Να σημειωθεί, βέβαια, ότι εξακολουθούν να υπάρχουν πολλές εκκρεμότητες και αντιδράσεις που δεν είναι και ήσσονος σημασίας. Οπως π.χ. η κατάρτιση των εκλογικών καταλόγων των υποψηφίων βουλευτών, οι οξύτατες αντιρρήσεις σημαντικής μερίδας προβεβλημένων στελεχών του ΣΥΝ, αλλά και η τελική διατύπωση ενός ενιαίου πολιτικού λόγου της λεγόμενης συσπείρωσης «για να χωράμε όλοι μέσα», όπως διευκρίνισε ο Μ. Παπαγιαννάκης, απειλώντας με τη μη κάθοδό του στις εκλογές.
Πρέπει επίσης να επισημανθεί, ότι από την ημέρα που δόθηκε στη δημοσιότητα η διακήρυξη, οι τοποθετήσεις που ακολούθησαν εκ μέρους πολλών στελεχών των συνιστωσών δυνάμεων αποσαφηνίζουν παραπέρα τους πραγματικούς τους στόχους και ομολογούνται όσα δε θα μπορούσαν να ομολογηθούν στο κείμενο της διακήρυξης.
Από την πλευρά του ΣΥΝ, διά μέσου του υπεύθυνου του Γρ. Τύπου, ξεκαθαρίστηκε ότι «Δεν πρόκειται να μετακινήσουμε τους ακρογωνιαίους λίθους των αξιών του κόμματός μας. Δεν πρόκειται να ανατρέψουμε τα βασικά στοιχεία του ΣΥΝ. Δε μας ζητήθηκε, ούτε ζητήσαμε από τις άλλες δυνάμεις κάτι τέτοιο» («Αυγή», 05/12/03). Ενώ στις διάφορες εκδηλώσεις που πραγματοποιούνται τονίζεται με έμφαση ότι «ο λαός θα απέρριπτε μια εκλογική διακήρυξη χωρίς να προϋπάρχει πολιτική συμφωνία» και ότι «η συνεργασία θα είναι εφικτή και με το ΚΚΕ, αν η επόμενη μέρα των εκλογών βρει την αριστερά με άλλη "γεωγραφία", μέσα από την ενίσχυση της αριστεράς» («Αυγή», 18.12.03)!
Το ερώτημα που προκύπτει είναι ξεκάθαρο. Αν ο ΣΥΝ δεν αλλάζει τις μέχρι τώρα γνωστές του θέσεις, τις οποίες θεωρεί και ως αμετάβλητες αξίες! Αν η διακήρυξη έχει προκύψει μετά από πολιτική συμφωνία, η οποία περιστρέφεται γύρω από τις βασικές θέσεις του ΣΥΝ με διαφορετική και ολίγον αριστερόστροφη διατύπωση. Αν μέτρο της επιτυχίας της συσπείρωσης της Αριστεράς, επομένως και στόχος της είναι η μείωση του ΚΚΕ, τότε, τι το καινούριο κομίζει ο πολιτικός λόγος «της δημοκρατικής, της ανανεωτικής, της ριζοσπαστικής, της αντικαπιταλιστικής, της επαναστατικής, της κομμουνιστικής Αριστεράς, της πολιτικής οικολογίας, του φεμινισμού, της νεολαίας, των κινημάτων αμφισβήτησης» (Διακήρυξη - «Αυγή», 04.12.03), σε σχέση με τη διακαή επιθυμία και τον αμετακίνητο στόχο των κομμάτων του δικομματισμού και της άρχουσας τάξης της χώρας μας να εμποδίσουν την αύξηση της δύναμης του ΚΚΕ, ακόμη και να το διαλύσουν;!
Ουσιαστικά η «Πρωτοβουλία για τη Συσπείρωση της Αριστεράς» ανακυκλώνει τον ίδιο στόχο, την ίδια επιδίωξη που είχε τεθεί από τον καιρό της διάσπασης του κομμουνιστικού κινήματος της χώρας μας, τη δεκαετία του '60, πάντα στο όνομα της ανανέωσης του κομμουνιστικού κινήματος και της Αριστεράς. Στόχος που βρήκε θερμό συμπαραστάτη τα κόμματα του κεφαλαίου στην Ελλάδα, αλλά και εξωελλαδικά κέντρα. Στόχος που υπήρξε και καταβλήθηκε προσπάθεια να υλοποιηθεί και στην περίοδο του ενιαίου Συνασπισμού, προς δόξαν της πολιτικής αξιοπιστίας των συμμάχων και τις γνωστές αρνητικές συνέπειες για το λαϊκό κίνημα.
Σήμερα, κάθε πολιτική δύναμη κρίνεται από την αντιστοιχία του πολιτικού λόγου που εκφέρει σε σχέση με την ίδια τη δράση και την ανάπτυξη του εργατικού και μαζικού κινήματος, στις συνθήκες που επικρατούν, στο πλαίσιο της Νέας Τάξης Πραγμάτων, της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας, της ανατροπής του σοσιαλισμού, της εξοντωτικής εκμετάλλευσης των εργαζομένων και της αφαίρεσης των κοινωνικών τους κατακτήσεων, της αντίδρασης που επικρατεί σε όλες τις γραμμές του καπιταλιστικού συστήματος, της ακύρωσης των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Αλλά και της απαίτησης για την ενδυνάμωση της αντιιμπεριαλιστικής και αντιμονοπωλιακής πάλης, της λαϊκής συσπείρωσης και αντεπίθεσης, της αναγκαιότητας και επικαιρότητας του σοσιαλισμού και της δημιουργίας των προϋποθέσεων για τη σοσιαλιστική εξουσία.
Καμιά πολιτική δύναμη, που θέλει να αυτοπροσδιορίζεται ως δύναμη της Αριστεράς και μάλιστα της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς και της ανατροπής δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτό το πλαίσιο των πολιτικών κατευθύνσεων. Και από την άποψη αυτή η διακήρυξη της Πρωτοβουλίας όχι μόνο δεν αποτελεί μια αξιόπιστη πολιτική εναλλακτική αριστερή πρόταση, που να αντιστοιχεί στα πολιτικά καθήκοντα της εποχής μας, όχι μόνο αποφεύγει να τοποθετηθεί σε καίρια πολιτικά ζητήματα, τα οποία αποτέλεσαν αντικείμενο έντονων πολιτικών και ιδεολογικών αντιπαραθέσεων τα τελευταία χρόνια, όχι μόνο είναι ήδη ξεπερασμένη σε σχέση με τις γενικότερες εξελίξεις, ακόμη κι αυτές που σημειώθηκαν πρόσφατα στην Ευρωπαϊκή Ενωση με τη μη ψήφιση του συντάγματος, αλλά κοιτάζει το μέλλον με την πλάτη, αφού παραδέχεται ότι δεν έχει απαντήσεις στο ζήτημα της σοσιαλιστικής προοπτικής και της πολιτικής εξουσίας. Ακόμη και για αυτήν την ανασυγκρότηση της Αριστεράς περιορίζεται να σημειώσει ότι «η ανασύνταξη της Αριστεράς απαιτεί ένα πιο προωθημένο, πιο συγκεκριμένο και πειστικό προγραμματικό εξοπλισμό της».
Αφού, λοιπόν, όσες από τις ΣΥΝεργαζόμενες δυνάμεις ήταν αντίθετες στη Συνθήκη του Μάαστριχτ και την ΟΝΕ σιωπούν, η διακήρυξη δεν τοποθετείται και ο ΣΥΝ, η βασική δύναμη της συμμαχίας, επαναβεβαιώνει τους ακρογωνιαίους λίθους της πολιτικής του, τότε, το μόνο λογικό συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί είναι ότι το σύνολο των δυνάμεων της Πρωτοβουλίας αποδέχεται τις βασικές θέσεις του ΣΥΝ. Αρα αποδέχονται τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και όχι μόνο. Στην περίπτωση αυτή τι νόημα έχουν οι διακηρύξεις ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό και οι εκτιμήσεις, έστω και εκ των υστέρων, ότι η Ευρώπη που κτίζεται «δεν είναι η Ευρώπη που οραματίζονται οι λαοί» και ότι «είμαστε αντίθετοι σ' αυτή την Ευρώπη».
Αν πάλι κάθε συνιστώσα δύναμη κρατάει τις θέσεις της γι' αυτό το θεμελιακό θέμα για το μέλλον της ΕΕ και της Ευρώπης γενικότερα, παρά το γεγονός της αποσιώπησης στο πλαίσιο της πολιτικής συμφωνίας που εκφράζει η διακήρυξη, τότε έχουμε ένα απτό δείγμα επίδειξης των αρετών, της ηθικής και του πολιτικού οπορτουνισμού «της δημοκρατικής, της ριζοσπαστικής, της ανανεωτικής κλπ αριστεράς». Οι δυνάμεις αυτές καταπίνουν στην κυριολεξία τη γλώσσα τους πάνω σε ένα ζήτημα με βάση το οποίο κατασυκοφαντήθηκε το ΚΚΕ από το ΣΥΝ ως αναχρονιστικό, ανορθολογικό και ξεπερασμένο, ως κόμμα της εθνικής απομόνωσης.
Παράλληλα αποκρύβεται επιμελώς ο ιμπεριαλιστικός χαρακτήρας της ΕΕ, η συμμετοχή της στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις διά μέσου των πολέμων, οι ανταγωνισμοί και οι αντιθέσεις που αναπτύσσονται και ενισχύονται μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων της ΕΕ, οι διαφορετικές ταχύτητες ανάμεσα στα κράτη - μέλη, μια κατάσταση, που, όπως αναγνώρισε και ο Ελληνας πρωθυπουργός υπονομεύει το μέλλον της ΕΕ και την απειλεί με ανοιχτή ρήξη.
Εκεί όμως που τα πράγματα ξεκαθαρίζουν και αναδεικνύουν και την αξία των αναφορών της διακήρυξης στην αντικαπιταλιστική και σοσιαλιστική προοπτική είναι η αντιμετώπιση του νεοφιλελευθερισμού ως ιδεολογίας και πολιτικής, στην υπηρεσία ενός καθαρού καπιταλισμού. Είναι φανερό πως οι συντάκτες της διακήρυξης καθορίζοντας το νεοφιλελευθερισμό ως ιδεολογία και πολιτική αδυνατούν να κατανοήσουν την εξέλιξη και τις ανάγκες του καπιταλιστικού συστήματος στη σημερινή του φάση. Θέλουν να ρυμουλκήσουν την Αριστερά σε μια προοπτική πάλης ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό, προκειμένου να απαλλαγούν, υποτίθεται, από τον καθαρό και ολοκληρωτικό καπιταλισμό, αλλά όχι όμως και από τον καπιταλισμό, που σαφώς - αφού δε θα είναι καθαρός - θα είναι και πιο «ανθρώπινος». Ετσι η αντικαπιταλιστική πάλη δεν κατανοείται ως πάλη για να φτάσουμε στο σοσιαλισμό, αλλά ως πάλη για να απαλλαγούμε από τον καθαρό καπιταλισμό.
Η προοπτική των εργαζομένων για τη λύση των μεγάλων τους προβλημάτων βρίσκεται στην ανάπτυξη της πάλης τους σε αντιμονοπωλιακή και αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση, στη δημιουργία των προϋποθέσεων για το σχηματισμό του λαϊκού μετώπου για τη λαϊκή οικονομία και τη λαϊκή εξουσία, στην αποφασιστική ενίσχυση του ΚΚΕ, στο δρόμο για το σοσιαλισμό.