεση. «Χρήστος Καπράλος - Γλυπτική» είναι ο τίτλος της και πραγματοποιείται στον εκθεσιακό χώρο «Συλλογή Πορταλάκη» (Πεσμαζόγλου 8). Η έκθεση, τα έργα της οποίας ανήκουν στον συλλέκτη, επικεντρώνεται στο έργο του σημαντικού μας καλλιτέχνη και χρονολογικά τοποθετούνται από τα μέσα της δεκαετίας του '50, μέχρι και τα τέλη του '80. Ανάμεσά τους, το «Πληγωμένο άλογο» (1959), οι «Κόρες» (1961), η «Μάνα - Κόρη» (1963), η «Γυναίκα στην πόρτα» (1963), η «Λουόμενη» (1966), το «Αρμα» (1969), η «Πιετά» (1978), κ.ά.

Ο Χρήστος Καπράλος, ο αξέχαστος πλαστουργός της μνημειακής «Ζωφόρου της Πίνδου», που κοσμεί πλέον το Περιστύλιο της Βουλής, αλλά και ο πλάστης τόσων άλλων σπουδαίων έργων, υπήρξε ένας από τους κορυφαίους δημιουργούς, όχι απλώς της ελληνικής, αλλά και της διεθνούς γλυπτικής του 20ού αιώνα. Σεμνός και αθόρυβος «χειρώνακτας», φίλος και αντίπαλος της πέτρας και του ξύλου, του πηλού και του μπρούντζου, δημιούργησε μια γλυπτική που συνδυάζει τα αρχαϊκά χαρακτηριστικά με τις σύγχρονες αναζητήσεις και διακρίνεται για τη μνημειακότητα, την πηγαιότητα, την εκφραστική δύναμη και τον εσωτερικό της πλούτο. Μια γλυπτική που είναι εικόνα της ίδιας της ζωής.

«Πιετά» (1978)
«Πιετά» (1978)
Οπως σημειώνει ο Χάρης Σαββόπουλος στον καλαίσθητο κατάλογο που συνοδεύει την έκθεση: «Ο καλλιτέχνης ωρίμασε καλλιτεχνικά στην Ευρώπη τις παραμονές του παγκόσμιου πολέμου, προσέγγισε και γνώρισε τις τομές της μοντέρνας τέχνης λίγο πριν από τη θύελλα. Ωστόσο, η επεξεργασία των πληροφοριών έγινε στην απομονωμένη ελληνική φύση, τους απλούς της ανθρώπους και τη σκληρή τους καθημερινότητα. Οι μορφολογικές ταλαντώσεις του Καπράλου διαδραματίζονται κάτω από την ομπρέλα του κάθετου και πλάγιου μεσογειακού φωτός και όχι στο διαθλώμενο βόρειο φως. Ανακαλώντας, λοιπόν, αισθητικά βιώματα και ζυγιάζοντάς τα με το συναίσθημα του μεσογειακού τοπίου, ο Καπράλος τα αντιστοίχησε με τις κατακτήσεις και το στοχασμό της σύγχρονης τέχνης. Την αυστηρότητα και το πάθος του αρχαϊκού, με τη λιτότητα και το πνεύμα του μοντέρνου, την αφαίρεση με τη λακωνική απόδοση της φόρμας».

Εμμένοντας σε μια ανθρωποκεντρική, μνημειώδη γλυπτική, ο Χρ. Καπράλος εμπνεύστηκε αδιάλειπτα από την ελληνική μυθολογία, αλλά και από την αρχαία ελληνική τέχνη. Στο έργο του συναντά κανείς έννοιες όπως η εγκαρτέρηση, η αυτοθυσία, ο ηρωισμός, έννοιες που θίγουν την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης. Τα γλυπτά του, απαλλαγμένα από περιγραφικά και φιλολογικά στοιχεία του ρεαλισμού, διακρίνονται όχι μόνο για την πλαστική και τη δομή τους, αλλά και για το συμβολισμό τους και τη σχέση τους με τη γλυπτική παράδοση. Σημαντικό χαρακτηριστικό των παρουσιαζόμενων έργων αποτελεί η ιδιαιτερότητα της τεχνικής του καλλιτέχνη. Πρόκειται για τη λεγόμενη τεχνική του «χαμένου κεριού», μια αναβίωση της αρχαίας ελληνικής τεχνικής που ο Χρ. Καπράλος εφάρμοσε στα χάλκινα γλυπτά έργα του. «Με τη μέθοδο αυτή», αναφέρει η Αλεξάνδρα Κοροξενίδη στον κατάλογο, «ο Καπράλος πρωτοτυπεί ως προς τη συνήθη τεχνική που προϋποθέτει δουλιά στον πηλό και στη συνέχεια στο γύψο. Δουλεύει κατευθείαν σε κέρινες επιφάνειες τις οποίες, αφού τις οπλίζει με αγωγούς που τροφοδοτούν το μέταλλο τις χυτεύει στους ειδικά προετοιμασμένους φούρνους του χυτηρίου του».

Με τα χάλκινα έργα αυτής της τεχνικής, ο καλλιτέχνης εκπροσώπησε την Ελλάδα στην «Μπιενάλε» της Βενετίας το 1962, αποκομίζοντας τεράστια επιτυχία και διεθνή αναγνώριση. «Καρπός» αυτής της επιτυχίας, ήταν η δημιουργία ενός νέου εργαστηρίου στην Αίγινα, όπου φιλοτέχνησε, από το 1965 έως το θάνατό του, πλήθος έργων. Στην αγαπημένη του Αίγινα, δύο χρόνια πριν το «φευγιό» του, ιδρύθηκε το «Ιδρυμα Χρήστου και Σούλης Καπράλου», το οποίο λειτουργεί από το 1995 ως μουσείο και φιλοξενεί ένα μεγάλο κομμάτι της πολύμορφης δημιουργίας του. Την έκθεση, που θα διαρκέσει έως τον Ιούλιο, μπορεί το κοινό να την επισκεφτεί κάθε Τετάρτη (6μ.μ. - 8μ.μ.) και Σάββατο (11π.μ. - 3μ.μ.).


Η. ΜΟΡΤΟΓΛΟΥ


Τι κερδίσαμε;

Από τη μια μεριά ήτανε τα όπλα και από την άλλη η πίστη. Από τη μια μεριά η παρανομία και από την άλλη η νομιμότητα. Από τη μια μεριά οι μηχανές και από την άλλη οι άνθρωποι. Κι όμως φαίνεται πως η πίστη, η νομιμότητα και ο άνθρωπος δεν κερδίζουν, κερδίζουν τα όπλα, η παρανομία και οι μηχανές. Μέσα βαθιά στην καρδιά μας, βέβαια, ευχόμασταν να είναι διαφορετικά τα πράγματα. Ευχόμασταν να είναι διαφορετικός ο κόσμος και να βρεθούμε μια φορά μαζί με τους νικητές, μ' όλο που ξέραμε πως το τέλος θα είναι όπως το θέλουν οι δυνατοί και οι άνομοι, γιατί αυτοί κρατούνε τα όπλα και οι ίδιοι οδηγούνε τις μηχανές. Κι όμως δε διστάσαμε. Ούτε εμείς οι μεγάλοι και οι ψύχραιμοι ούτε οι μικροί και οι θερμόαιμοι. Κατεβήκαμε στους δρόμους. Απλώσαμε τις σημαίες και τα λάβαρα της ειρήνης. Φωνάξαμε συνθήματα. Ανάψαμε φωτιές. Τραγουδήσαμε τραγούδια του πολέμου, εμείς, οι ειρηνοφόροι.

Ξενυχτήσαμε περιμένοντας το μήνυμα της Νίκης και καταδικάσαμε μέσα στις ανυποχώρητες συνειδήσεις μας τους εισβολείς και τους δολοφόνους. Καταραστήκαμε τους φονιάδες των λαών και τους φωνάξαμε «γιούχα» και με τις σηκωμένες τις γροθιές μας τους δείξαμε το δρόμο της κόλασης, το δρόμο της καταδίκης. Τους απειλήσαμε. Αυτοί όμως έμειναν εκεί. Ατάραχοι και αδίστακτοι. Αγκιστρωμένοι στο ψέμα πως πολεμάνε για την ελευθερία και τη δημοκρατία, το δίκιο και την ισότητα. Και ντυμένοι με τις στολές του θανάτου, ζωσμένοι με τα όπλα του ολέθρου βγήκανε μπροστά, οι ξετσίπωτοι, για να μιλήσουν με αριθμούς νεκρών και να ζητήσουν συγνώμη για τα λάθη τους, για τα δάκρυα και το αίμα των μικρών παιδιών. Να μας διηγηθούν τα κατορθώματά τους, οι κακούργοι, απέναντι σε μια ανθρωπότητα που κρατούσε την ανάσα της και πάνω στους δρόμους της γης ζητούσε να σταματήσει ο πόλεμος, να μπουν τα μαχαίρια στις θήκες τους και να γυρίσουν οι στρατηγοί δολοφόνοι στους στρατώνες τους, εκεί όπου μόνο για το θάνατο κουβεντιάζουν και το θάνατο ετοιμάζουν. Ούτε την «άμυνα» προετοιμάζουν ούτε τις πατρίδες τους προστατεύουν. Κι όμως κερδίζουν. Αργά ή γρήγορα, κερδίζουν. Μα πατάνε πάνω σε πτώματα, γκρεμίζουν πολιτείες και σταματούν τις ζωές των αμάχων, στο τέλος κερδίζουν. Γι' αυτό και το βασανιστικό ερώτημα είναι: εμείς τι κερδίζουμε; Από τον τελευταίο ξεσηκωμό μας, στ' αλήθεια, τι κερδίσαμε; Πήγανε χαμένες οι φωνές μας και τα τραγούδια μας πήγανε στράφι; Οι γροθιές μας οι σηκωμένες δε φοβίσανε κανέναν; Και οι απειλές μας δεν έπιασαν τόπο;

Οχι! Χιλιάδες φορές όχι. Μπορεί αυτοί να κέρδισαν σε νεκρούς και δάκρυα, σε κατάρες και ζητωκραυγές δολοφόνων. Μπορεί αυτοί να μετρήσουν σε λίγο τα λάφυρα των θανάτων και να παζαρέψουν το μερτικό τους. Εμείς κερδίσαμε τη ζωή. Τα στήθια μας γέμισαν με τον άνεμο της ειρήνης κι αυτός ο άνεμος δε μετριέται, ούτε με δολάρια ούτε με ευρώ, γιατί βγαίνει από τις ανάσες των ζωντανών ανθρώπων και όχι από το ψυχορράγημα των θυμάτων, που άφησαν πάνω στους έρημους δρόμους οι «νικητές». Εμείς κερδίσαμε τα μηνύματα όλης της Γης που είναι με την ειρήνη και τη ζωή. Και μ' αυτά τα μηνύματα φυτεμένα στις αειφόρες καρδιές μας θα συνεχίσουμε να πορευόμαστε. Τώρα είμαστε πιο αποφασισμένοι. Τώρα που είδαμε ακόμα μια φορά τον πόλεμο από κοντά, είμαστε πιο γενναίοι. Τώρα πιστέψαμε πιο πολύ πως τη ζωή δε μας τη χαρίζει κανένας. Εμείς μόνοι μας την κερδίζουμε, με το τραγούδι και τη γροθιά. Οχι με τις ρουκέτες του θανάτου, αλλά με τα τριαντάφυλλα της ζωής και του αγώνα!


Του
Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ