ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τετάρτη 22 Οχτώβρη 2003
Σελ. /40
ΕΡΓΑΤΙΚΑ
ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΟ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ
Κρυφό χαρτί οι κρατήσεις που αποκαλύπτουν το φτωχολόγιο

Η συνέχιση της λιτότητας και η ένταση της χειραγώγησης των εργαζομένων αποτελούν τα βασικά χαρακτηριστικά του νομοσχεδίου της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ για το μισθολόγιο - φτωχολόγιο των εργαζομένων στο δημόσιο.

Συγκεκριμένα, προβλέπεται ως κατώτατος βασικός μισθός τα 590 ευρώ μεικτά τη στιγμή που τα τελευταία χρόνια οι δημόσιοι υπάλληλοι έχουν υποστεί 30% απώλεια στα εισοδήματά τους εξαιτίας της συνεχιζόμενης πολιτικής λιτότητας της κυβέρνησης και ενώ πάγιο αίτημα των εργαζομένων είναι η διαμόρφωση του κατώτερου βασικού μισθού στα 1.100 ευρώ ώστε αυτός να ανταποκρίνεται σε ένα βαθμό στις σύγχρονες αυξανόμενες ανάγκες τους. Εδώ πρέπει να ξαναθυμίσουμε ότι η κυβέρνηση δε διευκρινίζει πόσες και ποιες θα είναι οι κρατήσεις ώστε να ξεκαθαριστεί ποιες θα είναι οι καθαρές αποδοχές των εργαζομένων.

Ενα άλλο σημείο που ξεχωρίζει στο νομοσχέδιο είναι η χρήση του κινήτρου απόδοσης από την κυβέρνηση ως εργαλείου για τη σύνδεση του μισθού με την παραγωγικότητα αλλά και τη χειραγώγηση των εργαζομένων, αφού το ποιος θα το παίρνει θα κρίνεται όχι μόνο από την απόδοσή του εργαζόμενου αλλά και από τη συμπεριφορά του που αυθαίρετα θα βαθμολογείται με βασικό κριτήριο τη συμμόρφωσή του στα κυβερνητικά κελεύσματα.

Ακόμα, η κυβέρνηση διατηρεί την επιδοματική της πολιτική (τουλάχιστον είκοσι επιδόματα σε διάφορες κατηγορίες και ειδικότητες) αντί να ενσωματώσει τα ποσά αυτά στο βασικό μισθό. Επίσης, καταργείται το επίδομα των 176 ευρώ και για όσους το έπαιρναν θα διατηρηθεί ως προσωπική διαφορά που θα μειώνεται όσο αυξάνονται άλλα ποσά. Τέλος, δε γίνεται πουθενά λόγος στο νομοσχέδιο για την κατάργηση των ασφαλιστικών εισφορών για την κύρια σύνταξη επί του ποσού των 176 ευρώ, κάτι που η κυβέρνηση είχε πει ότι θα κάνει.

Τι προβλέπει

Το νέο μισθολόγιο - φτωχολόγιο για τους δημοσίους υπαλλήλους προβλέπει στο άρθρο 7 ότι ο νέος βασικός μισθός στο εισαγωγικό κλιμάκιο της κατηγορίας Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης (ΥΕ) «ορίζεται στα 590 ευρώ». Ο μηνιαίος βασικός μισθός των υπόλοιπων μισθολογικών κλιμακίων της ΥΕ «διαμορφώνεται με πρόσθεση στο αμέσως προηγούμενο μισθολογικό κλιμάκιο (δηλαδή, το εισαγωγικό κλιμάκιο) του ποσού που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό» των 590 ευρώ «με το συντελεστή 0,0424» (περίπου 25 ευρώ). Ενώ οι βασικοί μισθοί όλων των άλλων μισθολογικών κλιμακίων των κατηγοριών Δευτεροβάθμιας, Τεχνολογικής και Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΔΕ, ΤΕ και ΠΕ) προσδιορίζονται από τον πολλαπλασιασμό του βασικού μισθού της ΥΕ με τους παρακάτω συντελεστές: Για τη ΔΕ με το συντελεστή 1,17 (590 επί 1,17 ίσον 690 ευρώ). Για την ΤΕ με το συντελεστή 1,31 και για την ΠΕ με το συντελεστή 1,37.

Πρόκειται για μισθούς πείνας και απέχουν κατά πολύ από την ικανοποίηση των αναγκών των εργαζομένων που θέτουν ως αίτημα τη διαμόρφωση του κατώτατου βασικού μισθού στην ΥΕ κατηγορία στα 1.100 ευρώ. Ακόμα χειρότερα, ο μισθός των 590 ευρώ είναι μεικτός και όχι καθαρός. Ακόμα και το το ποιες θα είναι οι κρατήσεις δεν έχει ξεκαθαριστεί από την κυβέρνηση. Πάντως, με βάση το νέο μίνι ασφαλιστικό νομοσχέδιο του υπουργείου Εργασίας προβλέπεται επιπλέον εισφορά 2% επί πάσης φύσεως αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων, για λογαριασμό του ΤΕΑΔΥ (το επικουρικό ταμείο). Επιπλέον, με βάση το ισχύον μισθολόγιο υπάρχουν κάποιες ασφαλιστικές κρατήσεις επί του βασικού μισθού και του χρονοεπιδόματος που προορίζονται για την κύρια σύνταξη. Ομως με το νέο μισθολόγιο στις κρατήσεις αυτές, λογικά, θα υπόκεινται και το επίδομα εξομάλυνσης και το τμήμα του κινήτρου απόδοσης, που ενσωματώθηκαν στο νέο βασικό μισθό.

Με βάση το άρθρο 3 χάνεται το υποτυπώδες ενιαίο μισθολόγιο που υπήρχε μέχρι σήμερα. Συγκεκριμένα προβλέπεται ότι «τα μισθολογικά κλιμάκια των υπαλλήλων των κατηγοριών (ΠΕ, ΤΕ, ΔΕ και ΥΕ) ορίζονται σε δεκαοκτώ για κάθε κατηγορία και οι υπάλληλοι εκάστης κατηγορίας εξελίσσονται σ' αυτά με εισαγωγικό το 18ο μισθολογικό κλιμάκιο και καταληκτικό το 1ο μισθολογικό κλιμάκιο».

Κυρίαρχα τα επιδόματα

Σε ό,τι αφορά την επιδοματική πολιτική, η κυβέρνηση διατηρεί σχεδόν 20 επιδόματα, που απευθύνονται σε διάφορους κλάδους και εξειδικεύονται σε ορισμένες κατηγορίες. Είναι η πολιτική τού «διαίρει και βασίλευε» μέσω της πρόσκαιρης εύνοιας ή μη κάποιων κατηγοριών εργαζομένων, ανάλογα με τις πολιτικές σκοπιμότητες κάθε κυβέρνησης. Εξάλλου, με το να δίνει κάποια ποσά η κυβέρνηση μέσω επιδομάτων και να μην τα ενσωματώνει στο βασικό μισθό έχει τη δυνατότητα να τα καταργήσει, όπως έκανε με το επίδομα των 176 ευρώ.

Ακόμα καθηλώνει το οικογενειακό επίδομα - που έχει καθαρά κοινωνική βάση. Στο άρθρο 11 ορίζει «για έγγαμο υπάλληλο, χωρίς ή με ενήλικα τέκνα, τριάντα πέντε ευρώ». Σχετικά με τα αναδρομικά του οικογενειακού επιδόματος στο άρθρο 26 η κυβέρνηση δεν ξεκαθαρίζει πότε θα τα δώσει, ούτε με ποιο τρόπο. Οσο για το χρόνο που αυτή θεωρεί ότι χρωστά αναδρομικά είναι το διάστημα «από 1 Απριλίου 2001 μέχρι 30 Ιουνίου 2002», παρόλο που την καταβολή και στους δύο εργαζομένους η κυβέρνηση την κατάργησε από το 1984 (όταν ήταν και οι δύο δημόσιοι υπάλληλοι) και από το 1997 (ακόμα και όταν ο ένας από τους δύο ήταν στον ιδιωτικό τομέα). Ετσι, αντί για σχεδόν 17 χρόνια η κυβέρνηση αναγνωρίζει μόνο δεκαπέντε μήνες.

Το κίνητρο απόδοσης

Στο άρθρο 12 προβλέπεται το ύψος και ο τρόπος λειτουργίας του κινήτρου απόδοσης. Συγκεκριμένα, το κίνητρο απόδοσης στην κατηγορία ΥΕ είναι 86 ευρώ, στην κατηγορία ΔΕ 96 ευρώ, στην κατηγορία ΤΕ ή ΠΕ χωρίς πτυχίο ανώτερης ή ανώτατης σχολής 120 ευρώ, στην κατηγορία ΤΕ με πτυχίο ΤΕΙ 135 ευρώ και στην κατηγορία ΠΕ με πτυχίο πανεπιστημίου, καθώς και εκπαιδευτικοί λειτουργοί 150 ευρώ. Το κίνητρο απόδοσης αποτελεί το βασικό εργαλείο της κυβέρνησης για τη σύνδεση του μισθού με την παραγωγικότητα ή όπως αναφέρει το νομοσχέδιο «για την αύξηση της αποδοτικότητας των υπαλλήλων». Η αποδοτικότητα των υπαλλήλων θα υπολογίζεται με βάση τους σχετικούς δείκτες που προβλέπει το πρόσφατα δημοσιοποιημένο νομοσχέδιο της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ για την αναδιάρθρωση της Δημόσιας Διοίκησης. Ετσι, κριτήρια για τη «χορήγηση του ανωτέρου κινήτρου» επισημαίνεται στο νομοσχέδιο για το μισθολόγιο «είναι η ποιοτική και ποσοτική απόδοση του υπαλλήλου, η μη αξιολόγησή του με δυσμενή βαθμό, καθώς και ο βαθμός του ενδιαφέροντός του, για την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη εξυπηρέτηση των πολιτών». Μ' αυτόν τον τρόπο, μέσου του κινήτρου απόδοσης, όχι μόνο συνδέεται ο μισθός με την παραγωγικότητα, αλλά ελέγχεται και ο βαθμός υπακοής των εργαζομένων στις εκάστοτε κυβερνητικές πολιτικές. Με βάση αυτή τη λογική είναι πιθανό η κυβέρνηση οποιεσδήποτε αυξήσεις δίνει μελλοντικά, μεγάλο τμήμα αυτών να είναι όχι στο βασικό μισθό, αλλά στο κίνητρο απόδοσης για να αυξήσει την αντεργατική αποτελεσματικότητά του.

Καταργούνται τα 176 ευρώ

Το νέο μισθολόγιο - φτωχολόγιο προβλέπει ακόμα στο άρθρο 24 την κατάργηση του επιδόματος των 176 ευρώ, το οποίο διατηρείται ως προσωπική διαφορά «μειούμενη από οποιαδήποτε μελλοντική χορήγηση νέου επιδόματος, παροχή ή αποζημίωση ή από αύξηση του κινήτρου απόδοσης του άρθρου 12 του παρόντος νόμου». Επομένως, πρώτον όσες κατηγορίες εργαζομένων δεν πήραν μέχρι σήμερα το επίδομα αυτό, ενώ η κυβέρνηση είχε δεσμευτεί να τους το δώσει, δεν πρόκειται να το πάρουν και όσοι το έχουν πάρει θα το διατηρήσουν ως προσωπική διαφορά, η οποία όμως θα μειώνεται όσο αυξάνονται άλλα ποσά.

Σχετικά με τις ασφαλιστικές εισφορές που πληρώνουν οι εργαζόμενοι επί του ποσού των 176 ευρώ για την κύρια σύνταξη, παρά το ότι το υπουργείο Οικονομίας είχε πει ότι θα καταργηθούν, δεν προβλέπεται τίποτα. Οι κρατήσεις που γίνονται με βάση την παράγραφο 13 του άρθρου 1 του Νόμου 3029 είναι υπέρ Δημοσίου 6,67%, καθώς και υπέρ Μετοχικού Ταμείου Πολιτικών Υπαλλήλων 4%.

Μονιμοποιεί τη λιτότητα

Σε ένα πρώτο σχολιασμό του νομοσχεδίου για το μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων, ο Δημήτρης Αγκαβανάκης, στέλεχος του ΠΑΜΕ και μέλος της ΕΕ της διοίκησης της ΑΔΕΔΥ σημειώνει: «Πρόκειται για ένα νομοσχέδιο "νέου" μισθολογίου των δημοσίων υπαλλήλων που νομιμοποιεί και μονιμοποιεί τη λιτότητα, αλλά και τον αυταρχισμό σε βάρος των χιλιάδων δημοσίων υπαλλήλων και των οικογενειών τους. Οι πενιχρές "αυξήσεις" που κυμαίνονται πιο κάτω από τον επίσημο τιμάριθμο, αλλά και πολύ πιο πίσω από τις κατά 30% απώλειες που είχαν οι μισθοί από τη συνεχή λιτότητα των τελευταίων χρόνων, βρίσκονται σε ευθεία αναντιστοιχία με τις σύγχρονες ανάγκες των εργαζομένων στο Δημόσιο.

Από θεσμικής άποψης, αυτό το μισθολόγιο, με τη σύνδεση μισθού - παραγωγικότητας, μέσω της αξιολόγησης των πολιτικών σκοπιμοτήτων, επιδιώκει τη χειραγώγηση και τον πειθαναγκασμό των δημοσίων υπαλλήλων στην αντιλαϊκή κυβερνητική πολιτική. Παραπέρα, μέσα από τη διαιώνιση και την επέκταση της επισφαλούς επιδοματικής πολιτικής του "διαίρει και βασίλευε", εξυπηρετούνται οι αντεργατικοί κυβερνητικοί σχεδιασμοί σε βάρος των εργαζομένων.

Συνένοχη σε αυτή την αρνητική για τους δημόσιους υπάλληλους εξέλιξη είναι και η πλειοψηφία της διοίκησης της ΑΔΕΔΥ που σιγοντάρισε και σιγοντάρει αυτές τις αντιλαϊκές επιλογές. Οι εργαζόμενοι στο δημόσιο είναι επιτακτική ανάγκη να καταδικάσουν έμπρακτα τη συνολική κυβερνητική πολιτική που δημιουργεί και αναπαράγει τέτοια προβλήματα, αλλά και το συναινετικό, υποτακτικό συνδικαλισμό, μέσα από έντονους ταξικά προσανατολισμένους αγώνες με το ΠΑΜΕ, αλλά και με την ψήφο τους στις επερχόμενες εκλογές να δώσουν την πρέπουσα απάντηση και στην κυβέρνηση και σε όλα τα κόμματα του ευρωμονόδρομου, που χάριν της διαβόητης ανταγωνιστικότητας προωθούν και στηρίζουν αυτές τις πολιτικές».



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ