ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 24 Ιούλη 2003
Σελ. /28
ΕΡΓΑΤΙΚΑ
«ΕΘΝΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΔΡΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ»
Επιχείρηση κατάργησης της πλήρους και σταθερής εργασίας

Στόχος η εξάπλωση των ευέλικτων μορφών εργασίας, που είναι άρρηκτα δεμένες με τους χειρότερους όρους εργασίας και επιβίωσης. Νέοι, γυναίκες και γέροντες στις ομάδες στόχου για φτηνότερο εργατικό δυναμικό

«Οσο γίνεται περισσότεροι στη δουλιά με τους πιο επαχθείς όρους». Αυτός είναι ο στόχος της κυβέρνησης με το πρόσχημα της αντιμετώπισης της ανεργίας, όπως προκύπτει από το «Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την Απασχόληση - 2003» που δημοσιοποίησε χτες ο υπουργός Εργασίας, Δ. Ρέππας. Το Σχέδιο θα συζητηθεί την ερχόμενη Τετάρτη 30 Ιούλη, στο Ζάππειο, στην πανηγυρική συνεδρίαση της Εθνικής Επιτροπής Απασχόλησης με τη συμμετοχή των «κοινωνικών εταίρων».

Με το κείμενό της, σε γενικές γραμμές, η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η Ελλάδα ήδη ευημερεί κι ότι αυτό που επί της ουσίας χρειάζεται είναι λίγη προσπάθεια ακόμα από τα μόνιμα υποζύγια, τα εργατικά - λαϊκά στρώματα, που καλούνται να υλοποιήσουν τρεις πρακτικούς στόχους: Να μη βγαίνουν στη σύνταξη όταν έχουν δικαίωμα, αλλά να παρατείνουν όσο μπορούν τον εργάσιμο βίο τους. Να μπουν μαζικά οι γυναίκες στην αγορά εργασίας με όρους μερικής απασχόλησης. Να ξεχάσουν οι νέοι ότι υπάρχει πλήρης και σταθερή εργασία και να προσφερθούν όσο πιο νωρίς γίνεται στην αγορά εργασίας ως «διά βίου» καταρτιζόμενοι. Ετσι ισχυρίζεται η κυβέρνηση ότι θα επιτευχθεί το βασικότερο κριτήριο για την «πραγματική σύγκλιση» με την ΕΕ, που καθορίζεται από τον δείκτη «ΑΕΠ κατ' άτομο». Ο δείκτης αυτός συγκροτείται από τα κριτήρια: της παραγωγικότητας, της ανεργίας και το ποσοστό συμμετοχής του πληθυσμού στο εργατικό δυναμικό. Ο δείκτης αυτός είναι σήμερα περίπου στο 70% σε σχέση με τον μέσο ευρωπαϊκό και η κυβέρνηση δηλώνει ότι θα τον ανεβάσει στο 90% το 2010. Με δεδομένο ότι η παραγωγικότητα ομολογείται πως έχει ήδη ανέβει στα υψηλότερα δυνατά επίπεδα και ότι η ανεργία σύμφωνα με τις κυβερνητικές μετρήσεις διαρκώς μειώνεται, το βάρος από μέρους της κυβέρνησης πέφτει στην αύξηση του ποσοστού συμμετοχής του πληθυσμού στο εργατικό δυναμικό. Επιπλέον, η κυβέρνηση εμπαίζει τους άνεργους, ισχυριζόμενη ότι η ανεργία δε συμβάλλει στη φτώχεια και θεωρεί ότι 500.000 άνεργοι είναι ένας ικανοποιητικός αριθμός που απλά πρέπει κάπως να μειωθεί.

Στο κείμενο του Εθνικού Σχεδίου Δράσης αρχικά αναφέρεται ότι τα μέχρι σήμερα μέτρα που έχει πάρει η κυβέρνηση για τη μείωση της ανεργίας έχουν αποδώσει. Ομως, όπως σημειώνεται σε κάποιο σημείο του κειμένου, ένας πολύ σημαντικός παράγοντας μείωσης της ανεργίας είναι η αύξηση της απασχόλησης στις κατασκευές. Αλλά, είναι η ίδια η κυβέρνηση που παραδέχεται ότι «το μεγάλο ερώτημα αφορά τη διατηρησιμότητα των καλών επιδόσεων από το 2005 και έπειτα (μετά την εξάντληση των μεγάλων έργων, του Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης και των Ολυμπιακών Αγώνων)». Με άλλα λόγια, ο κίνδυνος μεγάλης αύξησης της ανεργίας είναι ορατός.

Και ακριβώς αυτό τον κίνδυνο χρησιμοποιεί η κυβέρνηση σαν «μπαμπούλα», προκειμένου να πείσει για την αναγκαιότητα της εξάπλωσης των ευέλικτων μορφών εργασίας, που είναι απόλυτα αλληλένδετες με τους χειρότερους όρους εργασίας.

Ανεργία - χαμηλά ποσοστά απασχόλησης: Φταίνε οι άνεργοι και όσοι δεν μπορούν να δουλέψουν!!!

Σύμφωνα, λοιπόν, με το κείμενο, η ανεργία μπορεί να μειωθεί μέσω της παράτασης του εργάσιμου βίου, της εξάπλωσης των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, της λειτουργίας των ιδιωτικών γραφείων «ενοικίασης» εργαζομένων, της διαρκούς επαγγελματικής και γεωγραφικής κινητικότητας των εργαζομένων.

Στο Σχέδιο Δράσης αναδεικνύεται ως κυρίαρχη η επιμονή της κυβέρνησης για την εξάπλωση της μερικής απασχόλησης, η οποία σήμερα «είναι εξαιρετικά περιορισμένη και καθηλωμένη σε χαμηλά επίπεδα». Μάλιστα, την προώθησή της αναλαμβάνει κατ' αρχάς το ίδιο το κράτος, μέσω της προγραμματιζόμενης εισαγωγής «της μερικής απασχόλησης στο Δημόσιο (30.000 νέες θέσεις εργασίας)». Ενώ προηγουμένως αναφέρεται ότι εξετάζεται «η εισαγωγή μορφών μερικής απασχόλησης στις κοινωνικές υπηρεσίες, προκειμένου να υπηρετηθούν δύο στόχοι ταυτοχρόνως: Αφ' ενός μεν να αντιμετωπιστούν πραγματικές κοινωνικές ανάγκες - κυρίως στον τομέα της φροντίδας και της εξυπηρέτησης των πολιτών και αφ' ετέρου, η παραδειγματική εισαγωγή ελκυστικών εκδοχών μερικής απασχόλησης, προκειμένου να μεταστραφεί ένα εμπεδωμένο αρνητικό κλίμα». Πρόκειται ουσιαστικά για συνδυασμό της μερικής απασχόλησης με τη λεγόμενη «κοινωνική οικονομία», δηλαδή την προσφορά κοινωνικών υπηρεσιών όχι από το κράτος αλλά από συνεταιρισμούς ανέργων ή ιδιωτικούς φορείς, που προοπτικά στοχεύει επιπλέον στην πλήρη εμπορευματοποίηση στοιχειωδών κοινωνικών αγαθών.

Σε άλλο σημείο του Σχεδίου Δράσης, ούτε λίγο ούτε πολύ, αφήνεται να εννοηθεί ότι αυτοί που φταίνε για την ανεργία είναι οι ίδιοι οι άνεργοι, καθώς επισημαίνεται ότι «το πρόβλημα απασχόλησης στην Ελλάδα είναι πρωτίστως πρόβλημα προσφοράς και όχι πρόβλημα ζήτησης της εργασίας». Πρόκειται για το γνωστό ιδεολόγημα που χρησιμοποιεί ο ΣΕΒ χρόνια τώρα που λέει «εμείς δουλιά έχουμε αλλά δε βρίσκουμε τους κατάλληλους ανθρώπους».

Ενώ για τα χαμηλά ποσοστά απασχόλησης φταίνε οι φοιτητές, οι νοικοκυρές και οι συνταξιούχοι που θα μπορούσαν να δουλεύουν αλλά δε θέλουν (!!!), όπως επισημαίνεται στο κείμενο: «Οι αναξιοποίητες δεξαμενές εργασίας όπως προκύπτουν από τα άτομα παραγωγικής ηλικίας που δεν αναζητούν εργασία εντοπίζονται κυρίως στις γυναίκες που επικαλούνται λόγους οικογενειακών υποχρεώσεων, στους νέους που επικαλούνται λόγους σπουδών και στις ώριμες ηλικίες που επικαλούνται το γεγονός ότι ήδη βρίσκονται στη σύνταξη».

Για όλα αυτά τα «προβλήματα» η κυβέρνηση σκοπεύει να φτιάξει υποδομές, ώστε οι γυναίκες να μπορούν να αφήνουν τα παιδιά τους, για να πηγαίνουν να δουλεύουν αλλά και να προωθήσει την ευελιξία της εργασίας, ώστε να γίνεται να σπουδάζεις και να δουλεύεις, ταυτόχρονα. Ειδικά για τους ηλικιωμένους προβλέπεται «η παράταση του εργασιακού βίου, με τον περιορισμό της πρόωρης συνταξιοδότησης». Στόχος που ήδη «υπηρετείται και από τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος».

Δικαιολογούν τα αδικαιολόγητα
και πέφτουν σε αντιφάσεις

Τους παραπάνω αντεργατικούς - αντιλαϊκούς στόχους της η κυβέρνηση προσπαθεί να τους δικαιολογήσει με τη χρήση διαφόρων ιδεολογημάτων, πέφτοντας όμως συνεχώς σε αντιφάσεις. Συγκεκριμένα, ενώ από τη μια επισημαίνεται στο κείμενο ότι «η εργασία με καθεστώς μερικής απασχόλησης δεν αποτρέπει τον κίνδυνο φτώχειας στην Ελλάδα» πιο κάτω ισχυρίζεται: «Η μερική απασχόληση αποτελεί ευπρόσδεκτη εξέλιξη που συνολικά μειώνει τον κίνδυνο φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού». Και μπαίνει το ερώτημα: Αφού η μερική απασχόληση δεν την αποτρέπει πώς μειώνει το κίνδυνο; Είναι προφανές ότι δεν υπάρχει απάντηση και ότι η εν λόγω αντίφαση εξηγείται μόνο από την επιμονή της κυβέρνησης να πείσει τους εργαζόμενους για την αναγκαιότητα της μερικής απασχόλησης.

Ακόμα, σύμφωνα με το Σχέδιο Δράσης, θα καταπολεμηθεί η ανεργία μέσω κι άλλων προγραμμάτων ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας που αυτό «θα διατηρήσει τη διαφαινόμενη τάση ενίσχυσης του ειδικού βάρους των αυτοαπασχολούμενων». Ενώ λίγο πιο πριν αναφέρεται ως «καλό νέο» η ενίσχυση της αυτοαπασχόλησης. Οι ισχυρισμοί αυτοί αντιφάσκουν με τη γενικότερη πολιτική της κυβέρνησης που οδηγεί στην καταστροφή των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Επομένως, ο ισχυρισμός περί μείωσης της ανεργίας μέσω ενίσχυσης της αυτοαπασχόλησης δεν είναι παρά ένα μέτρο με στιγμιαία αποτελέσματα.

Δύο ακόμα σημεία που δεν αποτελούν αντίφαση μεταξύ τους, αλλά δείχνουν την αντίθεση λόγων και πράξεων της κυβέρνησης περί κοινωνικής πολιτικής. Ετσι, από τις πρώτες γραμμές ακόμα του Εθνικού Σχεδίου Δράσης τίθεται ως μία από τις δέκα κατευθυντήριες γραμμές του «η επαγγελματική και γεωγραφική κινητικότητα των εργαζομένων», ενώ πιο κάτω επισημαίνεται ότι η μη - μόνιμη θέση απασχόλησης συσχετίζεται με την πιθανότητα φτώχειας. Δηλαδή, η κυβέρνηση θέλει εργαζόμενους που θα αλλάζουν συνέχεια επάγγελμα χωρίς αντιρρήσεις και, ταυτόχρονα, θα ζουν σε συνθήκες εξαθλίωσης.

Τέλος, μεγάλο ενδιαφέρον για τη συνεχιζόμενη εξαθλίωση των εργαζομένων και των οικογενειών τους έχει το γεγονός που αποδέχεται και η ίδια η κυβέρνηση, δηλαδή: «Ενώ παλαιότερα φαίνεται ότι αρκούσε η εργασία του αρχηγού του νοικοκυριού, προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος φτώχειας, διαχρονικά φαίνεται ότι δεν επαρκεί πλέον». Και αυτό το πρόβλημα, για το οποίο υπεύθυνη είναι η ίδια η πολιτική της κυβέρνησης, η ίδια προτείνει να λυθεί όχι μέσω της αύξησης των αμοιβών των εργαζομένων αλλά με το να ενταχθεί στην εργασία και η σύζυγος!!! Δηλαδή, να δουλέψει και ο δεύτερος από τους συζύγους και μάλιστα με μορφή ευέλικτης απασχόλησης με τους πιο επαχθείς όρους. Πρόκειται για μια λύση, η οποία για μεγάλο κομμάτι οικογενειών μόλις που θα βοηθήσει να ξεπεραστούν ακόμα και τα επίσημα (πλασματικά) όρια φτώχειας που θέτει η κυβέρνηση, και αυτό όχι σίγουρα.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ