Η θεωρία του Κ. Μαρξ για τη συσσώρευση του κεφαλαίου είναι η άμεση συνέχιση της διδασκαλίας του για την υπεραξία, που συνδέεται άμεσα με το πρόβλημα της κατάστασης της εργατικής τάξης στον καπιταλισμό, καθώς επίσης και με την ιστορική τύχη του καπιταλιστικού συστήματος.
Συνεπώς, συνδέεται άμεσα και με την ίδια την ανάπτυξη και το μέλλον της ανθρωπότητας. Η βάση για την ανάπτυξη της ανθρώπινης κοινωνίας είναι η υλική παραγωγή. Η κοινωνία, για να ζει και για να αναπτύσσεται, πρέπει να παράγει αδιάκοπα υλικά αγαθά. Δηλαδή, πρέπει να συντελείται συνεχώς το προτσές της παραγωγής.
Η διαδικασία της δημιουργίας των απαραίτητων υλικών αγαθών για την ύπαρξη και την ανάπτυξη της κοινωνίας ονομάζεται παραγωγή.
Το κοινωνικό προτσές παραγωγής εξεταζόμενο στη διαρκή του συνάφεια και στην αδιάκοπη επανάληψή του ονομάζεται αναπαραγωγή. «Οποιαδήποτε και αν είναι η κοινωνική μορφή του προτσές παραγωγής - γράφει ο Μαρξ - το προτσές αυτό πρέπει να είναι συνεχές ή να διατρέχει περιοδικά, πάντα από την αρχή, τα ίδια στάδια. Επίσης όσο λίγο μια κοινωνία μπορεί να παύσει να καταναλώνει, άλλο τόσο μπορεί να παύσει να παράγει. Γι' αυτό κάθε κοινωνικό προτσές παραγωγής εξεταζόμενο στη διαρκή του συνάφεια και στην αέναη ροή της ανανέωσής του είναι ταυτόχρονα και προτσές αναπαραγωγής»1. Ο,τι λογής είναι οι όροι της παραγωγής, τέτοιοι είναι και οι όροι της αναπαραγωγής. Αν η παραγωγή έχει καπιταλιστική μορφή, τότε και η αναπαραγωγή έχει την ίδια μορφή.
Το προτσές της αναπαραγωγής δε συνίσταται μόνο στο ότι οι άνθρωποι παράγουν όλο και καινούριες ποσότητες προϊόντων, σε αντικατάσταση των όσων καταναλώθηκαν και πάνω από αυτά, αλλά και στο ότι στην κοινωνία διαρκώς ανανεώνονται και οι αντίστοιχες σχέσεις παραγωγής.
Υπάρχουν δύο τύποι αναπαραγωγής:
α) Η απλή αναπαραγωγή.
β) Η διευρυμένη αναπαραγωγή.
Απλή αναπαραγωγή είναι η επανάληψη του προτσές της παραγωγής στις προηγούμενες διαστάσεις, όταν τα νεοπαραγόμενα προϊόντα απλώς αναπληρώνουν τα ξοδεμένα μέσα παραγωγής και τα είδη ατομικής κατανάλωσης.
Διευρυμένη αναπαραγωγή είναι η επανάληψη του προτσές της παραγωγής σε μεγαλύτερες διαστάσεις, οπότε η κοινωνία δεν αναπληρώνει απλώς τα υλικά αγαθά που καταναλώθηκαν, αλλά και παράγει επιπλέον συμπληρωματικά μέσα παραγωγής και είδη ατομικής κατανάλωσης.
Στις συνθήκες του καπιταλισμού η απλή αναπαραγωγή σημαίνει ότι το προτσές της παραγωγής απλώς ανανεώνεται, ενώ η υπεραξία ξοδεύεται ολόκληρη για την ατομική κατανάλωση του καπιταλιστή.
Στο προτσές της καπιταλιστικής αναπαραγωγής ανανεώνονται όχι μόνο τα προϊόντα της εργασίας, αλλά και οι σχέσεις της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.
Από τη μια μεριά, στην πορεία της αναπαραγωγής διαρκώς δημιουργείται πλούτος που ανήκει στον καπιταλιστή, ο οποίος τον χρησιμοποιεί για να ιδιοποιείται υπεραξία. Με το τέλος κάθε παραγωγικού προτσές ο επιχειρηματίας βρίσκεται και πάλι κάτοχος κεφαλαίου που του δίνει τη δυνατότητα να πλουτίζει με την εκμετάλλευση των εργατών. Από την άλλη, ο εργάτης βγαίνει από το προτσές της παραγωγής διαρκώς άπορος προλετάριος και γι' αυτό το λόγο είναι αναγκασμένος, για να μην πεθάνει από την πείνα, να πουλάει και πάλι την εργατική του δύναμη στον καπιταλιστή.
Η αναπαραγωγή της μισθωτής εργατικής δύναμης παραμένει πάντα αναγκαίος όρος της αναπαραγωγής του κεφαλαίου. «Το κεφαλαιοκρατικό προτσές παραγωγής, λοιπόν, με την ίδια του τη λειτουργία αναπαράγει το χωρισμό της εργατικής δύναμης από τους όρους της εργασίας. Ετσι αναπαράγει και διαιωνίζει τους όρους εκμετάλλευσης του εργάτη. Υποχρεώνει διαρκώς τον εργάτη να πουλάει την εργατική του δύναμη για να ζει και να δίνει διαρκώς τη δυνατότητα στον κεφαλαιοκράτη να την αγοράζει για να πλουτίζει»2.
Δηλαδή, το κεφαλαιοκρατικό προτσές αναπαραγωγής δεν παράγει μονάχα εμπόρευμα, συνεπώς, υπεραξία, αλλά παράγει και αναπαράγει και την ίδια τη σχέση του κεφαλαίου, από τη μια μεριά τον κεφαλαιοκράτη και από την άλλη το μισθωτό εργάτη. Αν εξετάσουμε την αγοραπωλησία της εργατικής δύναμης όχι μεμονωμένα, αλλά σαν μια διαρκώς επαναλαμβανόμενη σχέση, τότε θα διαπιστώσουμε ότι:
Πρώτο, τον καιρό που με την εργασία του εργάτη σε μια δοσμένη περίοδο δημιουργείται νέα αξία που περικλείνει υπεραξία, ρευστοποιείται στην αγορά, μετατρέπεται σε χρήμα, το προϊόν που έχει παράγει ο εργάτης στην προηγούμενη περίοδο. Από εδώ φαίνεται καθαρά πως ο κεφαλαιοκράτης πληρώνει το μισθό εργασίας του προλετάριου όχι από το δικό του κεφάλαιο, αλλά από την αξία που έχει δημιουργήσει η εργασία των εργατών στην προηγούμενη περίοδο παραγωγής (π.χ. στη διάρκεια του προηγούμενου μήνα).
«Η σημερινή του εργασία ή η εργασία του επόμενου εξαμήνου πληρώνεται με την εργασία του της προηγούμενης εβδομάδας ή του τελευταίου εξαμήνου»3.
Δεύτερο, σε διάκριση από τα άλλα εμπορεύματα, η εργατική δύναμη πληρώνεται από τον καπιταλιστή μόνο αφού ο εργάτης έχει πια τελειώσει την καθορισμένη εργασία. Συνεπώς, δε δανείζει ο καπιταλιστής τους εργάτες, αλλά αντίθετα οι εργάτες δανείζουν τον καπιταλιστή. Η απλή αναπαραγωγή είναι συστατικό μέρος της διευρυμένης αναπαραγωγής.
Στη διευρυμένη καπιταλιστική αναπαραγωγή ένα μέρος της υπεραξίας ο καπιταλιστής το διαθέτει για να μεγαλώσει τις διαστάσεις της παραγωγής: για να αγοράζει πρόσθετα μέσα παραγωγής και για να μισθώνει πρόσθετους εργάτες. Επομένως, ένα μέρος της υπεραξίας προστίθεται στο προηγούμενο κεφάλαιο, δηλαδή συσσωρεύεται.
Συσσώρευση κεφαλαίου ονομάζεται η πρόσθεση μέρους της υπεραξίας στο κεφάλαιο ή η μετατροπή μέρους της υπεραξίας σε κεφάλαιο.
Κίνητρο για τη συσσώρευση του κεφαλαίου είναι:
α) Πρώτα απ' όλα το κυνήγι για την αύξηση της υπεραξίας. Στον καπιταλισμό η δίψα για τον πλουτισμό δε γνωρίζει όριο. Με τη διεύρυνση της παραγωγής αυξάνει η μάζα της παραγωγής, αυξάνει η μάζα της υπεραξίας που ιδιοποιείται ο καπιταλιστής και συνεπώς αυξάνει και εκείνο το μέρος της που πηγαίνει για την ικανοποίηση των προσωπικών αναγκών και ιδιοτροπιών των καπιταλιστών. Από την άλλη οι καπιταλιστές αποκτούν τη δυνατότητα με την αυξημένη υπεραξία να διευρύνουν όλο και περισσότερο την παραγωγή, να εκμεταλλεύονται όλο και μεγαλύτερο αριθμό εργατών και να ιδιοποιούνται μια ολοένα αυξανόμενη μάζα υπεραξίας.
β) Αλλο κίνητρο συσσώρευσης του κεφαλαίου είναι ο λυσσαλέος συναγωνισμός, που στην πορεία του οι μεγάλοι καπιταλιστές βρίσκονται σε ευνοϊκότερη θέση και εξοντώνουν τους μικρούς. Ο συναγωνισμός υποχρεώνει τον κάθε καπιταλιστή, κάτω από την απειλή της καταστροφής του, να βελτιώνει την τεχνική, να διευρύνει την παραγωγή.
Διακοπή της ανάπτυξης της τεχνικής σημαίνει καθυστέρηση και τους καθυστερημένους τους νικούν οι ανταγωνιστές τους.
1. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 1, σελ. 586.
2. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 1, σελ. 598.
3. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 1, σελ. 588.