Δηλαδή, θα νομιμοποιηθούν οι παράνομες αλλαγές χρήσης, οι οποίες σημειωτέον έγιναν τη δεκαετία του 1950, κατά τη δικτατορία (1967-1973), αλλά και από το 1974 -1985. Γιατί «...κάθε άλλη ρύθμιση θα όξυνε ακόμα περισσότερο το μεγάλο πρόβλημα του μεγέθους του γεωργικού κλήρου». Και το ζήτημα αυτό αντιμετωπίζεται στα πλαίσια της συγκέντρωσης της «αγροτικής» γης σε λίγα χέρια, ενώ «...θα επιτρέψει την αξιοποίηση προγραμμάτων της ΕΕ, που σήμερα δεν είναι δυνατή». Δείχνοντας έτσι ότι η δασική της πολιτική βρίσκεται στην ίδια κατεύθυνση με τις κατευθύνσεις της ΕΕ, τις οποίες έχει συνδιαμορφώσει και το ΠΑΣΟΚ. Η πρόταση για κατάργηση των Διακατεχομένων Δασών και απόδοσή τους «σ' αυτούς που ανήκουν», ουσιαστικά, οδηγεί σε απεμπόληση των δικαιωμάτων του Δημοσίου απέναντι σε διεκδικητές που τα διακατέχουν. Είναι χαρακτηριστικό, επίσης, ότι στα πλαίσια του Κτηματολογίου προβλέπει τοναποχαρακτηρισμό όλων των δασικών εκτάσεων και δασών που έχουν αλλάξει χρήση και χαρακτήρα, λέγοντας ότι «δάση και γενικά δασικές εκτάσεις που απέβαλαν το χαρακτήρα τους από οποιαδήποτε αιτία, επί πολλές δεκαετίες και χρησιμοποιούνται από τη γεωργία ή την κτηνοτροφία, διατηρούν το σημερινό τους χαρακτήρα».
Η πρότασή της για την Ανάπτυξη των Δ. Οικ. περιορίζεται σε διαχειριστικού χαρακτήρα μέτρα που συνεχίζουν την πολιτική της κυβέρνησης, ενώ αναφέρεται σε «εκπαίδευση δασεργατών», οι οποίοι δεν πάσχουν από εκπαίδευση, αλλά από δουλιά.
Τέλος, το κύριο δεν είναι το ενιαίο της δασικής πολιτικής, αλλά το περιεχόμενο, ο προσανατολισμός και προς όφελος ποιου αυτή ασκείται και, όπως προκύπτει, η δασική πολιτική της ΝΔ είναι προς όφελος του κεφαλαίου, προωθεί το ξεπούλημα της δημόσιας δασικής περιουσίας, την ιδιωτικοποίηση, τη νομιμοποίηση παράνομων αλλαγών στη χρήση των δασών, τη χρησιμοποίηση της ΤΑ ως κρίκο της ιδιωτικοποίησης, αφού η διαχείριση των περιαστικών δασών από την ΤΑ, που δεν έχει μηχανισμό, αλλά και δεν μπορεί αντικειμενικά να διαχειριστεί τα δάση, θα οδηγήσει στην ιδιωτικοποίησή τους.
Η ιδιωτικοποίηση προωθείται και με το «φορέα θήρας» (με τον οποίο επιταχύνει την ιδιωτικοποίηση του ΠΑΣΟΚ), ο οποίος σε συνεργασία με κυνηγετικές και οικολογικές οργανώσεις (μη κυβερνητικές), η αξιοποίηση των οποίων προβλέπεται από το 6ο Πρόγραμμα Περιβαλλοντικής Δράσης της ΕΕ, θα «μεριμνά για την ορθολογική διαχείριση της πανίδας και την ανάπτυξη κυνηγετικών περιοχών», ενώ η ευθύνη αυτή ανήκει στο Δημόσιο, στα πλαίσια της συνολικής διαχείρισης των δασικών οικοσυστημάτων. Οι προτάσεις της ΝΔ για τη θήρα σχετίζονται και με την κυβερνητική πολιτική, η οποία ενισχύει την ιδιωτικοποίηση, αλλά επιδιώκει την εξασφάλιση ψήφων από κυνηγετικές και οικολογικές οργανώσεις, τις οποίες, άλλωστε, χρηματοδοτεί, εκτός των άλλων, και μέσω προγραμμάτων της ΕΕ.
Τα παραδείγματα πολλά. Από το χώρο της Τέχνης, από το χώρο του αθλητισμού, της πολιτικής και, τελευταία, και από το χώρο της Δικαιοσύνης. Πιο πρόσφατο παράδειγμα, ο πρόεδρος του δικαστηρίου, που δικάζει τη «17 Νοέμβρη». Τι έξυπνος! Τι μορφωμένος! Τι χιούμορ και ...χιλιάδες τέτοιοι - και καλύτεροι - χαρακτηρισμοί! Μέχρι πρόσφατα, γιατί ...πολύ πρόσφατα, όλα δείχνουν ότι και αυτός ο έρωτας οδηγείται - μάλλον - στη δύση του. Για τον αδέκαστο, τον μορφωμένο, τον χιουμορίστα, ακούστηκαν οι πρώτες κακίες. Γράφτηκαν τα πρώτα - κακά - σχόλια. Ειπώθηκαν οι πρώτες άνοστες και, ίσως, απαξιωτικές κουβέντες.
Στα μαλακά έπεσαν, επίσης, και μια σειρά άλλες μικρότερης σημασίας αποφάσεις. Και τα πράγματα, όπως γίνεται σε παρόμοιες περιπτώσεις, πήραν το δρόμο τους. Ομως, τελικά, κανένας δε «διδάχτηκε» από αυτήν την ιστορία. Ο καλός και άξιος πρόεδρος, που δε δέχεται μύγα στο σπαθί του, δε διευκόλυνε τον ελληνικό λαό να δει και να ακούσει. Και, τέλος, να βγάλει τα συμπεράσματά του. Τελικά, από όλη αυτήν την πολύ σοβαρή υπόθεση το μόνο που θα μείνει για την ιστορία είναι το ...χιούμορ του προέδρου. Και, βέβαια, η κατακόρυφη άνοδος και η βασανιστική πτώση του.
Με υποθέσεις, όμως, δε διδάσκονται οι πολίτες. Ούτε, πολύ περισσότερο, καταξιώνονται δικαστές. Και, βέβαια, δε δικαιώνουν το ρόλο τους τα ΜΜΕ. Μπροστά στα μάτια μας παίζεται μια, ακόμα, άσχημη επικοινωνιακή παρτίδα. Μια παρτίδα, που αφήνει αναπάντητα, συσκοτίζει καλύτερα, ερωτήματα, που έχουν να κάνουν με την κίνηση ή την ακινησία της κοινωνίας. Ομως (και) στην υπόθεση της «17 Νοέμβρη», η Ιστορία, όπως κάνει πάντα, θα πει το δικό της, τελικό λόγο. Θα βγάλει τη δική της απόφαση για τους ενόχους, για τους δικαστές, για τα ΜΜΕ, για όλους...