ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 28 Δεκέμβρη 2003
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Ποιοι τσεπώνουν τον πλούτο της χώρας

Στο κενό οι προσπάθειες των κυβερνώντων να παρουσιάσουν την εικόνα μιας κυβέρνησης που ασκεί «κοινωνική πολιτική»

Αν ανοίξει κανείς κάποιο προπαγανδιστικό φυλλάδιο της κυβέρνησης, θα διαβάσει για την οικοδόμηση μιας «κοινωνίας της αλληλεγγύης», για πολιτικές ενίσχυσης της «κοινωνικής συνοχής», ενώ το κλασικό επιχείρημα των κυβερνητικών στελεχών, όταν απευθύνονται σε εργαζόμενους, είναι ότι η κυβέρνηση τα τελευταία χρόνια έχει δώσει πραγματικές αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις, τη στιγμή που σε άλλες χώρες της ΕΕ οι μισθοί έχουν ουσιαστικά καθηλωθεί... Αν κάποιος δε ζει στη χώρα αυτή και διαβάσει τις κυβερνητικές διακηρύξεις, θα νομίσει ότι έχει να κάνει με μια κυβέρνηση... φιλεργατική, μια κυβέρνηση η οποία ακολουθεί πολιτικές αναδιανομής του εισοδήματος υπέρ των λαϊκών στρωμάτων.

Οι εργαζόμενοι, οι άνεργοι, οι εκατοντάδες χιλιάδες μικρομεσαίοι, που ασφυκτιούν από τον ανταγωνισμό των πολυκαταστημάτων και πολυεθνικών, που έχουν εισβάλει στις λιανικές πωλήσεις, γνωρίζουν από την ίδια τους την πείρα ότι δεν έχουν απέναντι τους μια φιλολαϊκή κυβέρνηση. Το αντίθετο μάλιστα, μια κυβέρνηση η οποία σταθερά υποστηρίζει τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου. Δυστυχώς στην Ελλάδα, σκόπιμα δε δίνονται στη δημοσιότητα στατιστικά στοιχεία τα οποία θα καταδείκνυαν τις δύο τάσεις που κυριαρχούν στην κοινωνία μας. Τη συγκέντρωση, δηλαδή, τεράστιου πλούτου στα χέρια μιας μικρής μειοψηφίας επιχειρηματιών, τραπεζιτών, μεσαζόντων, αλλά και εκπροσώπων του πολιτικού συστήματος, οι οποίοι έχουν ενσωματωθεί αρμονικά στην κυρίαρχη εξουσιαστική ελίτ. Από την άλλη, μεγάλες κοινωνικές ομάδες, όπως οι άνεργοι, οι συνταξιούχοι, φτωχοί αγρότες, μικρομεσαίοι, έχουν φτάσει στα όρια της ένδειας και της ταπείνωσης και αυτό αποτελεί ένα από τα μεγάλα πολιτικά θέματα της εποχής μας. Η υπερσυσσώρευση δηλαδή του πλούτου και της φτώχειας, κάτι που άλλωστε αποτελεί και νομοτέλεια των καπιταλιστικών κοινωνιών. Αυτά βέβαια δε συμβαίνουν μόνο στην Ελλάδα. Συμβαίνουν σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο και είναι το κυρίαρχο στοιχείο από τις αρχές της δεκαετίας του '90 έως και σήμερα. Τα στοιχεία του ΟΗΕ για τον πλούτο και τη φτώχεια στον πλανήτη είναι ιδιαίτερα κατατοπιστικά για τη δυναμική των πραγμάτων. Αλλού όμως την κατάσταση αυτή την αναγνωρίζουν. Ετσι στην Αμερική του «χασάπη» Μπους, η στατιστική υπηρεσία δίνει στοιχεία, όπου καταγράφεται το συνεχώς διευρυνόμενο χάσμα του πλούτου και της φτώχειας, οι τεράστιες κοινωνικές ανισότητες, οι οποίες έχουν φτάσει στα επίπεδα του 1929(!), την περίοδο δηλαδή του μεγάλου οικονομικού κραχ. Στην Ελλάδα, όμως, γίνεται συστηματική προσπάθεια να αποκρυβεί ο ταξικός χαρακτήρας της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής. Εχουν στήσει έναν άθλιο μηχανισμό παραπλάνησης και εξαπάτησης της κοινής γνώμης ότι η πολιτική της ΟΝΕ, που ακολουθεί η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, οδηγεί στην κοινωνική συνοχή... και όχι στην κοινωνική εξαθλίωση των λαϊκών στρωμάτων. Στη διατήρηση της απατηλής αυτής εικόνας βοηθούν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τα οποία ευθυγραμμίζονται με την γκαιμπελίστικη προπαγανδιστική γραμμή των εκάστοτε ενοίκων του Μαξίμου (χτες ο Τσουκάτος και ο Πανταγιάς, σήμερα ο αντιτσουκάτος κλπ.). Βοηθούν, επίσης, και οι συνδικαλιστικές ηγεσίες της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ, οι οποίες έχουν ενσωματωθεί πλήρως στις πολιτικές της Ευρωσύγκλισης. Ετσι, τη στιγμή που ολόκληρη η κοινωνία κυριολεκτικά βράζει από τα μεγάλα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα, έχουν το θράσος να βγαίνουν και να μιλούν για πολιτικές ενίσχυσης της κοινωνικής συνοχής...

Τα κέρδη δεν κρύβονται

Είναι όμως ορισμένα πράγματα, τα οποία η φαιά προπαγάνδα δεν μπορεί να τα συγκαλύψει. Πριν από ένα περίπου μήνα ανακοινώθηκαν τα οικονομικά αποτελέσματα του τρέχοντος εννιάμηνου (Γενάρης - Σεπτέμβρης) των εισηγμένων εταιριών στο Χρηματιστήριο της Αθήνας, το οποίο συγκεντρώνει τον ανθό της οικονομικής ολιγαρχίας της χώρας. Σύμφωνα με τα δημοσιευμένα στοιχεία, τα συνολικά κέρδη (μάζα κερδών) ήταν αυξημένα κατά 16% σε σχέση με το 2002. Ειδικά, τα τραπεζικά κέρδη εμφάνισαν ποσοστό αύξησης πάνω από το 30%. Το γεγονός χαιρετίστηκε από τον οικονομικό Τύπο, τους χρηματιστές και την κυβέρνηση, η οποία το εξέλαβε σαν στοιχείο ορθότητας της πολιτικής της. Οτι η υψηλή κερδοφορία, εκτός των άλλων, τροφοδοτεί και τον πληθωρισμό, ο οποίος στη χώρα μας είναι υψηλότερος από τον πληθωρισμό της ΕΕ, δε φάνηκε να απασχολεί κανένα. Αυτό πάντως που μένει, είναι ότι τα εισοδήματα των κεφαλαιούχων, τα οποία τροφοδοτούνται από τα επιχειρηματικά κέρδη, αυξήθηκαν το εννιάμηνο κατά 16%.

Στις 11 του Δεκέμβρη ο υπουργός Οικονομίας εκδίδει εγκύκλιο, στην οποία αναφέρει ότι οι μισθοί των εργαζομένων στις ΔΕΚΟ δεν μπορούν να αυξηθούν για το 2004 πέραν του 3%. Πονηρά, μάλιστα, στην εισοδηματική πολιτική εμπλέκουν και άλλα στοιχεία (carry oner, ωρίμανση μισθών), τα οποία ενσωματώνουν στη μισθολογική πολιτική, η οποία μαζί με τα δυο αυτά στοιχεία δεν μπορεί να υπερβεί το 5%. Με λίγα λόγια, εισοδηματική πολιτική 3%, carry oner και ωρίμανση 2%, όλα μαζί 5%. Αν, μάλιστα, τα δύο τελευταία είναι μεγαλύτερα του 2%, μειώνεται το 3%, αν όμως είναι μικρότερα του 2%, τότε δεν αυξάνει το 3%. Τι θυμίζει αυτή απαράδεκτη και προσβλητική αριθμητική; Μα το γδάρσιμο της εργατικής δύναμης, η χρήση της οποίας παράγει νέα αξία, το καπιταλιστικό κέρδος, οι όροι όμως συντήρησης και αναπαραγωγής της πρέπει να είναι αυστηρά ελεγχόμενοι. Αν υποθέσουμε ότι όλο το εθνικό προϊόν αποτελείται από μισθούς και κέρδη, τα δύο αυτά μεγέθη είναι αντιθετικά και συγκρουόμενα μεταξύ τους, δυνάμεις με διαφορετική φορά. Οσο αυξάνουν οι μισθοί, μειώνονται τα κέρδη και όσο αυξάνουν τα κέρδη μειώνονται οι μισθοί. Για να έχουν οι κεφαλαιούχοι μερίσματα αυξημένα κατά 16% σε ετήσια βάση, θα πρέπει οι εργαζόμενοι να πάρουν αυξήσεις 3%. Τι κι αν ο επίσημος πληθωρισμός για το 2004 προβλέπεται να ανέλθει στο 3,5%. Τι κι αν οι νοικοκυρές που βγαίνουν να κάνουν τα καθημερινά τους ψώνια, έχουν την αίσθηση ότι με την υιοθέτηση του ευρώ οι τιμές έχουν αυξηθεί 10-20 και 30%.

Από την άλλη πλευρά, βγαίνουν μια σειρά στοιχεία που αποδεικνύουν την εγκατάλειψη και υποβάθμιση κοινωνικών τομέων. Ετσι διαβάσαμε στον Τύπο ότι οι ιδιωτικές δαπάνες για την υγεία ανήλθαν το 2001 στο 44% των συνολικών δαπανών και με το ποσοστό αυτό η Ελλάδα διατηρεί μακράν την πρώτη θέση από τις άλλες χώρες της ΕΕ. Αρα η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ οδήγησε στην ιδιωτικοποίηση της υγείας, στην παράδοσή της στα ιδιωτικά κερδοσκοπικά συμφέροντα. Στο νέο προϋπολογισμό του 2004 οι δαπάνες για τον πολιτισμό μόλις και αντιστοιχούν στο 0,9% του ΑΕΠ. Δεν έχουμε χρήματα, λέει η κυβέρνηση, με περιορισμένα χρήματα προσπαθούμε να κάνουμε κοινωνική πολιτική. Πρόκειται για μεγάλο ψέμα. Οταν πρόκειται για άλλες επιλογές, χρήματα βρίσκονται και μάλιστα άφθονα. Πάρτε για παράδειγμα τους Ολυμπιακούς Αγώνες, οι οποίοι θα μας στοιχίσουν περισσότερο από 10 δισ. ευρώ. Τον τεράστιο αυτό προϋπολογισμό τον χρηματοδοτεί αποκλειστικά ο κρατικός προϋπολογισμός, μέσω δανεισμού. Μόνο το 2003 ο κρατικός δανεισμός θα ξεπεράσει τα 33 δισ. ευρώ, γιατί εκτός από τα Ολυμπιακά, θα πρέπει να χρηματοδοτηθούν και τα μεγάλα έργα. Επομένως, όταν η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι δεν αντέχει ο προϋπολογισμός για να δοθούν μεγαλύτερες αυξήσεις σε μισθούς, συντάξεις, κοινωνικές δαπάνες, εννοεί ότι δεν υπάρχουν χρήματα, με βάση τους σχεδιασμούς και τις προτεραιότητες που η ίδια έχει επιλέξει. Υπάρχουν χρήματα για να ικανοποιηθούν οι πολυτελείς, αριστοκρατικές φιλοδοξίες της κας Αγγελοπούλου, η οποία ξοδεύει με άνεση το δημόσιο χρήμα ενός υπερχρεωμένου κράτους. Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα να δοθούν 70 δισ. δραχμές για τις ρωμαϊκές αψίδες του Καλατράβα, 600 δισ. δραχμές για την... ασφάλεια των Ολυμπιακών Αγώνων (από 120 δισ. που πρόβλεπαν αρχικά), δεν έχει κανένα πρόβλημα να ξοδεύει τεράστια ποσά για δημόσια έργα, που στη συνέχεια παραδίδονται στους εργολάβους (δες σκάνδαλα Αττικής Οδού, αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος») κλπ. Εχει όμως πρόβλημα να δώσει αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις.

Το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι αν υπάρχουν ή δεν υπάρχουν χρήματα. Το πραγματικό πρόβλημα είναι η πάντα ταξική επιλογή της διάθεσης των χρημάτων αυτών, τα οποία σε τελική ανάλυση δεν είναι παρά η υπεραξία που παράγουν οι εργαζόμενοι και ιδιοποιούνται το καπιταλιστικό κράτος και οι κεφαλαιούχοι.


Θανάσης ΚΑΝΙΑΡΗΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ