Το συγγραφικό έργο της Ελλης Αλεξίου είναι τεράστιο σε έκταση, καθώς αποτελεί τον καρπό μιας αδιάκοπης, επί μιαν εξηκονταετία περίπου, παραγωγικότατης ενασχόλησής της με τα περισσότερα είδη του λόγου (πεζογραφία, θέατρο, παιδαγωγική, παιδικό βιβλίο, μετάφραση κλπ.). Πρωτοεμφανίστηκε στα Γράμματα με τη συλλογή διηγημάτων «Σκληροί αγώνες για τη μικρή ζωή» (1931). Σε όλα τα διηγήματα του πρώτου βιβλίου της, η Ελλη Αλεξίου αποτυπώνει την πείρα που αποκόμισε από τη διδασκαλική ζωή της, όταν εργαζόταν σε ένα φτωχό επαρχιακό σχολείο της Κρήτης, τις δύο πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας. Ωστόσο, η Ελλη Αλεξίου δεν είναι κυνηγός των εντυπώσεων στα θέματα των έργων της. Ενδιαφέρεται μόνο για όποια εντύπωση αποκαλύπτει την αληθινή ανθρώπινη ψυχή. Και, πιο συγκεκριμένα, εκείνη την ψυχή, «που παραδέρνει στη στέρηση, στη θλίψη, στην καταφρόνεση και στη γελοιότητα ακόμη του καθημερινού περιστατικού, θέλω να πω, τον άνθρωπο που βασανίζεται ανάμεσα στους ανθρώπους», όπως έλεγε η ίδια.
«Ολα τα διηγήματα αυτής της συλλογής» - έγραφε το 1963 ο Μάρκος Αυγέρης για τους «Σκληρούς αγώνες» - «αποτελούν ευτυχισμένες ευρέσεις άψογα περιγραμμένες. Τα περισσότερα κομμάτια είναι δραματικές θεμελιακές καταστάσεις. Η διηγηματογράφος δεν κυνηγάει τις εξαιρετικές περιπτώσεις. Μέσα από τα κοινά περιστατικά και τα πιθανά ενδεχόμενα της τρέχουσας ζωής, δημιουργεί την πρωτοτυπία της. Η κοινωνική θέση που παίρνει στη θεώρηση της ζωής κι ο υψηλός ανθρωπιστικός τόνος χαρακτηρίζουν την έκφραση και το τάλαντο της Ελλης Αλεξίου. Ο ρεαλισμός της δε χρησιμοποιεί τεχνάσματα. Είναι ίσος και προσαρμοσμένος στο θέμα. Δε σκοτίζεται για φορμαλιστικές αναζητήσεις και μανιέρες. Είναι φυσικός και άνετος. Ο ρεαλισμός της ελληνικής παράδοσης. Μόνο η οξεία ανθρωπιστική αίσθηση στις σχέσεις των προσώπων και τις καταστάσεις είναι εκείνο που την ξεχωρίζει μέσα στη σύγχρονη πεζογραφία μας. Αυτό είναι το νέο που προσφέρει κι αυτό την τοποθετεί στο νέο κόσμο που ξεχωρίζει από τον παλιό...».
Η Ελλη Αλεξίου γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1894. Ηταν το τέταρτο παιδί της οικογένειας του Στυλιανού Αλεξίου, ιδιοκτήτη και διευθυντή του ομώνυμου εκδοτικού οίκου του Ηρακλείου, και της Ειρήνης Ζαχαριάδη. Είχαν προηγηθεί τα αδέλφια της: Γαλάτεια (1881), Ραδάμανθυς (1883) και Λευτέρης (1890). Τα αδέλφια της, Λευτέρης Αλεξίου και Γαλάτεια Αλεξίου - Καζαντζάκη, υπήρξαν επίσης σημαντικοί διανοούμενοι. Το 1911 έρχεται στην Αθήνα για σπουδές και, παράλληλα, αρχίζει το λογοτεχνικό της έργο. Το Νοέμβριο του 1920 ταξιδεύει με τον Νίκο Καζαντζάκη στο Παρίσι, την ίδια χρονιά παντρεύεται τον Βάσο Δασκαλάκη. Ο γάμος αυτός αποτέλεσε και την αφορμή της ενεργού συμμετοχής της στη λογοτεχνία, όπως ομολογεί η ίδια:
«...Εγραψα εντελώς στην τύχη. Εικοσιτριώ - εικοσιτεσσάρω χρονώ και κυριολεκτικά κάτω από την πίεση του Δασκαλάκη. Του διηγήθηκα ένα βράδυ ένα επεισόδιο της διδασκαλικής μου ζωής κι εκείνος απαίτησε να το γράψω. Γέλασα κι αρνήθηκα. Με απείλησε τότε πως αν ως το μεσημέρι δε θα το είχα γραμμένο, δε θα γύριζε στο σπίτι. Φοβήθηκα και κάθισα κι έγραψα το "Φραντζέσκο", το πρώτο διήγημα των "Σκληρών Αγώνων". - Σου έκαμα το κέφι σου, του λέω, μα να μην το πεις σε κανένα, γιατί ντρέπομαι. - Θα το δημοσιέψω, μου λέει, στη Φιλική Εταιρεία (περιοδικό του Φώτη Κόντογλου). Αναστατώθηκα, ταράχτηκα, τον παρακάλεσα. - Καλά, μου λέει, θα το δώσω με ψευδώνυμο. Και δημοσιεύτηκε με την υπογραφή Ελλη Κληροδέτη...».
Οι λαϊκοί αγώνες και οι διώξεις όσων πρωτοστάτησαν στην εκπαιδευτική αναγέννηση την οδηγούν το 1928 στο ΚΚΕ, στο οποίο παρέμεινε αταλάντευτα μέχρι το τέλος της. Το 1934 γίνεται μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Στην Κατοχή αγωνίζεται μέσα από το ΕΑΜ Λογοτεχνών. Η ένταξή της στο ΚΚΕ, στις τάξεις του οποίου παρέμεινε αμετακίνητη έως το θάνατό της, υπήρξε η αιτία πολλών ταλαιπωριών και διώξεων, η πρώτη από τις οποίες ήταν η σύλληψη και ανάκρισή της από την Ειδική Ασφάλεια της τεταρτοαυγουστιανής δικτατορίας. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, αναλαμβάνει τα σχολικά συσσίτια, εν συνεχεία αναπτύσσει δραστηριότητα στο ΕΑΜ, υπό την ιδιότητα της γραμματέως τριών ομάδων, στις οποίες συμμετέχουν άνθρωποι των Γραμμάτων. Το 1945 φεύγει για σπουδές στη Σορβόνη, αλλά, καθώς της αφαιρέθηκε η ελληνική ιθαγένεια, της απαγορεύτηκε και η επιστροφή στην πατρίδα. Το 1949 αυτοεξορίζεται στη Ρουμανία και αναλαμβάνει ως εκπαιδευτικός σύμβουλος τα ελληνικά σχολεία στις σοσιαλιστικές χώρες.
Η Ελλη Αλεξίου επιστρέφει στην Ελλάδα το 1962, προκειμένου να παρευρεθεί στην κηδεία της αδελφής της Γαλάτειας Καζαντζάκη, αλλά η παραμονή της παρατείνεται. Την ίδια χρονιά εκδίδονται δύο βιβλία της: «Η Σπονδή» και το μυθιστόρημα «Και ούτω καθεξής». Η «Σπονδή» εντάσσεται, μαζί με ένα ακόμα βιβλίο της («Για να γίνει μεγάλος»), σε έναν χώρο βιογραφικό, αφού αποτελεί το απόσταγμα αγάπης, θλίψης και σπαραγμού για τη νεκρή αδελφή της. Το Μάρτιο του 1966 συνελήφθη και φυλακίστηκε στις φυλακές Αβέρωφ, εις εκτέλεσιν εντάλματος το οποίο εκκρεμούσε από το 1945.
Στο μυθιστόρημά της η «Δεσπόζουσα» (1972), ευρισκόμενη ήδη μία δεκαετία στην Ελλάδα, δείχνει ότι έχει διαμορφώσει μια επαρκή αντίληψη για τη μεταπολεμική πορεία του τόπου, για τον αναπότρεπτο κίνδυνο της αλλοτρίωσης που διατρέχουν οι κάτοικοι των αστικών κέντρων, καθώς και για την αναπόφευκτη αλλοίωση που υφίστανται οι ανέκαθεν θεματοφύλακες της παράδοσης: Οι επαρχιώτες, από τη στιγμή που φθάνουν και, για τον ένα ή τον άλλο λόγο, εγκαθίστανται στην Αθήνα. «Η ζωή στην Αθήνα είναι πολύ αλλαγμένη», γράφει στον Τάκη Αδάμο στις 9.4.1966. «Οι άνθρωποι το 'χουν ρίξει στην ευζωία. Το χωριό από την πόλη χωρίζεται πια με άβυσσο. Τα γλέντια του Σαββατοκύριακου, με τα ιδιωτικά αυτοκίνητα και την άγρια, αηδέστατη στην εκζήτησή της, φαγοποσία, τη χαρτοπαιξία και τα ανοιχτά ανέκδοτα, με δυο λόγια: ο αμερικάνικος τρόπος ζωής, έχουν κατακτήσει όχι μόνο την κολωνακιώτικη φάρα, αλλά και πολλούς άλλους. Ολοι τους έχουν κάνει στόχο της ευτυχίας τους αυτήν την τιποτένια, δίχως περιεχόμενο, διαβίωση».
Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε ότι η Ελλη Αλεξίου ένιωθε το γράψιμο «σαν αποκάλυψη μιας αδικίας, που, όταν τη βλέπουμε, πρέπει να την καταγγέλλουμε» και τη στράτευσή της συνυφασμένη με τη ζωή της: «Αγαπώ τη ζωή γιατί είμαι στο Κόμμα». Σε συνέντευξή της το 1988, είχε πει: «Ευγνωμονώ σας σπουδές, ευγνωμονώ σε, δασκαλίκι, ευγνωμονώ σε, ιδεολογία μου, ευγνωμονώ σας, διωγμοί και κυνηγητά της Αντίστασης... Γεμίσατε περιεχόμενο τη ζωή μου»...