ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 25 Δεκέμβρη 2003
Σελ. /32
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΑΥΘΑΙΡΕΣΙΑ
Πολλαπλασιάζονται επικίνδυνα τα περιστατικά
  • Βίαιες προσαγωγές με πολλά ερωτήματα ως προς τη νομιμότητά τους, ατιμωρησία και «προβληματική» στάση απέναντι ακόμα και σε αυτό το αστικό Σύνταγμα
  • Παράμετροι στη συμπεριφορά της ΕΛ.ΑΣ, που αναγκάζουν ως και τις κυβερνητικές υπηρεσίες να εκφράζουν τις «ενστάσεις» τους

«Κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών του 2002 αυξήθηκε ανησυχητικά ο αριθμός των αναφορών που προέρχονταν από πολίτες, οι οποίοι έθεταν υπόψη του «Συνηγόρου του πολίτη» περιστατικά βίαιης - και αμφιβόλου πάντως νομιμότητας - προσαγωγής σε αστυνομικά τμήματα».

Το παραπάνω είναι ένα μόνο χαρακτηριστικό απόσπασμα από την Εκθεση του «Συνηγόρου του πολίτη» για το 2002. Η «Αρχή» τονίζει ότι συχνά γίνεται αποδέκτης αναφορών κατά αστυνομικών οργάνων από πολίτες, οι οποίοι επικαλούνται ότι υπέστησαν καταχρηστικούς ελέγχους. Η διερεύνηση των αναφορών από το «Συνήγορο» κατέληξε σε αμφισβήτηση της νομιμότητας των προσαγωγών.

Η πραγματικότητα, λοιπόν, είναι τόσο δυσάρεστη που δεν περνά απαρατήρητη ούτε από υπηρεσίες που έστησε η κυβέρνηση δήθεν ως αποκούμπι των κατατρεγμένων από τη λεγόμενη κακοδιοίκηση. Φυσικά, οι καταγγελίες που καταχωρούνται εκεί, αλλά και οι λύσεις που κάθε φορά προκρίνονται, δε θίγουν την ουσία των προβλημάτων, την εφαρμοζόμενη πολιτική. Αντίθετα, περιορίζονται σε διαχειριστικό επίπεδο, τόσο ως καταγραφή του αίτιου, όσο και της εκάστοτε προκρινόμενης αντιμετώπισης. Ωστόσο, έστω και έτσι, έστω και λειψά, αναδεικνύουν το τι περνούν οι εργαζόμενοι.

Τα συμπεράσματα που ακολουθούν αφορούν τυπικά το 2002. Ωστόσο, έχουμε τη βεβαιότητα ότι η κατάσταση ουδόλως βελτιώθηκε το 2003. Πίσω στην Εκθεση:

Γίνεται η εκτίμηση ότι «δεν είναι ασφαλώς τυχαίο πως η αύξηση παρόμοιων περιστατικών συμπίπτει χρονικά με τη σύλληψη προσώπων που κατηγορούνται για συμμετοχή σε τρομοκρατικές οργανώσεις καθώς και με τους συναφείς μαζικούς ελέγχους της Αστυνομίας σε χώρους, στους οποίους συχνάζουν μέλη εξωκοινοβουλευτικών πολιτικών οργανώσεων (λ.χ. στην περιοχή των Εξαρχείων στην Αθήνα)». Φαίνονται, δηλαδή, και έτσι οι πολύτιμες υπηρεσίες που πρόσφεραν στην άρχουσα τάξη, αυτές οι οργανώσεις, τις προφάσεις δηλαδή για ένταση της αστυνομοκρατίας και της καταστολής.

Εξάλλου, ο «Συνήγορος» διαπιστώνει ότι «ο έμπρακτος σεβασμός της συνταγματικής νομιμότητας εκ μέρους των αστυνομικών οργάνων συχνά προσκρούει σε κατεστημένες συνήθειες και αντιλήψεις που επικρατούν κυρίως στα μεσαία και κατώτερα κλιμάκια της αστυνομίας». Με βάση την εμπειρία της, η «Αρχή» σημειώνει ότι οι πειθαρχικοί έλεγχοι που διενεργούνται σε βάρος αστυνομικών, οι οποίοι κατηγορούνται για σοβαρές προσβολές δικαιωμάτων των πολιτών (βιαιοπραγίες κ.λπ.) «σπάνια απολήγουν σε πλήρη καταλογισμό ευθυνών».

Αναφέρει και τα παρακάτω σχετικά: «Η διαπίστωση ως προς την ύπαρξη κατάχρησης εξουσίας εκ μέρους αστυνομικών οργάνων είναι δύσκολο να αποδειχθεί, δεδομένου ότι η αστυνομία επικαλείται τη γενική αρμοδιότητά της για πρόληψη αδικημάτων». Και ότι «η σχετική εσωτερική έρευνα της Ελληνικής Αστυνομίας σπανιότατα καταλήγει στην επιβεβαίωση ενδείξεων κατάχρησης εξουσίας».

Συνεχίζει ότι η διδασκαλία περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις Σχολές της ΕΛΑΣ, παρότι ασκεί μια παιδαγωγική και κατά τούτο προληπτική λειτουργία, δεν αρκεί, ώστε να εμπεδωθεί στους κόλπους των αστυνομικών δυνάμεων ο αναγκαίος σεβασμός προς τα δικαιώματα των πολιτών. Οτι η προληπτική αυτή δράση πρέπει να συμπληρώνεται και από τους αναγκαίους πειθαρχικούς ελέγχους - και τις αντίστοιχες ενέργειες κατασταλτικού χαρακτήρα - «οι οποίοι πρέπει να διεξάγονται κατά τρόπον που να μην καταλείπει υπόνοιες ότι η ελληνική αστυνομία αντιμετωπίζει με ανοχή τις προσβολές των δικαιωμάτων των πολιτών που προέρχονται από αστυνομικά όργανα».

Παράνομες (;) προσαγωγές

Η προσωπική ελευθερία όσων βρίσκονται στην ελληνική επικράτεια κατοχυρώνεται τυπικά με τις παραγρ. 2 και 3 του άρθρου 5 του Συντάγματος. Ο «Συνήγορος», με αφορμή καταγγελίες ημεδαπών και αλλοδαπών, διατύπωσε στην Ετήσια έκθεση 1999 (σ. 78) τις επιφυλάξεις του ως προς τη νομιμότητα της διαδικασίας που ενίοτε ακολουθείται από αστυνομικά όργανα σε περιπτώσεις σύλληψης και κράτησης. Εξέφρασε δε την άποψη ότι οι εν λόγω διαδικασίες πρέπει να εξασφαλίζουν το σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Η Εκθεση, παραβλέποντας άλλες σημαντικότερες αιτίες, υποστηρίζει «κομψά» ότι «η απώτερη αιτία του φαινομένου εντοπίζεται στο οικείο νομοθετικό πλαίσιο, ανεπίτρεπτα ρευστό και ασαφές, προκειμένου περί περιορισμών ατομικού δικαιώματος (βλ. κεφ. 6), το οποίο έχει οδηγήσει τις αστυνομικές αρχές στην πεπλανημένη πεποίθηση ότι η ακολουθούμενη πρακτική είναι νόμιμη».

Σε κάθε περίπτωση, ο «Συνήγορος» επισήμανε στο υπουργείο Δημόσιας Τάξης ότι, ακόμη και υπό τις ισχύουσες διατάξεις, η επίδειξη δελτίου ταυτότητας θα πρέπει να απαλλάσσει από το ενδεχόμενο προσαγωγής για εξακρίβωση της ανεπίσημα λεγόμενης «δικαστικής ταυτότητας» (δηλαδή για το αν ο συλληφθείς φυγοδικεί). Κατά τον «Συνήγορο», η προσαγωγή επιτρέπεται μόνο κατ' εξαίρεση, εφόσον η συμπεριφορά του ελεγχθέντος (και όχι μόνον ο τόπος, ο χρόνος ή οι περιστάσεις) κινεί υπόνοιες (άρθρο 74, παραγρ. 15, περίπτ. θ' του ΠΔ 141/ 1991). Επίσης ότι ο υψηλός βαθμός εγκληματικότητας που παρατηρείται σε ορισμένες περιοχές δε δικαιολογεί την εν γένει αντιμετώπιση των παρατυχόντων πολιτών ως εξ ορισμού υπόπτων.

Συμπλήρωσε ότι η διάρκεια της παραμονής των προσαγομένων στα αστυνομικά τμήματα δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τον απόλυτα αναγκαίο χρόνο για την απαιτούμενη διερεύνηση. Η δέσμευση με χειροπέδες επιτρέπεται μόνον όταν η συμπεριφορά του προσαγομένου προκαλεί υπόνοια φυγής, ενώ η εγκληματολογική σήμανση (δακτυλοσκόπηση, φωτογράφιση) επιτρέπεται μόνον όταν υπάρχει εξατομικευμένη υπόνοια τέλεσης εγκλήματος.

Το πού έγραψε το υπουργείο και η κυβέρνηση, το «Συνήγορο», τις Εκθέσεις και τις «νουθεσίες» του, φαίνεται σχεδόν καθημερινά στα αστυνομικά μπλόκα και τις «σκούπες» σε βάρος εργαζομένων κι ανέργων, αλλοδαπών και ημεδαπών.


Θ. Μπ.


Λίστες «ανεπιθύμητων»

Αλλοδαποί οικονομικοί μετανάστες, κάτοχοι προσωρινής άδειας παραμονής του Ν. 2910/2001, προσέκρουσαν στην έμπρακτη άρνηση του υπουργείου Δημόσιας Τάξης να προβεί στη διαγραφή τους από τον κατάλογο ανεπιθύμητων αλλοδαπών.

Αυτό συνέβη παρά το γεγονός ότι η παραγρ. 6 του άρθρου 21 του Ν. 3013/2002 (με τον οποίο τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν διατάξεις του Ν. 2910/2001) ορίζει ότι: «Η καταχώριση αλλοδαπού στον κατάλογο ανεπιθύμητων συνεπεία διοικητικής απέλασης [...] για παράνομη είσοδο, έξοδο, παραμονή ή εργασία στο ελληνικό έδαφος, ο οποίος έχει λάβει την άδεια παραμονής της παραγρ. 1 του άρθρου 66 του Ν. 2910/2001 και εφόσον στηρίζεται σε γεγονότα που έγιναν σε χρόνο προγενέστερο της έκδοσης της παραπάνω άδειας παραμονής, δε συνεπάγεται έναντι των κατόχων της οποιοδήποτε έννομο αποτέλεσμα και επέρχεται αυτοδικαίως διαγραφή τους από τον ίδιο κατάλογο». Το υπουργείο Δημόσιας Τάξης αντέκρουσε, δίνοντας στο ισχύον νομικό πλαίσιο διάφορες ερμηνείες, που ο Συνήγορος χαρακτήρισε ως «αμφισβητούμενης νομιμότητας».

Τελικά το υπουργείο Δημόσιας Τάξης, βασιζόμενο στην αρ. 2747 ΦΓν 1791/30.7.02 γνωμοδότηση του νομικού συμβούλου του, άρχισε να διαγράφει από τον κατάλογο ανεπιθύμητων αλλοδαπών, έπειτα από αίτηση των ενδιαφερομένων, όλους τους κατόχους προσωρινής άδειας παραμονής, ανεξαρτήτως του χρόνου που έχουν καταχωρηθεί σε αυτόν. Ταυτόχρονα όμως ενημέρωσε τις αρμόδιες υπηρεσίες των Περιφερειών ότι ενδεχομένους υπήρχαν λόγοι για τους οποίους οι εν λόγω άδειες παραμονής θεωρούνται αμφισβητούμενης νομιμότητας, και εισηγήθηκε την ανάκλησή τους.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ