ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 26 Οχτώβρη 2003
Σελ. /32
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Δικάζεται η υπεράσπιση της ειρήνης

Θεσσαλονίκη 1999: Αλλεπάλληλες ήταν οι διαδηλώσεις χιλιάδων φιλειρηνιστών κατά του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία. Σήμερα, το δικαίωμα στη λαϊκή δράση ποινικοποιείται...
Θεσσαλονίκη 1999: Αλλεπάλληλες ήταν οι διαδηλώσεις χιλιάδων φιλειρηνιστών κατά του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία. Σήμερα, το δικαίωμα στη λαϊκή δράση ποινικοποιείται...
Το δικαίωμα της κοινωνικοπολιτικής λαϊκής δράσης έχει μπει στο στόχαστρο των μηχανισμών επιβολής των αντιλαϊκών επιλογών της κυβέρνησης, της ΕΕ και των συμμάχων τους σε παγκόσμιο επίπεδο. Το δικαίωμα λαϊκή δράση, σήμερα ποινικοποιείται, στο πλαίσιο των σχεδιασμών της Νέας Τάξης Πραγμάτων, με στόχο να δημιουργήσουν λαούς ευνουχισμένους στη σκέψη, στη συνείδηση και εντέλει να παραλύσουν την όποια αντίδραση κόντρα στην πολιτική τους. Σ' αυτό το σχέδιο υποτάσσονται, άμεσα ή έμμεσα, η νομοθετική (Κοινοβούλιο), η εκτελεστική (η κυβέρνηση), η δικαστική (δικαστήρια) εξουσία και οι κρατικοί κατασταλτικοί μηχανισμοί. Ετσι λοιπόν, με νόμους, μηχανισμούς καταστολής και βίας, δικαστικές αποφάσεις και άλλες μορφές παρέμβασης, διώκουν το δικαίωμα στην αντίσταση. Δικαίωμα και συνάμα υποχρέωση, που αν απεμπολήσει ο λαός ουσιαστικά παραδίδεται άνευ όρων στον πόλεμο με τους εκμεταλλευτές του.

Αυτήν την πραγματικότητα πάνε να διαμορφώσουν, προκειμένου να επιβάλουν την υποταγή όσων αντιστέκονται, όσων αγωνίζονται, επιχειρώντας την ποινικοποίηση της συνδικαλιστικής, κοινωνικής, πολιτικής και φιλειρηνικής δράσης, στο πλαίσιο της οποίας εκδηλώνονται ολοένα και συχνότερα δικαστικές διώξεις και καταδίκες, αστυνομικές επιχειρήσεις καταστολής της δράσης.

Δεν είναι τυχαία, λοιπόν, η εκ νέου δίωξη των 5 αγωνιστών του αντιπολεμικού - αντιιμπεριαλιστικού κινήματος, που μαζί με χιλιάδες άλλους αντιστάθηκαν στο βρώμικο πόλεμο των Ευρωαμερικάνων ιμπεριαλιστών κατά του γιουγκοσλαβικού λαού. Θυμίζουμε ότι οι Νίκος Νεντόπουλος, Γιώργος Μαρκίδης, Ηλίας Μανουσαρίδης, Κώστας Σεϊτανίδης και Βασίλης Τζήκας δικάστηκαν με την κατηγορία της παρακώλυσης συγκοινωνιών, επειδή συμμετείχαν σε μπλόκο που στήθηκε τον Απρίλη του 1999 σε ΝΑΤΟική φάλαγγα οχημάτων στην εθνική οδό Θεσσαλονίκης - Ευζώνων, στο ύψος της γέφυρας του Πολυκάστρου. Το Νοέμβρη του 2002, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Κιλκίς τους αθώωσε, διότι αναγνώρισε πως με τις πράξεις τους πίστευαν ότι ασκούσαν δικαίωμα που τους παρέχει το Σύνταγμα (άρθρο 120) και υπερασπίζονταν το άρθρο 27 του Συντάγματος, που απαγορεύει τη διέλευση ξένων στρατιωτικών δυνάμεων, αν προηγούμενα δεν ψηφιστεί ειδικός νόμος από την πλειοψηφία του όλου των βουλευτών.

Το σκεπτικό αυτής της απόφασης έρχεται να ανατρέψει ο προϊστάμενος της Εισαγγελίας Εφετών Θεσσαλονίκης Σταμάτης Κουβάς, αφού έμμεσα, μέσα από την έφεση, επιχειρεί να παρουσιάσει πως το άρθρο 28 περί διεθνών συμβάσεων υπερισχύει του άρθρου 27, στην προσπάθειά του να διασώσει την ελληνική κυβέρνηση από την παράνομη εμπλοκή της σε ένα βρώμικο και άδικο πόλεμο, που ξεσήκωσε την αντίδραση της συντριπτικής πλειοψηφίας του λαού μας.

Στο πλευρό των διωκόμενων, στο πρόσωπο των οποίων δικάζεται το φιλειρηνικό κίνημα, παίρνουν θέση οι εργαζόμενοι και νεολαίοι, στο σύνολό του σχεδόν ο λαός της περιοχής, μέσα και από τις αποφάσεις των φορέων τους. Παράλληλα, ετοιμάζουν τη μαζική συμμετοχή τους στο παλλαϊκό συλλαλητήριο συμπαράστασης, που θα γίνει την Τετάρτη 29 Οκτώβρη, στις 9 το πρωί έξω από το δικαστικό μέγαρο Θεσσαλονίκης.

«Είχαμε παραβίαση αρχών του πολιτεύματος»

«Φορέας του δικαιώματος αντίστασης είναι ο πολίτης, ο λαός στο σύνολό του. Δεν είναι ένα δικαίωμα που αν θέλουμε το ασκούμε, αν θέλουμε δεν το ασκούμε. Είναι ταυτόχρονα δικαίωμα και υποχρέωση που μας ανήκει, επειδή ταυτόχρονα είμαστε και φορείς της κυριαρχίας. Δεν είναι στη διακριτική μας ευχέρεια να το απεμπολήσουμε. Δεν μπορούμε να το απεμπολήσουμε», σημειώνει, σε δήλωσή της στο «Ρ», η Ιφιγένεια Καμτσίδου, επίκουρη καθηγήτρια του Νομικού Τμήματος του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Και προσθέτει πως «η ιστορικοεξελικτική προσέγγιση του άρθρου 120 του Συντάγματος μας επιτρέπει να πούμε ότι παράλληλα με το κλασικό περιεχόμενο - αυτό που αναγνωρίζεται σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη - στην Ελλάδα το δικαίωμα αντίστασης έχει και ένα πρόσθετο κανονιστικό περιεχόμενο, που είναι το δικαίωμα και η υποχρέωση του λαού με ειρηνικά μέσα, να αποτρέπει, να αντιμετωπίζει παραβιάσεις θεμελιωδών αρχών του πολιτεύματος και στη συγκεκριμένη περίπτωση είχαμε παραβίαση θεμελιώδους αρχής του πολιτεύματος».

Ενημερωτικά, αναφέρουμε πως το άρθρο 27 προβλέπει τις εγγυήσεις τηρήσεως της εξωτερικής κυριαρχίας και το άρθρο 28 θέτει σε διάλογο την κυριαρχία του ελληνικού κράτους με τα άλλα κράτη σε διεθνές επίπεδο. Σύμφωνα με την Ι. Καμτσίδου, αυτό το κεφάλαιο αποτελεί το σκληρό πυρήνα του δημοκρατικού μας πολιτεύματος, το σκληρό πυρήνα της κυριαρχίας.

Και ξεκαθαρίζει πως «στην παρ. 2, το άρθρο 27 προβλέπει τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να εισέλθει ξένη δύναμη στην επικράτεια. Απαιτείται ψήφιση νόμου από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών (δηλαδή 151 στους 300), δηλαδή μια ειδική πλειοψηφία. Ο νομοθέτης θέλησε να θέσει μια ειδική εγγύηση για να διαφυλάξει την εξωτερική κυριαρχία της ελληνικής δημοκρατίας».

Απαντώντας στους ισχυρισμούς που αναπτύχθηκαν την περίοδο του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία, πως δηλαδή δεν απαιτούνταν να ψηφιστεί ειδικός νόμος για τη διέλευση των ΝΑΤΟικών δυνάμεων, διότι είχαμε τις διεθνείς συμβάσεις, σημειώνει:

«Πρώτον, οι διεθνείς συμβάσεις δεν υπερισχύουν του Συντάγματος. Δεύτερον, οι διεθνείς συμβάσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν νόμος με την έννοια του άρθρου 27. Γιατί το άρθρο 27 απαιτεί ειδικό νόμο. Δεν μπορούμε να αρκεστούμε σε έναν προϋφιστάμενο νόμο που προβλέπει μια στρατιωτική συνεργασία. Συνεπώς, πρέπει (ad hoc) να ψηφιστεί νόμος, ο οποίος θα προβλέπει τη δύναμη και τους όρους εισόδου ή διέλευσης από τη χώρα μας. Για να μπει μια ξένη δύναμη θα πρέπει στην ουσία να πάρει έγκριση. Αυτός ο νόμος δεν περιλαμβάνει κανένα δικαίωμα, αποτυπώνει την έγκριση της λαϊκής αντιπροσωπείας».


Αννα ΑΝΑΝΙΑΔΟΥ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ