ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 14 Σεπτέμβρη 2003
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΟ ΡΟΔΟ
ΕΛΛΑΣ της παραμυθίας

Παραμύθιαζε, πρωθυπουργέ, παραμύθιαζε, κάθε συνταξιούχο όπως και όσο μπορείς. Τι ντροπή, ενώ είσαι μακριά από τις ζωές των γερόντων, να τους πετάς ψίχουλα, περιμένοντας να ζήσουν σαν τα πετεινά του ουρανού. Παραμύθιαζε και τον εαυτό σου ως αγαθό και φιλάνθρωπο, αλλά είτε το θέλεις, είτε όχι, θα το πάρεις το μήνυμα. Θα προσπαθήσεις κάποτε μαζί με τη σύντροφό σου να θυμηθείτε ποιοι ήσασταν όταν ξεκινούσατε κάποτε γεμάτοι σχέδια και φιλοδοξίες, σαν να παίζατε σε αμερικάνικη ταινία. Ο,τι χειρότερο. Και μη χειρότερα!

Παραμύθιαζε, Μίλερ, παραμύθιαζε τους Ελληνες δημοσιογράφους που σε πλησιάζουν, τους πολιτικούς που περιμένουν ένα νεύμα σου για να δουν, αν μπορούν, να συνεχίσουν την καριέρα τους. Παραμύθιαζε τον κόσμο με τρόμο, την πρώτη και έσχατη κατοικία σου μακριά από το ανθρώπινο γένος.

Παραμύθιαζε, καλλιτέχνη, που σέρνεσαι από σαλόνι σε σαλόνι σαν σκυλί, μπας και πουλήσεις κανέναν πίνακα αν είσαι ζωγράφος. Παραμύθιαζε, ηθοποιέ, για να σε προσλάβουν σαν διασκεδαστή της ελευθερίας γενικότερα σ' ένα ακροατήριο έτοιμο να σαπίσει μαζί σου.

Παραμύθιαζε, επαναστάτη ετών εξήντα παρά πέντε, μέσα από την εκπομπούλα σου από το κρατικό ραδιόφωνο. Πλουραλιστή Συνασπισμένε, που αλληθωρίζεις ανάμεσα στο κράτος και τις φαντασιώσεις σου. Κατά βάθος χαβαλές, αλλά εξωτερικά επιμελώς λυπημένος, φωστήρας αδικημένος, μηδενιστής μέχρι να σ' αφήσει η κοπέλα και να 'ρθεις στα ίσα σου, αρχίζοντας να βρίζεις τις γυναίκες.

Παραμύθιαζε, Σωμερίτη, φερ' ειπείν Ριχάρδε, με τον αντικομμουνισμό σου. Βλέπω την κατάληξή σου και γελάω μέχρι δακρύων. Τότε θα κάνεις παρέα με κάτι κυρίες που παίζουν στο καζίνο. Πάντα θέλουν έναν καθωσπρέπει συνοδό, αστό, μηδέποτε Αριστερό, λίγο γνωστό με τη γοητεία των -ήντα. Εκεί, ανάμεσά τους, φερ' ειπείν Ριχάρδε, θ' αναπολείς τις εποχές που έκανες ανελέητη κριτική στον Βλαδίμηρο Λένιν. Τι να σου κάνω, διάλεξες και τον πιο δύσκολο παίκτη...

Παραμύθιαζε, Γεωργάκη Παπανδρέου, τον εαυτό σου, όπως μπορείς. Ψιθύριζέ του ότι μπορεί να κάθεται το ίδιο άνετα τόσο στην αμερικανική Πρεσβεία όσο και στη Μακρόνησο. Μην αφήνεις περιοχή που η κορμοστασιά σου να μην κάνει την εμφάνισή της. Ετσι κι αλλιώς δεν ξέρεις πού βρίσκεσαι, απλώς σε περιφέρουν εγκαινιάζοντας με σένα ένα νέο είδος: το πρώτο φάντασμα υπουργού Εξωτερικών, παλαιών τζακιών και νέων αμφίβολων αρχών.

Παραμύθιαζε, Ολυμπιονίκη, τα πλήθη με λήθη. Η μετάλλαξη, η παντοτινή σου μητέρα, μαζί με τη δόξα σού χάρισε και χρήματα. Αχρηστα για κάποιον στην κατάστασή σου. Γιατί πρέπει να πεθάνεις για να διαπιστώσουμε πόσο άνθρωπος ήσουν. Μέχρι τότε δε θα είσαι για μας παρά ένα καρτούν κουρδισμένο, διαρκώς νευρόσπαστο, που δεν πιστεύει σε τίποτα, ένα καρτούν πλασιέ της μαμάς μετάλλαξης, που μας παραμυθιάζεις για όσα δεινά έρχονται.

Παραμύθιαζε το χρόνο, μικροαστέ, αγαπημένο παιδί των Νεοδημοκρατών, δηλαδή των... Πασόκων. Μικροαστέ, που αναγνωρίζεις μόνο την κοιλιά σου ως το κέντρο του κόσμου και την εμπιστεύεσαι στο κάμπριο, που σε οδηγεί θριαμβευτικά στην μπιφτεκούπολη. Εκεί, μεγάλε, σε περιμένουν όλα βαμμένα ξανθά, από την ερωμένη μέχρι τη σαλάτα σου. Δεν έχεις καμιά ανάγκη εσύ. Ο χρόνος είναι δικός σου. Για την ακρίβεια, το 2004 συμπληρώνεις τριάντα ολόκληρα χρόνια από τη μεταπολίτευση.

Υ.Γ. Τα παραμύθια τελειώνουν κάποτε. Κι ο κάθε κατεργάρης θα τραβήξει για τον πάγκο του... Ευτυχώς!


Του
Γιώργου ΚΑΚΟΥΛΙΔΗ


Εργα και ημέρες μιας θρυλικής φωνής

«Τα τραγούδια στο στούντιο τα ηχογραφούσα μία κι έξω. Τα πρώτα μου χρόνια στη δισκογραφία, με τις πλάκες 78 στροφών, όπου η εγγραφή γινόταν με κερί, αυτό ήταν αναγκαίο. Γιατί το κερί ήταν ακριβό και ερχόταν από το εξωτερικό, όπως μας έλεγαν. Οσες πιο πολλές φορές έλεγες ένα τραγούδι, τόσο πιο πολύ κερί χρειαζόσουνα, κι αυτό δε συνέφερε την εταιρία. Αλλά και αργότερα, πριν το 1965, που ήρθαν τα πολυκάναλα στούντιο, ηχογραφούσαμε όλοι μαζί, μουσικοί και τραγουδιστές. Ενα μπουλούκι ήμασταν πάνω σε ένα μικρόφωνο. Ετσι, αν έκανες κάποιο λάθος στην ηχογράφηση, παίδευες όλους τους άλλους, που έπρεπε να ξαναπαίζουν το τραγούδι απ' την αρχή. Εγώ γενικά ήμουν τού μία κι έξω. Πριν όμως, το μελετούσα πολύ καλά το τραγούδι. Πήγαινα στα σπίτια των συνθετών τα πρωινά, μετά το κλείσιμο των μαγαζιών, κι ενώ εκείνοι ήταν ακόμα με τις πιτζάμες, εγώ τους έλεγα να κάνουμε πρόβες. Καμιά φορά μάλιστα γινόμουν τόσο φορτικός, που μου λέγανε: "Αμάν, φτάνει πια, μας κούρασες". Εγώ όμως ήθελα να μπαίνω στο πετσί των τραγουδιών. Κι όταν πήγαινα μετά στο σπίτι, πάλι μελετούσα τα τραγούδια με τις ώρες. Ετσι έμπαινα στο στούντιο ώριμος κι έτοιμος...».

Την παραπάνω αφήγηση του Στέλιου Καζαντζίδη, του μεγάλου λαϊκού τραγουδιστή που σήμερα συμπληρώνονται δύο χρόνια από το θάνατό του, την αντλήσαμε από το βιβλίο του Κώστα Μπαλαχούτη με τίτλο «Κι όσο υπάρχεις θα υπάρχω... Η πορεία και τα τραγούδια του Στέλιου Καζαντζίδη» (εκδόσεις «Ατραπός»). Καρπός πολύχρονης έρευνας, η 700 και πλέον σελίδων έκδοση στηρίζεται σε συνομιλίες του Κ. Μπαλαχούτη με τον Στ. Καζαντζίδη και με φίλους και συνεργάτες του (δημιουργούς, μουσικούς, ερμηνευτές). Ο προσεγμένος τόμος περιλαμβάνει αξιόλογο ανέκδοτο φωτογραφικό και αρχειακό υλικό, και συγκεντρωτικούς καταλόγους με τη συνολική δισκογραφία του Καζαντζίδη, ενώ συνοδεύεται από CD με μεγάλες ερμηνείες του. Επίσης, υπάρχουν τρία προλογικά αφιερώματα, των Θεόδωρου Δερβενιώτη, Βαγγέλη Περπινιάδη και Βάσως Καζαντζίδη.


Η έκδοση καταγράφει την πολυτάραχη πορεία του Στέλιου Καζαντζίδη στο τραγούδι και επιχειρεί να δώσει απαντήσεις σε ερωτήματα που έχουν απασχολήσει τους φίλους του λαϊκού τραγουδιού και τους μελετητές του είδους: Πώς ένας τραγουδιστής, που δεν εμφανίστηκε επί μακρόν στα λαϊκά κέντρα και δεν υπέκυπτε σε «πιέσεις» και «παραγγελιές», έγινε θρύλος στα 28 μόλις χρόνια του; Πώς ερμηνεύεται το γεγονός ότι ενώ από το 1966 μέχρι και το βιολογικό του τέλος δεν πραγματοποίησε ούτε μία «ζωντανή» εμφάνιση, διατήρησε αλώβητο το μύθο του, αποκτώντας ολοένα και περισσότερους θαυμαστές; Και μάλιστα όταν για δώδεκα συνεχή έτη, από το 1975 έως και το 1987, δεν κυκλοφόρησε με τη φωνή του ούτε ένα καινούριο τραγούδι; Και πώς, όταν επανήλθε στο προσκήνιο, οι πωλήσεις των δίσκων του, μέσα σε μια δεκαετία, χωρίς καμία υποστήριξη και προβολή από τα μέσα ενημέρωσης και φανφάρες, άγγιξαν το ένα εκατομμύριο αντίτυπα;

Ισως η απάντηση να βρίσκεται στα λόγια του Θ. Δερβενιώτη: «Φωνή σαν του Στέλιου δεν παρουσιάστηκε στην Ελλάδα, ούτε και θα παρουσιαστεί. Μπορεί ίσως μετά από εκατό - διακόσια χρόνια. Και προς Θεού, δε θέλω να πω ότι δεν πέρασαν καλές φωνές από το λαϊκό μας τραγούδι. Και αρκετές και πολύ καλές φωνές. Οχι όμως με τα τόσα "έξτρα" που είχε η φωνή του Στέλιου. Σκούρα φωνή. Το πραγματικό ανδρικό φωνητικό άκουσμα, δηλαδή. Γεμάτη φωνή, ογκώδης. Κάποιοι είπανε με τον τρόπο τους σωστά: "Γέμισε ο δίσκος φωνή". Πλούσιο μέταλλο, αλλά απαλή κι όχι σκληρή. Ζεστή, εκφραστική, με ένα παράπονο, αλλά και μια τέλεια άρθρωση. Γι' αυτό ο Στέλιος καθιερώθηκε, και γρήγορα μάλιστα, σαν λαϊκός τραγουδιστής. Επειδή η φωνή του είχε όλα αυτά τα χρώματα και τα προσόντα που χρειάζεται το λαϊκό μας τραγούδι για να εκφραστεί».

Αλλά και στο σημείωμα του Β. Περπινιάδη, μιας επίσης μεγάλης λαϊκής φωνής, που έφυγε πρόσφατα από τη ζωή: «Ο Στέλιος Καζαντζίδης είναι ένας από τους μεγαλύτερους τραγουδιστές της υφηλίου. Φωνή με όγκο, με χρώματα, γυρίσματα, τσακίσματα, ευελιξία, που πάλλεται από αλήθεια ψυχής και πάθος. Το "Ααααααα" του Καζαντζίδη πιάνει όσο ένα τεράστιο δωμάτιο. Γεμίζει κάθε γωνιά κι εκατοστό του χώρου. Φωνή σαν του Καζαντζίδη και μπουζούκι με το χρώμα του Ζαμπέτα δεν πρόκειται να ξαναβγούν».

Ισως πάλι η απάντηση να βρίσκεται στα λόγια του ίδιου του Στ. Καζαντζίδη: «Λαϊκός τραγουδιστής είναι αυτός, που εκφράζει τα προβλήματα, τα παράπονα και τις αγωνίες του απλού κόσμου. Πρέπει να βγάζει από μέσα του πόνο για να απαλύνει τον πόνο αυτών που τον ακούνε. Γιατί, κακά τα ψέματα, λαϊκό τραγούδι σημαίνει πόνος». Γι' αυτό το λαϊκό τραγούδι, που για δεκαετίες υπηρέτησε, είχε γράψει παλιότερα: «Το λαϊκό τραγούδι εκφράζει τους καημούς, τα παράπονα, τις αγωνίες, τις χαρές και τις λύπες, τα όνειρα του απλού ανθρώπου για μια καλύτερη ζωή. Εχει τη δύναμη να ξυπνά συνειδήσεις και να αφυπνίζει τον κόσμο. Σε κάποιους δεν αρέσουν η αλήθεια και τα μηνύματα που μεταφέρει και γι' αυτό σκόπιμα προσπαθούν να μειώσουν την αξία, το κύρος και το ρόλο του στην πολιτισμική ζωή του τόπου μας».


Ρ. ΣΟΥΛΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ