ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 18 Μάη 2003
Σελ. /32
ΕΡΓΑΤΙΚΑ
Πάλη ενάντια στην ανεργία σε ποια προοπτική;

Η περίπτωση της ΣΙΣΣΕΡ - ΠΑΛΚΟ άνοιξε μια μεγάλη συζήτηση γύρω από την πορεία της καπιταλιστικής οικονομίας της Ελλάδας. Ο ΣΕΒ έθεσε το πρόβλημα της ανεργίας για τα επόμενα χρόνια και δεν πρέπει να εκπλήσσει. Οι βιομήχανοι από τη σκοπιά των συμφερόντων τους επισείουν την όξυνση ενός προβλήματος στη συγκεκριμένη φάση εξέλιξης του καπιταλισμού, (ας μην ξεχνάμε ότι ο κύκλος της κρίσης δεν πρόκειται να αφήσει αλώβητο τον ελληνικό καπιταλισμό), πιέζοντας την κυβέρνηση για νέα προνόμια. Βεβαίως, η αντικειμενική τάση (απόλυτο νόμο του καπιταλισμού τον ονόμασε ο Μαρξ), είναι να συμβαδίζει η κεφαλαιοκρατική συσσώρευση με την αύξηση του υπερπληθυσμού, δηλαδή όσο μεγαλώνουν οι διαστάσεις του κεφαλαίου, αυξάνονται οι άνεργοι.

Στην περίπτωση της ΣΙΣΣΕΡ-ΠΑΛΚΟ όμως, πρόκειται για μεταφορά βιομηχανίας σε άλλη χώρα, με επιδίωξη την αύξηση της μάζας των κερδών της, ως μέτρο που απαντά στη μείωση των πωλήσεων των εμπορευμάτων της, ανεξάρτητα αν αυτή η μείωση δεν επέφερε ζημιές, αλλά συνέχισε να αποδίδει κέρδη. Μπορεί, βεβαίως, να εκτιμά η συγκεκριμένη πολυεθνική ότι η αύξηση της μάζας των κερδών, με δεδομένη τη μείωση των πωλήσεών της, (εδώ έχουμε την κλασική διέξοδο για το κεφάλαιο, έρευνα για αναζήτηση τρόπου απόσπασης μεγαλύτερης υπεραξίας), είναι ένας τρόπος αντιμετώπισης μιας επερχόμενης κρίσης, αφού μπορεί να την αντιμετωπίσει με τις λιγότερες δυνατές απώλειες, αυξάνοντας τις διαστάσεις του κεφαλαίου της. Επομένως, απ' όποια μεριά και αν εξετάσει κανείς την αφορμή, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Αύξηση της ανεργίας.

Πριν απαντήσουμε στο γενικό πρόβλημα της ανεργίας, θα σταθούμε για λίγο σ' αυτό, που, με αφορμή τη ΣΙΣΣΕΡ - ΠΑΛΚΟ, συζητιέται έντονα σε βιομήχανους, πολιτικά κόμματα, ΜΜΕ κλπ., δηλαδή την αφορμή και το λόγο που προβάλλεται για τη μεταφορά του εργοστασίου. Ολοι μιλούν για την ανταγωνιστικότητα. Ή διαφορετικά, αυτό που το κεφάλαιο επιδιώκει πάντα ως έναν τρόπο αύξησης της κερδοφορίας του, τη μείωση του κόστους παραγωγής.

Με δεδομένο και σταθερό το κόστος των υπόλοιπων παραγόντων της παραγωγής,(ενέργεια, πρώτες ύλες, απόσβεση μηχανών κλπ.), ένα μόνο μένει, η εργατική δύναμη. Τα μεροκάματα στη Βουλγαρία είναι πολύ πιο φτηνά, άρα για το συγκεκριμένο κλάδο ο βαθμός εκμετάλλευσης μεγαλύτερος απ'ότι στην Ελλάδα. Ετσι, η συζήτηση που άρχισε στους κόλπους των αστικών επιτελείων και του ΣΕΒ, εστιάζεται στο συνεχές φτήνεμα του εργάτη. Δεν πρέπει, λοιπόν, να παραξενεύει το γεγονός ότι ο ΣΕΒ έκανε άμεση παρέμβαση, μιλώντας για διπλασιασμό της ανεργίας. Στην προκειμένη περίπτωση, το δικό τους πρόβλημα, (το πώς θα αυξάνουν την κερδοφορία αυξάνοντας το βαθμό εκμετάλλευσης), μεταφέρεται στην κυβέρνησή τους, στα κόμματά τους, με ένα δίλημμα, το οποίο μεταθέτουν και στην εργατική τάξη. «Αύξηση της ανεργίας ή φτήνεμα του εργάτη»; Προτιμότερο το δεύτερο, λένε, γιατί και κάνει την οικονομία πιο ανταγωνιστική, αλλά και λιγότερο, κατά τη γνώμη τους, δύσκολη τη ζωή των εργατών, αφού τουλάχιστον θα έχουν δουλιά, έστω και με μειωμένο σχετικά μεροκάματο, ελαστική απασχόληση, ιδιωτική Κοινωνική Ασφάλιση, Υγεία κλπ., αυτά τα μέτρα που ονομάζουν αναδιαρθρώσεις.

Ανεργοι λοιπόν ή δούλοι; Και το αναθέτει στην κυβέρνηση, αφού αυτή έχει την ευθύνη άσκησης και εφαρμογής της πολιτικής που είναι αναγκαία, για να αναπαράγονται ο όροι της ύπαρξης αυτής της κοινωνίας, δηλαδή της μισθωτής εργασίας και της εκμετάλλευσης. Ο ίδιος, φυσικά, ο ΣΕΒ επιμένει: Προχωρήστε γρήγορα τις αναδιαρθρώσεις, γιατί αυτές θα αντιμετωπίσουν το ζήτημα της ανταγωνιστικότητας άρα και της ανάπτυξης. Να φτηναίνει συνεχώς ο εργάτης, λοιπόν, για να υπάρχει ανάπτυξη! Αυτό λένε. Και να μη φεύγουν οι βιομηχανίες, αντίθετα να εισάγεται κεφάλαιο, για να μην αυξάνεται η ανεργία. Αλλωστε, ας μην ξεχνάμε ότι αυτή η περίπτωση συνέπεσε με την εξαγορά της «Παπαστράτος» από την πολυεθνική «Φίλιπ Μόρρις». Και όλ' αυτά, βεβαίως, με δεδομένη την ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων ελέω Συνθήκης Μάαστριχτ.

Με δεδομένες τις σύγχρονες αντικειμενικές συνθήκες δράσης του κεφαλαίου, (οικονομική κρίση, όξυνση μονοπωλιακού ανταγωνισμού), η πολιτική της ελεύθερης κίνησής του, η τάση να φτηναίνει ο εργάτης, είναι αναγκαίες, προκειμένου να αντεπεξέρχεται στις δυσχέρειες του ανταγωνισμού ως προς την αναπαραγωγή του, αυξάνοντας τη μάζα των κερδών και τις διαστάσεις του, έτσι που να έχει αντιστάθμισμα στην πτώση του ποσοστού των κερδών.

Οι απόψεις περί νόμων που να εμποδίζουν την εξαγωγή του στο εξωτερικό, δεν μπορούν να εφαρμοστούν. Η τάση είναι αντίθετη. Επομένως, αυτό που μένει είναι τα κίνητρα στους βιομήχανους, ώστε να μη φεύγουν κεφάλαια που σημαίνει μέτρα για πιο φτηνούς εργάτες. Αυτό ζητά ο ΣΕΒ, αυτό λένε ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, αλλά και ο ΣΥΝ, ο οποίος κόπτεται για την ανταγωνιστικότητα. Και ας το συμπληρώνει υποτίθεται με άλλα αιτήματα για την εργατική τάξη, (αύξηση μισθών, μείωση ωρών δουλιάς, Κοινωνική Ασφάλιση κλπ.). Ολ' αυτά όμως είναι αντίθετα στην ανταγωνιστικότητα. Που σημαίνει παραγωγή πιο φτηνών εμπορευμάτων. Και που μπορεί να προέλθει με την αύξηση της παραγωγής προϊόντων στη μονάδα του χρόνου, (παραγωγικότητα), αλλά αυτό δε σημαίνει πάντα αύξηση της παραγωγής. Μπορεί να συνδιάζεται ακόμη και με μείωση της. Μπορεί επίσης να οδηγεί και σε μείωση εργατικού δυναμικού, άρα αύξηση της ανεργίας. Επιδιώκεται δε ταυτόχρονα η συμπίεση του μεροκάματου του εργάτη στο κατώτατο δυνατό όριο, χωρίς ασφάλιση, σε συνδυασμό και με εντατικοποίηση της δουλιάς. Επομένως αυτές οι συνθήκες που ζητά ο ΣΕΒ, καθόλου δε σημαίνουν και μείωση της ανεργίας. Ιδιαίτερα δε αν στην αγορά υπάρχει μειωμένη ζήτηση εμπορευμάτων.

Να γιατί η ανεργία δεν αντιμετωπίζεται ούτε με την ανταγωνιστικότητα. Ισως μειωθεί προσωρινά όπως σε περιόδους αναζωογόνησης, αλλά η κατάσταση δεν αλλάζει, αφού ο κύκλος θα επανέλθει στην κρίση και την ύφεση.

Συμπερασματικά, το πρόβλημα της αύξησης της ανεργίας, ανεξάρτητα από τις αφορμές εμφάνισής του, φέρνει τον εργάτη αντιμέτωπο με τις ίδιες τις σχέσεις παραγωγής και την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Στο δίλημμα «άνεργοι ή δούλοι», οι εργάτες αντικειμενικά πρέπει να απαντήσουν: Κατάργηση της εκμετάλλευσης. Γιατί αν υποκύψουν στις χειρότερες συνθήκες, προκειμένου να 'χουν δουλιά, πράγμα αμφίβολο, τότε χειροτερεύει συνεχώς η θέση τους. Αν, επίσης, υποκύψουν στη λογική κίνητρα στους καπιταλιστές, για να μην κλείνουν τις επιχειρήσεις ή τις μεταφέρουν αλλού, προκειμένου να μην αυξάνεται η ανεργία, πάλι υποτάσσονται στα συμφέροντα των καπιταλιστών, πάλι θα χειροτερεύει η θέση τους. Ενώ η ανεργία δεν πρόκειται να εξαλειφθεί ούτε καν να μειωθεί. Αυτό που δεν πρέπει να κάνουν οι εργάτες, είναι να παλεύουν για κίνητρα στον εργοδότη, να δέχονται μείωση των αναγκών τους και περικοπή των δικαιωμάτων τους, στο όνομα ότι θα έχουν δουλιά.

Ετσι κι αλλιώς από τη στιγμή που φτηναίνουν συνεχώς τον εργάτη, μειώνεται και η ζήτηση, άρα καταστρέφεται μέρος της παραγωγής, αυξάνεται η ανεργία. Αλλά και αν, κάτω από την ταξική πάλη δεν επέλθει το φτήνεμα του εργάτη, όταν τα κέρδη θα μειώνονται η επιχείρηση θα κλείνει. Στις συνθήκες του καπιταλισμού, η πάλη για να παραμείνει ανοιχτή, σημαίνει πολιτική που φρενάρει τα κέρδη του κεφαλαίου, δυσκολεύει τη συσσώρευση. Μπροστά στα μάτια του εργάτη ανοίγεται ολόισια η ανάγκη της κοινωνικής ιδιοκτησίας. Το πρόβλημα λοιπόν της ανεργίας επιβεβαιώνει το ζήτημα που το ΚΚΕ έβαλε στο Πρόγραμμά του ότι δυο δρόμοι εξέλιξης της ελληνικής κοινωνίας ορθώνονται μπροστά στο λαό. Ο δρόμος των μονοπωλίων και του ιμπεριαλισμού, και αυτός του αντιμονοπωλιακού αντιιμπεριαλιστικού δημοκρατικού μετώπου πάλης για τη λαϊκή εξουσία και τη λαϊκή οικονομία. Αυτός είναι ο δρόμος της εργατικής τάξης, όλου του λαού, προκειμένου να ξεμπερδέψουν οριστικά από τα βάσανα της ανεργίας και της φτώχειας.

Και ως τότε, ρωτάνε καλοπροαίρετα οι εργάτες και οι εργάτριες -αλλά κακοπροαίρετα και εκ του πονηρού αυτοί που θέλουν να χειραγωγήσουν και να κοροιδέψουν τους εργάτες- «τι μπορεί να γίνει»;

Η εργατική τάξη ολόκληρη πρέπει να αγωνίζεται από κοινού με τους εργάτες των εργοστασίων που πάνε να κλείσουν, για να παρεμβάλλουν όσα εμπόδια γίνεται για να μην κλείσουν. Και αν κλείσουν, να προστατεύονται πλήρως τα δικαιώματα των ανέργων σε μισθό, ασφάλιση, υγεία κλπ, καθώς και άλλα ζητηματα που θα αναδεικνύει η ίδια η πάλη. Να πληρώνουν το κράτος και οι επιχειρηματίες για όλα αυτά, όσο θα 'ναι άνεργοι. Θα το καταφέρουν; Εξαρτάται απο το συσχετισμό δυνάμεων. Όμως ο εργάτης και η εργάτρια πρέπει να έχουν στο μυαλό τους, ότι, ακόμη και αν τα καταφέρουν, η συνολική πραγματικότητα σε βάρος τους δε θα αλλάξει ουσιαστικά. Θα επανέλθει αύριο δριμύτερη. Υπάρχει πλούσια πείρα. Ακριβώς γι' αυτό, αυτός ο αγώνας για τα δικαιώματά τους από τώρα πρέπει να δένεται με την γενικώτερη κοινωνικοπολιτική πάλη για μιά άλλη εξουσία, τη λαική εξουσία, για τη λαϊκή οικονομία.


Σ. Κ.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ