ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 11 Μάη 2003
Σελ. /28
ΕΡΓΑΤΙΚΑ
Μπήκαν παιδιά στο εργοστάσιο και τις έστυψαν

Τα χέρια τους είναι μαθημένα να ράβουν αριστουργήματα. Για το κεφάλαιο, η εργατική τους δύναμη είναι μόνο ένα εμπόρευμα. Που αξιώνει να το αγοράζει όσο γίνεται φτηνότερα

Eurokinissi

Τα χέρια τους είναι μαθημένα να ράβουν αριστουργήματα. Για το κεφάλαιο, η εργατική τους δύναμη είναι μόνο ένα εμπόρευμα. Που αξιώνει να το αγοράζει όσο γίνεται φτηνότερα
Οταν έχεις διανύσει κάτι παραπάνω από τη μισή ζωή σου κι όταν 26 και περισσότερα χρόνια τα έχεις συνδέσει με ένα χώρο εργασίας, με αμέτρητες μέρες σκληρής δουλιάς, με πρησμένα χέρια και πόδια και πνευμόνια γεμάτα χνούδι, αλλά και αμέτρητες καλές και κακές στιγμές, δε θα πιστέψεις ποτέ σε μια ανακοίνωση που λέει «οριστική διακοπή». Οι εργάτριες της «ΣΙΣΣΕΡ - ΠΑΛΚΟ» μαζεύονται κάθε μέρα στο εργοστάσιο. Ισως δεν είχαν πιστέψει ποτέ παλιά - όταν με το που έμπαιναν για δουλιά δε σήκωναν κεφάλι για να μπορέσουν να πιάσουν την παραγωγή - ότι θα έρθουν μέρες που θα χτυπάνε κάρτα και δε θα κάνουν τίποτα.

Στην καθημερινή μας πια «στρατοπέδευση» μαζί τους εκεί στο εργοστάσιο μιλήσαμε ξανά και ξανά μαζί τους για όλα αυτά τα χρόνια. Από την ημέρα που ανύπαντρα κορίτσια έπιασαν δουλιά και τώρα είναι μάνες, ακόμα και γιαγιάδες, για τις στιγμές που έζησαν καμαρώνοντας για τη δουλιά τους και τώρα τις πετάνε στα σκουπίδια.

«Ηρθα 17 χρονών εδώ μέσα το 1977» λέει η Ιωάννα Τραντοπούλου, που δουλεύει στο τμήμα της συσκευασίας. «Τότε ήταν, μας λέει, που έπιασε φωτιά το κτίριο της "ΣΙΣΣΕΡ" και πέσαμε όλες οι εργάτριες και τη σβήσαμε. Με φώναξε ο προσωπάρχης και μου είπε "ευχαριστώ" και του είπα ό,τι έκανα, το έκανα για τη δουλιά μου».

Η Αφροδίτη Παντιάρα έπιασε δουλιά κι αυτή το 1977. Μετά από τόσα χρόνια που εισέπνεε το χνούδι, απέκτησε πνευμονοπάθεια το τελευταίο 1,5 χρόνο και παρ' όλα αυτά η εργοδοσία αρνείται ότι είναι επαγγελματική ασθένεια. «Αυτό είναι το "ευχαριστώ", μας λέει, που δουλεύαμε σαν ρομπότ, γιατί έτσι ήταν το γερμανικό σύστημα. Θέλανε στο 8ωρο 500 κομμάτια και εμείς βγάζαμε παραπάνω για να πάρουμε κάποια ψίχουλα από αυτά που έβγαζαν». Θυμάται όμως και άλλες στιγμές με την Πόπη, την Κλεοπάτρα, τη Μαρία, αλλά και τις κινητοποιήσεις που έκαναν για να συμπαρασταθούν σε αγώνες άλλων εργαζομένων.


Είκοσι χρόνια στη «ΣΙΣΣΕΡ» η Γεωργία Πασαλάκη έχει εγχειρισμένο πόδι από την ορθοστασία, από τα ατελείωτα 8ωρα με τις καθημερινές υπερωρίες μέχρι και Σάββατα και Κυριακές, αλλά και υπερθυρεοειδή από την πίεση και το άγχος. «Μπαίναμε μέσα και πέφταμε κατευθείαν στη δουλιά για να πιάσουμε την παραγωγή που μας έβαζαν. Δεν καθόταν κανένας πάνω από το κεφάλι μας, ήταν μια ιδιαίτερη απρόσωπη πίεση που μεταφερόταν μεταξύ των εργατριών, αφού το κάθε τμήμα εξαρτιόταν από τα υπόλοιπα».

Από 21 χρονών η Νίκη Μυλωνά, 26 χρόνια εργάτρια της «ΣΙΣΣΕΡ» θυμάται ακόμη τις πρώτες ημέρες. «Ηρθα 6 Νοέμβρη και στις 15 έκανα απεργία. Την επομένη με κάλεσε ο προϊστάμενος και με ρώτησε γιατί έκανα απεργία. Κάναμε πολλές απεργίες και πάντα διεκδικούσαμε καλύτερα μεροκάματα. Οι απολύσεις ήταν το άγχος μας, αφού γίνονταν συνέχεια για όποια δεν έπιανε την παραγωγή. Επρεπε να συσκευάσουμε 60 κομμάτια σε 16 λεπτά, 26 χρόνια αυτό το άγχος».

Αυτό το άγχος και τη σκληρή δουλιά θυμάται και η Κυριακή Γερμανίδου, 16 χρόνια στη «ΣΙΣΣΕΡ», από 17 χρονών, αλλά και το πώς ξεκίνησαν τμηματικά να πιέζουν τους χρόνους και πώς τις εξανάγκαζαν σε παραιτήσεις και απολύσεις. «Γινόντουσαν διακρίσεις με το δικό τους τρόπο, μας λέει. Οταν κάποια δεν ήταν δική τους, δεν άλλαζαν μηχανές ούτε τις συντηρούσαν, με αποτέλεσμα να σε δυσκολεύουν να δουλέψεις γρήγορα. Ετσι ή βρίσκαν δικαιολογία για απόλυση ή έσπαγαν τα νεύρα σου».


Η Μαρία Αλτιντζή, 38 χρονών σήμερα, έπιασε δουλειά για πρώτη φορά 13 χρονών, δίπλωνε και έλεγχε, κάθισε λίγο, δεν της άρεσε φυσικά τόση πίεση και έφυγε. Το 1981. Τρία χρόνια μετά έπιασε και πάλι δουλιά στη «Σίσσερ» από ανάγκη, αλλά και πάλι δεν άντεξε παραπάνω από έξι μήνες. Η ανεργία του άντρα της, τα παιδιά και η ανάγκη το 1987 την ξαναέστειλε για τρίτη φορά πάλι εκεί.

«Εχω δουλέψει από τότε σε όλα τα πόστα της παραγωγής, μέχρι το τελευταίο της επιδιόρθωσης των σκάρτων της Βουλγαρίας και γι' αυτό δέχτηκαν και με εκπαίδευσαν για να πάω στη Βουλγαρία, αν και δεν πήγα. Με τον καιρό τη συνήθισα και την αγάπησα τη δουλιά. Ετρεχα από τα ξημερώματα να ξεφορτώσω τα σιδερένια κλουβιά για να υπάρχει δουλιά. Εδωσα και μάχες όμως και συμμετείχα όσο μπορούσα σε κάθε αγώνα. Ακόμα κι όταν εκπαιδευόμουνα και με έβλεπαν παράξενα οι κοπέλες, αλλά η συνείδησή μου έλεγε ότι εκεί είναι η θέση μου».

Ετσι ακριβώς είναι. Εκεί, στο εργοστάσιο που έχτισαν με τα χέρια τους. Στο εργοστάσιο που τους ανήκει. Μόνο που για να το πάρουν πράγματι δικό τους, πρέπει πρώτα να φροντίσουν να χάσουν την εξουσία τ' αφεντικά. Αυτή είναι η συζήτηση που ανοίγει με αφορμή και το κλείσιμο του εργοστασίου.


Η Μαρίνα είναι στους σημερινούς απολυμένους, η μητέρα της, η κυρία Βασιλική, έπιασε δουλιά το '70 στη «Σίσσερ», την απολύσανε 52 χρονώ γυναίκα το 1999 κι ακόμα δεν έχει βρει δουλιά για να συμπληρώσει τα ένσημα της σύνταξης. Η μικρή Θεανώ κάνει τα πρώτα της βήματα κάτω από μια μαύρη σημαία. Και στο σπίτι υπάρχει ακόμα ένα βρέφος...
Η Μαρίνα είναι στους σημερινούς απολυμένους, η μητέρα της, η κυρία Βασιλική, έπιασε δουλιά το '70 στη «Σίσσερ», την απολύσανε 52 χρονώ γυναίκα το 1999 κι ακόμα δεν έχει βρει δουλιά για να συμπληρώσει τα ένσημα της σύνταξης. Η μικρή Θεανώ κάνει τα πρώτα της βήματα κάτω από μια μαύρη σημαία. Και στο σπίτι υπάρχει ακόμα ένα βρέφος...

Γιώργος ΜΙΧΑΗΛΑΡΗΣ


Είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου

Πλήθος επιχειρήσεων έκλεισαν με πανομοιότυπο τρόπο

Πεντακόσιες εργάτριες πέταξε στο δρόμο η «ΣΙΣΣΕΡ» στις αρχές της εβδομάδας, αναγγέλλοντας το κλείσιμο του εργοστασίου στην Αθήνα. Ενώ εδώ και τρία χρόνια, ακολουθώντας την τακτική των ομαδικών απολύσεων, είχε αφήσει χωρίς ψωμί άλλες 350 εργάτριες. Ολα αυτά γιατί τάχα η επιχείρηση δεν έβγαζε κέρδη και δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει στον ανταγωνισμό. Ομως, η αλήθεια είναι ότι η «ΣΙΣΣΕΡ» έβγαζε κέρδη. Αλλά οι καπιταλιστές έκριναν πως μπορούν να βρουν κάπου αλλού καλύτερους όρους για την ακόμη μεγαλύτερη αύξηση της κερδοφορίας τους.

Το παράδειγμα της «ΣΙΣΣΕΡ» έχει ακολουθήσει στο παρελθόν πλήθος επιχειρήσεων. Ιδιαίτερα, μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, που σημαίνει απελευθέρωση των αγορών, της κίνησης των κεφαλαίων, το φαινόμενο αυτό έχει ενταθεί. Μια αναδρομή στην πορεία που ακολούθησαν μερικές από αυτές δείχνει ότι το κεφάλαιο ακολουθεί παντού την ίδια τακτική. Σε αυτές του τις επιλογές το κεφάλαιο διευκολύνεται από την πολιτική των κυβερνήσεων που το υπηρετούν και την πλειοψηφία συνδικαλιστικών ηγεσιών που έχουν αναλάβει να περνούν αυτή την πολιτική στο κίνημα.

Απολύσεις, εκβιασμοί, λουκέτα

Το εργοστάσιο αντρικών ενδυμάτων «ΚΑΤΕΡΙΝΑ» στην Κατερίνη της γερμανικής πολυεθνικής «ROLLMANN» λειτουργούσε από τη δεκαετία του '60, όταν στις 24 Σεπτέμβρη του 2001 έβαλε λουκέτο στέλνοντας στο δρόμο 450 εργαζόμενους. Η αρχή είχε γίνει δύο χρόνια νωρίτερα το 1999, όταν έκανε το πρώτο βήμα απολύοντας μαζικά τους πρώτους 150 εργαζόμενους. Οι λόγοι ίδιοι ακριβώς με τους σημερινούς της «ΣΙΣΣΕΡ», όπως και η χώρα που μεταφέρθηκε η επιχείρηση, η Βουλγαρία, όπου σήμερα εκμεταλλεύεται εκεί περίπου 2.000 εργαζόμενες.

Αμέριστο συμπαραστάτη είχε την πλειοψηφία του εργοστασιακού σωματείου (ΠΑΣΚΕ - ΑΥΤΟΝΟΜΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ), οι οποίοι όχι απλά δέχτηκαν τις πρώτες απολύσεις, αλλά όταν ανακοινώθηκε το λουκέτο, πρωτοστάτησαν και ανέλαβαν οι ίδιοι την ευθύνη να πάνε οι τεχνικοί και να ξηλώσουν τα μηχανήματα και να τα φορτώσουν σε κοντέινερ.

Η συντριπτική πλειοψηφία όλων των εργαζομένων της «ΚΑΤΕΡΙΝΑ» σήμερα είναι άνεργοι. Τα επιδοτούμενα προγράμματα που τους έβαλε η κυβέρνηση - όπως υπόσχεται και στις εργάτριες της «ΣΙΣΣΕΡ» - τέλειωσαν γρήγορα. Το κλείσιμο του εργοστασίου σήμανε το τέλος του κλάδου στην περιοχή, όπου πλέον έχουν απομείνει κάποιες ελάχιστες μικρές βιοτεχνίες.

«ΜΠΙΑΝΚΑ ΠΑΓΓΑΙΟΥ»

Ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι και η περίπτωση της πολυεθνικής επιχείρησης γυναικείων ενδυμάτων «ΜΠΙΑΝΚΑ ΠΑΓΓΑΙΟΥ» στην Καβάλα, που έκλεισε οριστικά το Φλεβάρη του 2002, απολύοντας περίπου 400 εργαζόμενους, μεταφέροντας την επιχείρηση στην Τσεχία.

Πριν από αυτό όμως, η εργοδοσία είχε προχωρήσει σε σειρά εκβιασμών, απολύσεων, μέχρι και σε συγκρότηση δικού της σωματείου για να περάσει μια σειρά αντεργατικά μέτρα. Τον Απρίλη του 2000 με σταδιακές απολύσεις περίπου 100 εργαζομένων και απομένουν 460. Οι εκβιασμοί αρχίζουν. Ελαστικοποίηση, μείωση του χρόνου εργασίας με ταυτόχρονη μείωση αποδοχών, υπερωριακή απασχόληση το Σάββατο κ. α. ήταν αυτά που αξίωνε η πολυεθνική και απειλούσε με απολύσεις.

Εμπόδιο στα σχέδια έμπαινε το σωματείο, που αντιμετώπισε όλες αυτές τις προκλήσεις με αγωνιστικές κινητοποιήσεις των εργαζομένων. Το Δεκέμβρη όμως του 2000 η εργοδοσία απολύει μαζικά 80 εργαζόμενους και, όχι τυχαία, μεταξύ αυτών την πρόεδρο του Σωματείου Θ. Δεμερτζή και την γραμματέα Μ. Κυριακίδου. Από εκεί και πέρα ανέλαβαν οι άνθρωποι της εργοδοσίας που πήραν το σωματείο στα χέρια τους και μαζί με τον «πράσινο» πρόεδρο του Εργατικού Κέντρου Κ. Τιάτκα έδωσαν τα πάντα στην πολυεθνική, υπογράφοντας συμφωνία για την επιβολή όλων των αντεργατικών ρυθμίσεων που αξίωνε. Ούτε αυτό όμως σταμάτησε την πολυεθνική και έβαλε τελικά λουκέτο.

Εκτός από τις ξένες πολυεθνικές και ελληνικές επιχειρήσεις, κυρίως της Βόρειας Ελλάδας, έχουν μεταφέρει τα τελευταία χρόνια την παραγωγική δραστηριότητα στα Βαλκάνια, προκειμένου να εκμεταλλευτούν τα οφέλη από το χαμηλό κόστος παραγωγής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Ομιλος «Κλωνατέξ» του επιχειρηματία Λαναρά και η θυγατρική της «Fanco», η οποία ελέγχει πέντε εταιρίες στη Βουλγαρία, μεταξύ των οποίων τις «Bulfanco», «Textilko» και «Lanco».


«ΒΑΛΚΑΝΙΚΗ ΔΙΕΙΣΔΥΣΗ»
Μια υπόθεση που αφορά μόνον το κεφάλαιο

Η στρατηγική της οικονομικής ολιγαρχίας της χώρας και του κυρίαρχου πολιτικού συστήματος να εισβάλουν οικονομικά στα καθημαγμένα Βαλκάνια, μετά τις κοινωνικοπολιτικές ανατροπές που έγιναν στις χώρες αυτές στα τέλη της δεκαετίας του '80, άρχισε να υλοποιείται με το άνοιγμα των χωρών αυτών στο καθεστώς της ελεύθερης οικονομίας. Οι κεφαλαιοκράτες της χώρας μας μυρίστηκαν ψητό και τους άνοιξε η όρεξη.

Μια μικρή αναδρομή στον οικονομικό Τύπο (όλον ανεξαιρέτως, και τον συντηρητικό αλλά και τον ...προοδευτικό) αρκεί για να καταλάβει κανείς ότι οι επιδιώξεις της άρχουσας τάξης ήταν απροσχημάτιστα επιθετικές και κατακτητικές. Αυτό γίνεται αμέσως αντιληπτό από την ανάγνωση των τίτλων των σχετικών θεμάτων, τίτλοι οι οποίοι έκαναν λόγο για «διείσδυση στα Βαλκάνια», για «κατάληψη της βαλκανικής ενδοχώρας», για «βαλκανικό Ελ Ντοράντο». Για την εξυπηρέτηση των επιδιώξεων αυτών διοργανώνεται κάθε χρόνο συνέδριο στη Θεσσαλονίκη, από το βήμα του οποίου παρελαύνουν ο εκάστοτε πρωθυπουργός της χώρας, υπουργοί της κυβέρνησης, αρχηγοί κομμάτων - πλην ΚΚΕ βέβαια - οι πρέσβεις όλων των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων (ΗΠΑ, Ρωσία, Γαλλία, Γερμανία, Αγγλία, Ιταλία κλπ.), επιχειρηματίες, τραπεζίτες και, φυσικά, οι ...φτωχοί συγγενείς, η πολιτική γραφειοκρατία των βαλκανικών χωρών μαζί με νεότευκτους επιχειρηματίες, οι οποίοι κάθε χρόνο βγάζουν την πραμάτεια τους στην κοινή θέα. Ελάτε να επενδύσετε στα Βαλκάνια, εκλιπαρούν τους επιχειρηματίες της Δύσης. Πουλάμε πάμφθηνα τις πρώην κρατικές επιχειρήσεις, έχουν πάμφθηνο και έμπειρο εργατικό δυναμικό και σας περιμένουμε... Κανονικό παζάρι δηλαδή. Μάλιστα, μετά από προτροπή του πρώην πρέσβη των ΗΠΑ στην Ελλάδα Τόμας Νάιλς, το 1996, οι Ελληνες διοργανωτές δεν κάνουν πλέον λόγο για «Βαλκάνια», αλλά για «χώρες της Νοτιανατολικής Ευρώπης». Ο τότε ανθύπατος, στην ομιλία του, με έντονη ειρωνική διάθεση, τους είχε προειδοποιήσει: «Αν θέλετε να πατήσει το πόδι του κανένας επενδυτής στην περιοχή, σταματήστε να μιλάτε για Βαλκάνια». Το όνομα «Βαλκάνια» είχε ...στιγματιστεί μετά τις απροκάλυπτες ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις που οδήγησαν σε διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας, και η αναφορά της συγκεκριμένης ονομασίας, κατά τον κ. Νάιλς, δημιουργούσε αρνητικούς συνειρμούς στους επενδυτές της Δύσης... Από τότε οι Ελληνες διοργανωτές πειθάρχησαν και άλλαξαν την ονομασία.

Οι επιδιώξεις στην περιοχή των Βαλκανίων είναι οικονομικές και πολιτικές. Οικονομικά, το «ελληνικό» κεφάλαιο, το οποίο δεν αισθανόταν και ιδιαίτερα ευχάριστα στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπου είχε να αντιμετωπίσει ισχυρό και άνισο ανταγωνισμό - τα επίπεδα συσσώρευσης του «ελληνικού» κεφαλαίου είναι αστεία, σε σχέση με τα επίπεδα συσσώρευσης των χωρών της καπιταλιστικής Δύσης - βρήκε μια πρώτης τάξης ευκαιρία, να κινητοποιήσει αδρανή κεφάλαια, να κατακτήσει νέες αγορές, να εισβάλει σε χώρες, όπου ο βαθμός εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης είναι κατά πολύ υψηλότερος από τα αντίστοιχα επίπεδα της Ελλάδας και φυσικά των χωρών της ΕΕ. Στα πλαίσια αυτά, πολλές μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις έχουν μπει στις αγορές των Βαλκανίων, ενώ αξιόλογη είναι και η παρουσία του τραπεζικού κεφαλαίου, καθώς όλες οι μεγάλες εμπορικές τράπεζες έχουν ανοίξει υποκαταστήματα, έχουν προβεί σε εξαγορά ιθαγενών τραπεζών κλπ. Στην κατεύθυνση αυτή κινούνται και οι ΔΕΚΟ (εξαγορά διυλιστηρίων των Σκοπίων από τα ΕΛΠΕ και των τηλεπικοινωνιών της Γιουγκοσλαβίας και της Ρουμανίας από τον ΟΤΕ). Σημαντική παρουσία έχουν επίσης και μικρομεσαίες επιχειρήσεις - λόγος γίνεται για 2.500 - οι οποίες έχουν μεταναστεύσει μαζικά, ειδικά από τη Β. Ελλάδα, προς τις χώρες αυτές.

Πολιτικά, η ελληνική κυβέρνηση δεν το κρύβει ότι επιδίωξή της είναι η Ελλάδα να παίξει τον ηγετικό ρόλο του μικροϊμπεριαλιστή απέναντι στις χώρες αυτές, ρόλο ενδιάμεσου ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ενωση και στις βαλκανικές χώρες, στα πλαίσια της νέας γεωγραφίας που διαμόρφωσαν οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στην περιοχή. Αυτό το διακηρύττουν σε κάθε ευκαιρία οι εκπρόσωποι του πολιτικού συστήματος.

Και οι εργαζόμενοι;

Μετά τις εξελίξεις με τη «Σίσσερ Πάλκο» πείθεται πλέον και ο πλέον δύσπιστος εργάτης, ότι η υπόθεση «βαλκανική διείσδυση» είναι μια υπόθεση που αφορά αποκλειστικά τους εκπροσώπους του κεφαλαίου και τα συμφέροντά τους. Για την εργατική τάξη της χώρας και τους άλλους εργαζόμενους όχι μόνο δεν αποτελεί κάποια θετική εξέλιξη, αλλά χρησιμοποιείται ως πολύμορφος μοχλός πίεσης και απροσχημάτιστων εκβιασμών. Ετσι, όταν κλείνουν οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα και μεταφέρουν τις δραστηριότητές τους σε χώρες «χαμηλού κόστους», οι εργαζόμενοι πετιούνται σαν σκυλιά στο δρόμο. Παράλληλα, οι επιχειρηματίες πιέζουν για χαμηλότερα μεροκάματα, για «ελαστικότερες» εργασιακές σχέσεις, για γενικευμένες ανατροπές. Το τραγελαφικό είναι ότι το κεφάλαιο με το οποίο εξαγοράζουν ή ιδρύουν επιχειρήσεις στα Βαλκάνια είναι η υπεραξία, το προϊόν απλήρωτης εργασίας αυτών που πετούν σήμερα στο δρόμο, επειδή τους κοστίζουν ακριβά... Οι κεφαλαιοκράτες, στο μεταξύ, συνεχίζουν να συσσωρεύουν υπερκέρδη. Και στις ...κατεχόμενες βαλκανικές χώρες, όπου η εργατική τάξη δουλεύει για ένα ξεροκόμματο, αλλά και στην Ελλάδα, όπου αφθονούν η «μαύρη εργασία», οι ελαστικές μορφές απασχόλησης, ενώ χρηματοδοτούνται γενναία από το κράτος κλπ.

Υπάρχει λύση στο πρόβλημα; Κατ' αρχάς πρέπει να συνειδητοποιήσουν οι εργάτες, ότι οι κλαυθμοί και οι οδυρμοί της κυβέρνησης για τους ...καημένους τους εργάτες που πετιούνται στο δρόμο είναι υποκριτικοί. Είναι η ίδια η κυβέρνηση η οποία πυροδοτεί με την πολιτική της την έξοδο επιχειρήσεων προς τα Βαλκάνια και όπου αλλού. Αρα οι εργάτες πρέπει να την καταδικάσουν έμπρακτα, όπως και τις άλλες πολιτικές δυνάμεις που στηρίζουν τις πολιτικές των ευρωμονόδρομων (ΝΔ, ΣΥΝ) γιατί και αυτές στον ίδιο θεό πιστεύουν. Για μακροπρόθεσμες λύσεις πρέπει να γίνει κατανοητό ότι αυτές περνάνε μέσα από την άρση της αντίθεσης κεφαλαίου-εργασίας. Η αντιθετική αυτή σχέση έχει κακοφορμίσει αρκετά και είναι υπεύθυνη για μύρια δεινά που κατατρύχουν τους εργαζόμενους όλου του πλανήτη.


Θ. Κ.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ