ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 22 Ιούνη 2003
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΒΑΣΩ ΠΑΠΑΔΑΚΗ - ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ

Η Βάσω Παπαδάκη - Αγγελίδου γεννήθηκε στην Αθήνα.

Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, όπου και αναγορεύτηκε διδάκτωρ το 1961.

Εργάστηκε στη Μέση Εκπαίδευση, ιδιωτική και δημόσια, για τριάντα πέντε χρόνια. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την Παιδαγωγική και έκανε ομιλίες και διαλέξεις στην Αθήνα και την επαρχία.

Παράλληλα, ασχολήθηκε με την πεζογραφία και έχει λογοτεχνικό και επιστημονικό έργο.

Διηγήματα και κριτικές εργασίες της έχουν δημοσιευτεί στον αθηναϊκό και τον επαρχιακό Τύπο.

Η Βάσω Αγγελίδου είναι μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.


Πώς βρήκε την ευτυχία η Μαριέτα

Παπαγεωργίου Βασίλης

Ποιος δεν έχει ακούσει για τα πολυεθνικά μονοπώλια;

Ποιος δεν έχει αγανακτήσει μαζί τους;

Αλλά και ποιος δεν έχει θαυμάσει τον τρόπο, που βάζουν το χέρι τους στην τσέπη σου, σου αδειάζουν το πορτοφόλι και λες «ευχαριστώ»;

Αυτοί οι απρόσωποι κολοσσοί, που μας σφιχτοδένουν με τ' αστραφτερά πλοκάμια τους και συντρίβουν πολιτικά σύνορα, διαμορφώνουν τη σκέψη μας και την ψυχολογία μας χωρίς να το καλοπάρουμε είδηση. Σ' αυτό το θέμα αναφέρεται το παρακάτω διήγημα.

Χωμένη αναπαυτικά στη βελουδένια πολυθρόνα της, η Μαριέτα είχε αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στο μαγικό κουτί της τηλεόρασης. Αύριο θα πήγαινε οπωσδήποτε ν' αγοράσει εκείνα τα θαυμάσια ζαμπονάκια, που διαφήμισε ο χαμογελαστός παρουσιαστής. «Είναι, παιδί μου, να σου ξεφεύγουν κάτι τέτοια;». Ξαφνικά συννέφιασε. Δε γίνεται αύριο. Το πρωί γραφείο, τ' απόγευμα ραντεβού με το γιατρό της. Ποιος ξέρει τι ώρα θα τελειώσει. Τότε μεθαύριο.

Χαμογέλασε με ευχαρίστηση, που έλυσε το προβληματάκι στο άψε - σβήσε. Ας είναι μεθαύριο.

Τα γεμάτα υγεία και χαρά ανθρωπάκια της τηλεόρασης τη συνέπαιρναν. Το ένα της έλεγε να φάει «ζαμπονάκι μπαμ». Το άλλο να πιει «κόκα - κόλα» για να γίνει ευτυχισμένη. Το άλλο να βάλει καλλυντικό «Κλερ» για να γίνει όμορφη. Ευτυχισμένη, όμορφη. Ναι, πολύ το ήθελε. Αλλά πώς;

Μα, αφού το λεν τα ανθρωπάκια της τηλεόρασης δεν μπορεί, θα γίνει.

Σηκώθηκε ανάλαφρη από το κάθισμα. Χαμογελούσε. Αυτή είχε βρει το μυστικό. Δεν είδες τ' ανθρωπάκια που τρών' «ζαμπονάκια μπαμ» και πίνουν «κόκα - κόλα» τι γερά κι ευτυχισμένα που είναι;

- Ασε τους χαζούς να κυνηγάν την ευτυχία με αγώνες. Εγώ μια φορά την έπιασα. Η πολιτική μού είναι αδιάφορη.

Μπήκε στην κουζίνα να ετοιμάσει το βραδινό, με το χαμόγελο του σοφού που ξέρει, ενώ οι άλλοι δεν ξέρουν. Το μεσημέρι, η οικογένεια δε βλεπόταν. Στις δουλιές οι μεγάλοι, στη σχολή του ο γιος. Το βράδυ, όμως, έσμιγαν. Και μόλις τελείωναν το φαγητό τους, βουβοί, ίδιο κοπάδι, ξανακάθονταν στις πολυθρόνες και παρακολουθούσαν τηλεόραση. Μέρες και μήνες και χρόνους το ίδιο. Πιστή έκφραση των στίχων του τραγουδιού.

«Φεύγ' η ζωή μας στο φαΐ και στη σιωπή».

Το καθιστικό ήταν καλοβαλμένο. Καναπές, τραπεζάκια, πολυθρόνες, το σύνθετο. Τα ψεύτικα άνθη, το στέρεο, διάφορα μπιμπελό. Το μαγικό κουτί της τηλεόρασης, ηχητικός και φωτεινός βασιλιάς του χώρου, εδώ, καταδυνάστευε τέσσερα άτομα. Τον πατέρα, τη μάνα, το γιο, τη γιαγιά.

Οι ώρες που περνούσαν εκεί μέσα ήταν γεμάτες μυστήριο. Κανείς δε μιλούσε, όλοι αφοσιωμένοι στην εικόνα. Μόνοι με τον εαυτό τους.

Αν τους πρόσεχες όσο η εικόνα γέμιζε το δωμάτιο, θα 'βλεπες πως ξέχασαν να γελούν, να 'χουν αισθήματα, να σκέφτονται. Και σαν τέλειωνε κάποτε το νταβαντούρι, για ώρα κυριαρχούσε στο μυαλό τους η τελευταία ιστορία, μαζί και οι διάφορες προσφορές της διαφήμισης, που μια υποβλητική φωνή, επιδέξια ασκημένη, για ώρα καμπάνιζε στο μυαλό τους σα χάντρες από μπεγλέρι «Ασικ τάιγκερ άσικ τάιγκερ».

Εκείνο το βράδυ το πιστολίδι έληξε σχετικά νωρίς. Τότε λύθηκε κι η γλώσσα τους να κουβεντιάσουν κάτι δικό τους. Στην ώρα και το ενδιαφέρον θέμα για τ' αυριανά τερψιλαρύγγια του μεσημεριού.

- Αύριο θα σας κάνω πουρέ «τζβαρ».

- Οχι, να χαρείς, μητέρα.

- Γιατί, βρε αγόρι μου; Τώρα δεν άκουσες τι θαυμάσιος είναι; Είπαμε να ευκολύνουμε τη ζωή μας. Μ' ένα κουτάκι απ' το σούπερ μάρκετ, λύθηκε το πρόβλημα.

- Ναι, αλλά μέσα στο κουτάκι υπάρχει και το δηλητηριάκι.

- Κολοκύθια, όλος ο κόσμος τρώει.

- Οπως βλέπεις, τρώει και σύγχρονα ψάχνει για ένα ράντζο ή κρεβάτι.

Στην κουβέντα ανακατεύτηκε κι ο πατέρας.

- Ακουσε, Μαριέτα, το εμπόριο τη δουλιά του κάνει. Δε διάβασες ότι ο χημικός μπορεί να σου κάνει χυμό λεμονιού χωρίς ίχνος λεμόνι και γλυκά με νάιλον; Στα βάζει σε όμορφα κουτάκια, τενεκεδάκια, μπουκαλάκια, τ' ακριβοπληρώνεις και...

- Οπισθοδρομικός είσαι, τον έκοψε η Μαριέτα. Πού θες να τα βάλει; Εσύ νομίζεις ότι είσαι ακόμα στο χωριό σου, που περνούσε ο Δήμος με το καζανάκι και πούλαγε «σαλέπι ζεστό». Εδώ γίναμ' Ευρωπαίοι. Ολα στα κουτιά. Να μην τα πιάνουν βρώμικα χέρια. Δε σ' αρέσει;

- Μ' αρέσει να μην τα πιάνουν χέρια. Αλλά τι έχουν μέσα αυτά τα κουτιά; Ξέρεις εσύ;

- Μην είσαι γκρινιάρης, έχεις νόστιμες κονσερβούλες και βγαίνεις ασπροπρόσωπος σαν έρθει ξαφνικά μουσαφίρης, έχεις τη σούπα σου στο κουτί, το παγωτό σου σε πακέτο. Και του πουλιού το γάλα.

Η συμμαχία του πατέρα και του γιου ήταν γερή, αλλά και η πλύση εγκεφάλου της μητέρας πιο γερή. Τα επιτελεία των επιχειρήσεων έχουν μελετήσει τα θέματα του αγοραστικού κοινού κι αφού διαπίστωσαν ότι το 80% των αγοραστών είναι γυναίκες προσάρμοσαν τις διαφημιστικές επιθέσεις σύμφωνα με τη γυναικεία ευαισθησία.

- Ενα μόνο παθαίνω, συνέχισε η μητέρα. Οταν πηγαίνω στο σούπερ μάρκετ, μπερδεύομαι.

- Γιατί μπερδεύεσαι; ρώτησε γεμάτος περιέργεια ο Τζίμης.

- Ας πούμε, θέλω να πάρω σαπούνι. Να πάρω για ξηρό δέρμα, για λιπαρό δέρμα, αρωματικό για το σώμα, υγρό για τα πιατικά;..

- Σαν ήμουνα εγώ νοικοκυρά, δεν μπερδευόμουν. Πήγαινα στον κυρ Μήτσο, έπαιρνα δυο πλάκες άσπρο κρητικό σαπούνι κι έκανα μια χαρά όλες μου τις δουλιές, είπε η γιαγιά που ως εκείνη την ώρα δε μιλούσε.

- Οχι και μια χαρά...

- Μπα, και πώς σε μεγάλωσα μια χαρά κοπέλα;

- Εσύ, μητέρα, μπερδεύεσαι γιατί είσαι αυθόρμητος τύπος. Παίρνεις ό,τι σου χτυπάει στο μάτι. Κοιτάς τη φιγούρα που κάνει το εμπόρευμα ή την τιμή. Νομίζεις ότι το πιο ακριβό είναι πάντα το πιο καλό. Δηλαδή, δεν έχεις αγοραστική επιδεξιότητα.

- Αντε, όλοι μαζί μου τα βάλατε. Ακου, δεν έχω επιδεξιότητα... Δε μου λέτε; Καινούριο πλυντήριο γιατί δε θέλετε να πάρω;

- Εχεις πλυντήριο, είπε ο πατέρας.

- Είναι παλιό, θα πάρω ένα εγγλέζικο, θα πάρω το «Βόρεξ».

- Μα, το «Βόρεξ» κατασκευάζεται εδώ, στο Βόλο είναι το εργοστάσιο.

- Εδώ κατασκευάζεται, αλλά τα κεφάλια της εταιρίας είναι στο Λονδίνο.

- Θέλεις να πεις είναι θυγατρική άλλης εταιρίας, που έχει έδρα το Λονδίνο.

- Δεν ξέρω θυγατρική και πατρική. Ξέρω ότι το «Ελέκτρικ Χάουζ» στο ισόγειο έχει ένα θαυμάσιο μοντέλο «Βόρεξ».

- Καημένη Μαριέτα, φανατίζεσαι σα να έχεις μετοχές στη «Βόρεξ».

- Μετοχές δεν έχω, αλλά παρακολουθώ την κίνηση.

- Οσο για κίνηση... μας έρχονται καθημερινά οι σοφοί χρυσοδάχτυλοι με τα μακριά χέρια. Δε διάβασες στην απογευματινή εφημερίδα κάτω από μια ποζάτη φωτογραφία ενός καλοντυμένου κυρίου: ο κ. Σταφ, γενικός διευθυντής της «Λίνερ» για την Ελλάδα, υπηρετεί στην εταιρία από εικοσαετίας και ανέλαβε γενικός διευθυντής της «Λίνερ» (Ελλάς). Οπως δήλωσε, θα εργαστεί και στην Ελλάδα για την ανάπτυξη της οικονομίας.

- Ποιας οικονομίας όμως, δε μας εξηγεί. Της δικής του ή του αφεντικού του; Γιατί για τη δική μας αποκλείεται, γέλασε σαρκαστικά ο Τζίμης.

- Εσύ παντού βλέπεις δόλιους σκοπούς, έκανε κακιωμένη η μητέρα.

- Εγώ δε βλέπω δόλιους σκοπούς. Το λένε οι μελετητές και οι ερευνητές της οικονομίας. Οι καταναλωτές εξωθούνται συνεχώς από αδίστακτες διαφημιστικές μεθόδους, να πετάνε σαν παλιοσίδερα αυτοκίνητα και πλυντήρια, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ακόμη για πολλά χρόνια και αγοράζουν άλλα, που δεν είναι σε τίποτα καλύτερα, μόνο για να κρατηθούν υψηλά τα κέρδη των κατασκευαστών...

Μηχανικοί με ταλέντο ασχολούνται, όχι με το πώς θα βελτιωθεί η ποιότητα του προϊόντος, αλλά πώς θα εξασφαλιστεί η καταστροφή και η διάλυσή του γρήγορα, ώστε ο καταναλωτής ν' αναγκαστεί ν' αγοράσει άλλο.

- Αυτά είναι της βαριάς οικονομίας, δεν τα ξέρω.

- Αυτά είναι της καθημερινής ζωής. Αν ξύσεις λίγο την επιφάνεια και κάνεις τον κόπο να προσέξεις το βάθος, θα καταλάβεις πολλά.

Η ατμόσφαιρα είχε αρχίσει να ηλεκτρίζεται. Η Μαριέτα κατάλαβε ότι έπρεπε να κάνει στροφή 180 μοιρών.

- Εγώ θα το πάρω το πλυντήριο. Αγάλι - αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι. Αύριο θα το ξανακούσουν, μονολόγησε πεισματικά η Μαριέτα.

- Κάθε μέρα θέλει και κάτι, συλλογιόταν ο άντρας της. Τη μια πλυντήριο πιάτων, την άλλη καινούριο πλυντήριο ρούχων, την παράλλη σκουπιδοφάγο και πάει λέγοντας. Ανάθεμα τις εταιρίες και τη διαφήμισή τους. Η Μαριέτα σκεφτόταν κι ένιωθε ανάγκες ακριβώς, όπως καλούν οι ανάγκες των επιχειρήσεων, «βρείτε την ευτυχία αγοράζοντας». Αυτό το σλόγκαν, της πήγαινε γάντι. Την είχε βρει την «ευτυχία». Υπερκατανάλωση. Το απόθεμα της «ευτυχίας» όμως, αν δεν ανανεωθεί, εξαντλείται. Και η μπαταρία της ευτυχίας της Μαριέτας ήθελε ανανέωση, τακτικά και γρήγορα. Εβρισκε αυτή ανάγκες.

Σε λίγο το σπίτι είχε βυθιστεί στο σκοτάδι.

Οι ζεστές νύχτες του φθινοπώρου είναι γλυκές σαν ανοιξιάτικες. Η πολυκατοικία χτισμένη στα πόδια του λόφου κατάντικρυ στην Ακρόπολη πρόσφερνε από τα δυτικά παράθυρα μια θέα ανείπωτης ομορφιάς.

Ορθός μπρος στο ανοιχτό παράθυρο ο Τζίμης, ακίνητος, αμίλητος, μάντευε το περίγραμμα, του όμορφου Παρθενώνα, πάνω από τη φωτοχυσία της δυτικής Αθήνας.

- Πώς δεν τον έκανε ξενοδοχείο καμιά πολυεθνική εταιρία, μονολόγησε ο νεαρός. Η πισίνα κοντά στο Ερεχθείο, βεράντα στα ανατολικά του Παρθενώνα και στη δύση να κυματίζουν περήφανα οι σημαίες των χωρών, που έχουν ξενοδοχεία της ίδιας εταιρίας. Γιατί όχι η Ξενία Αθηνά και η Απτερος Νίκη να μη γίνουν πολυεθνικά ξενοδοχεία; Το αρχαίο πνεύμα αθάνατο και η «κονόμα» σε τρυφερό αγκάλιασμα... Εδώ αγόρασαν την Ολυμπιακή φλόγα. Ούτε οι Ολυμπιακοί Αγώνες δεν τους ξέφυγαν. Διεθνείς μπίζνες.

Πώς διαβρώνεται ο άνθρωπος αργά και μεθοδικά, με τη βοήθεια των ψυχολόγων και των διαφημιστών! Κάνει τον κουφό στη φωνή της συνείδησης, που του λέει ότι υπάρχουν πράγματα που δεν πουλιούνται, κάπου το χρήμα δεν έχει πέραση.

Οι σκέψεις αυτές τριβέλιζαν το μυαλό του Τζίμη. Αθελά του έφερε στο νου τη θεία του Τζούλια και τον άντρα της. Μόνη τους σκέψη, τι θ' αγοράσουν, τι θα επενδύσουν, πώς θα κερδίσουν. Ακριβώς στο καλούπι της μάνας του. Η τηλεοπτική διαφήμιση βγάζει ανθρωπάκια ίδια: Ετσι να ντυθείς, αυτό θα φας, αυτά θ' αγοράσεις. Ομοιόμορφα στη σκέψη και στην ψυχολογία, όπως μας τα παρουσιάζει το τραγουδάκι.

Με χρωματιστά μολύβια

φτιάχνω ανθρωπάκια ίδια

με γραβάτες και καπέλα

κούνια μπελά, κούνια μπελά.

Ξαφνικά, ένας άγριος θόρυβος από τζάμια που σπάνε και σωριάζονται στο δάπεδο του 'κοψε στη μέση τους συλλογισμούς. Κατάλαβε πως ήταν η βιτρίνα του μαγαζιού του ισογείου. Την ίδια ώρα, το ουρλιαχτό του συναγερμού έσκισε τη νυχτερινή σιγαλιά.

Σε λίγα λεπτά, ακούστηκαν οι σειρήνες του 100 που έφτανε, πόρτες ακούστηκαν να χτυπούν, ομιλίες σε έντονο ύφος. Τα ρολά του μαγαζιού σύρθηκαν με θόρυβο.

Ο Τζίμης αφουγκράστηκε. Φαίνεται πως οι κλέφτες 'γιναν άφαντοι.

Ηταν η τρίτη φορά μέσα σε λίγους μήνες, που έκλεβαν το «Ελέκτρικ Χάουζ». Η κλοπή ηλεκτρικών ειδών είναι μια από τις κοινωνικές ρωγμές που δημιουργήθηκαν τελευταία. Οταν έπιασαν τον κλέφτη της δεύτερης φοράς, βρήκαν στο δωμάτιό του πλήθος ηλεκτρικές συσκευές. Ο αστυνομικός που είχε πείρα από παρόμοια γεγονότα εξήγησε πως ένα μέρος το πουλάει για λεφτά, θέλει να έχει πλήθος αγαθά. Ν' αγοράσει δεν μπορούσε. Τα 'κλεβε. Πόσο δίκιο είχε ο ποιητής μιλώντας για την καταναλωτική κοινωνία.

«Η μηχανή έχει νικήσει τον άνθρωπο

Κι ο αχόρταγος άνθρωπος ξεφτέλισε το πνεύμα

το φτήνυνε για τις ανέσεις της καλοπέρασης».

(Βολόσιν)

Ετσι, αντί η τεχνολογία να μπει την υπηρεσία της κοινωνίας, μπήκε ο άνθρωπος στην υπηρεσία της τεχνολογίας.

Τι σκληρή εποχή! Να 'σαι πλημμυρισμένος από υλικά αγαθά και η καρδιά σου να είναι άδεια.


Της
Βάσως ΠΑΠΑΔΑΚΗ - ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ