Μεταξύ των δώδεκα κρατών - μελών, δέκα κράτη κατέγραψαν αύξηση στο ποσοστό ανεργίας τους τελευταίους δώδεκα μήνες. Στους άντρες η ανεργία αυξήθηκε από το 7,4% στο 7,8% και στις γυναίκες από το 9,9% στο 10,2%. Στους νέους κάτω των 25 χρόνων η ανεργία αυξήθηκε από το 16,3% στο 16,8%. Η ανεργία χτυπά 12,4 εκατομμύρια άντρες και γυναίκες στην Ευρωζώνη και 14,3 εκατομμύρια στην Ευρώπη των 15.
Αυτά είναι τα νούμερα που ανακοίνωσε χτες η στατιστική υπηρεσία της ΕΕ.
Και τι προτείνει η ΕΕ για την αντιμετώπιση του προβλήματος; Την όσο το δυνατόν πιο γρήγορη εφαρμογή της στρατηγικής της Λισαβόνας. Με άλλα λόγια, την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ευελιξία των αγορών εργασίας. Που σημαίνει πως τα εκατομμύρια των ήδη υποαπασχολούμενων πρέπει να αυξηθούν κι άλλο. Ωσπου να φάνε τις σάρκες τους μεταξύ τους οι εργαζόμενοι για το ποιος θα καλύψει μια θέση εργασίας έστω και αν αυτή αντιστοιχεί σε μια δίωρη απασχόληση, με κάποια ψίχουλα για μισθό και μια πετσοκομμένη ασφάλιση.
Πάντως, μια και αναφερόμαστε στα ποσοστά της ανεργίας και τις ευρωενωσιακές συνταγές για την αντιμετώπισή της, έχει ενδιαφέρον να σημειώσουμε κι ένα από τα ονόματα που προσυπογράφουν αυτή τη στρατηγική. Είναι ο γενικός γραμματέας της Συνομοσπονδίας Ευρωπαϊκών Συνδικάτων Τζον Μονκς. Πρόσφατα, χαρακτήρισε «ευπρόσδεκτη» την έκθεση Κοκ με την οποία ζητείται επιτάχυνση των ρυθμών εφαρμογής των αποφάσεων της Λισαβόνας. Θεωρεί θετικό, επίσης, ότι η έκθεση Κοκ «μοιράζεται τις ανησυχίες της ΣΕΣ για την Ευρώπη που καθυστερεί να εφαρμόσει τους στόχους της Λισαβόνας». Γιατί έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η δήλωση του Μονκς;
Γιατί αυτή η ΣΕΣ είναι που καλείται από τον ΣΥΝ και το Ελληνικό Κοινωνικό Φόρουμ «να μπει επιτέλους μπροστά και μαχητικά σ' αυτή την προσπάθεια» (ομιλία Δ. Στρατούλη στο ΕΚΦ στο Παρίσι). Ετσι που όλοι μαζί να βαδίσουν «σταθερά στο δρόμο του αριστερού ευρωπαϊσμού», όπως χαρακτηριστικά τον περιέγραψε στη χτεσινή «Αυγή» ο Γ. Μπαλάφας.
Να δανειστούμε εκείνο το σύνθημα των αντιπυρηνικών διαδηλωτών: «Ευχαριστούμε δε θα πάρουμε»...
Σε καιρούς προεκλογικής περιόδου και καθώς οι εξελίξεις στο Ιράκ και το Αφγανιστάν πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο, για τις δυνάμεις κατοχής, δεν είναι φρόνιμο να σταλούν κι άλλες ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις στην ISAF (ΝΑΤΟική δύναμη Αφγανιστάν). Ετσι, ο γγ του ΝΑΤΟ, λόρδος Ρόμπερτσον, εισέπραξε αρνητική απάντηση από τον Γ. Παπαντωνίου. Πάντως, μη νομίσετε πως άλλαξε στάση και θέση η κυβέρνηση. Οχι, βέβαια. Οπως εξήγησε ο Γ. Παπαντωνίου, η Ελλάδα έχει αυξημένες, λόγω Ολυμπιακών Αγώνων, ανάγκες ασφάλειας και δεν μπορεί να διαθέσει πολεμικό υλικό και άνδρες για την ενίσχυση της συμμαχικής δύναμης στην Καμπούλ. Με άλλα λόγια, μετά τις εκλογές, το θέμα θα ξανασυζητηθεί, είτε με κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, είτε με κυβέρνηση ΝΔ...
Φανταζόμαστε πως μπορεί να κάνει λίγους μήνες υπομονή ο λόρδος γραμματέας του ΝΑΤΟ...
«...Υπάρχει τεράστια διαφορά. Αλλο είναι το πιστοποιημένο Πανεπιστήμιο και άλλο το ΚΕΣ, που, από την πίσω πόρτα και χωρίς αξία, επιχειρεί να δώσει πτυχίο. Δεν είναι το ίδιο ένα ιδιωτικό μη κερδοσκοπικό πανεπιστήμιο και το ίδιο ένα ΚΕΣ. Μη συζητάμε για ανόμοια πράγματα...».
Αυτά είπε χτες ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, ανάμεσα σε άλλα, στη διάρκεια της ενημέρωσης των πολιτικών συντακτών. Κι όπως μπορεί να καταλάβει ο καθένας, θεωρεί πως τα Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών - τουλάχιστον - επιχειρούν «από την πίσω πόρτα και χωρίς αξία», να δώσουν πτυχία. Δε θεώρησε απαραίτητο, όμως, να δώσει την παραμικρή εξήγηση για το γεγονός πως η κυβέρνηση, της οποίας είναι μέλος και εκπρόσωπος, δίνει τις άδειες για να λειτουργούν οι όποιες επιχειρήσεις δίνουν πτυχία από την πίσω πόρτα και χωρίς αξία...
Τα παραπάνω αποτελούν κρίκους στην αλυσίδα της αντιλαϊκής πολιτικής της κυβέρνησης. Ενας από αυτούς είναι και η πολιτική που ακολουθείται στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Πριν ακόμη «στεγνώσει το μελάνι» των αποφάσεων του πρόσφατου συνεδρίου της ΚΕΔΚΕ, ήρθαν στη δημοσιότητα οι πρώτες αποφάσεις δήμων για αυξήσεις στα δημοτικά τέλη, με προεξέχοντα το Δήμο Αθηναίων.
Ετσι, και ενώ η κατρακύλα της Αυτοδιοίκησης, συνεχίζεται με την ολοκληρωτική απογύμνωσή της από τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της και τη μετατροπή της σε διεκπεραιωτικό μηχανισμό, χωρίς πολιτικό ρόλο και περιεχόμενο, οι δημότες πρέπει να ορθώσουν το ανάστημά τους. Μαζί με τις δυνάμεις που στέκονται στο πλάι των εργαζομένων, που απευθύνονται στο λαό, στηρίζονται σε αυτόν και παλεύουν μαζί με αυτόν.