ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 11 Γενάρη 2004
Σελ. /32
ΔΙΕΘΝΗ
ΓΑΛΛΙΑ
Ο πραγματικός πόλεμος της «μαντίλας»

Ποικίλες αντιδράσεις συνεχίζει να προκαλεί η πρόταση νόμου περί θρησκευτικών συμβόλων

Associated Press

Ποικίλες αντιδράσεις συνεχίζει να προκαλεί η πρόταση νόμου περί θρησκευτικών συμβόλων
Σύντομα αναμένεται να τεθεί προς συζήτηση στο γαλλικό Κοινοβούλιο νομοσχέδιο, που θα απαγορεύει τη χρήση εμφανών θρησκευτικών συμβόλων στα σχολεία, ενώ θα προβλέπει και σειρά ανάλογων μέτρων για το δημόσιο τομέα. Το θέμα έχει λάβει ιδιαίτερα μεγάλες διαστάσεις στη Γαλλία, με αιχμή του δόρατος τον, ολοένα και αυξανόμενο, αριθμό μαθητριών, οι οποίες προσέρχονται για μάθημα, φορώντας τη μουσουλμανική μαντίλα στο κεφάλι (hijab). Οι περισσότερες σχολικές Διευθύνσεις αντέδρασαν μάλλον με αμηχανία, αλλά δεν έλειψαν τα περιστατικά, από το καλοκαίρι μέχρι σήμερα, όπου οι μαθήτριες τιμωρήθηκαν με αποβολή επειδή αρνήθηκαν να αποχωριστούν τη μαντίλα τους.

Ο Γάλλος Πρόεδρος επιφόρτισε, από τα μέσα Ιουλίου, μια επιτροπή ειδικών, με επικεφαλής τον πρώην υπουργό Μπερνάρ Σταζί, να εξετάσει το ζήτημα και να προτείνει συγκεκριμένες μεθόδους αντιμετώπισης του φαινομένου. Η επιτροπή δημοσιοποίησε τις προτάσεις της στις αρχές Δεκεμβρίου μετά από επαφές που είχε με ειδικούς επιστήμονες, συνδικάτα εκπαιδευτικών, αλλά και εκπροσώπους όλων των θρησκευτικών κοινοτήτων της χώρας.

Σύμφωνα με τις προτάσεις αυτές, προβλέπεται η απαγόρευση της χρήσης θρησκευτικών συμβόλων στα σχολεία, αλλά και στις δημόσιες υπηρεσίες, ενώ γίνεται ειδική μνεία στην περίπτωση των νοσοκομείων, όπου αναφέρεται ρητά ότι δε θα επιτρέπεται σε ασθενείς να επιλέγουν τους θεράποντες ιατρούς ανάλογα με το φύλο του γιατρού, προκειμένου να μην παραβούν τις αρχές της θρησκείας που ασπάζονται. Η επιτροπή, επίσης, προτείνει την υιοθέτηση της εβραϊκής γιορτής του Γιομ Κιπούρ, όπως και της μουσουλμανικής γιορτής του Αΐντ αλ Φιτρ, ως επίσημων αργιών για τα σχολεία, μαζί με την αργία των Χριστουγέννων.

Ο Πρόεδρος Σιράκ, μια βδομάδα μετά την κοινοποίηση του πορίσματος, ανακοίνωσε ότι υιοθετεί την πρόταση των απαγορεύσεων, αλλά όχι των γιορτών. Σε μια εξαιρετικά σημαντική, από πολιτικής άποψης, τοποθέτηση μπροστά στα ΜΜΕ, ο Σιράκ τόνισε ότι «η κοσμικότητα είναι ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της γαλλικής δημοκρατίας, είναι θεμέλιος λίθος της κοινωνικής ειρήνης και της εθνικής ενότητας» και κατέστησε σαφές ότι δεν πρόκειται να επιτρέψει την αποδυνάμωσή του. Για να προλάβει, μάλιστα, τυχόν παρερμηνείες, ο Γάλλος Πρόεδρος τόνισε ότι δεν προτίθεται να αποδεχτεί «μέσες λύσεις αλά Βρετανία», όπου επιτρέπεται η χρήση θρησκευτικών συμβόλων και ρούχων στους δημόσιους χώρους, υπογραμμίζοντας ότι κάτι τέτοιο «θα απομάκρυνε τη Γαλλία από τα θεμέλια του χαρακτήρα και της προσωπικότητάς της».


Associated Press

Οι αντιδράσεις, έντονες ή όχι, υπήρξαν και παραμένουν πολλές. Οπως επίσης και τα ερωτηματικά για τους λόγους που η γαλλική πολιτεία υιοθέτησε αυτήν τη στάση, αλλά και για τις αιτίες που έδωσαν τέτοιες διαστάσεις στο θέμα, το οποίο δεν απασχολεί μόνο τη Γαλλία. Εκτός από τη γνωστή περίπτωση της Τουρκίας, στη Ρωσία πρόσφατα επετράπη, μετά από πολύμηνη αντιπαράθεση, στις μουσουλμάνες να φορούν τη hijab στις φωτογραφίες διαβατηρίου τους, ενώ στη Γερμανία, δύο κρατίδια, το Μπάντεν - Βουέτεμπεργκ και η Βαυαρία, υιοθέτησαν επίσης σχετικούς απαγορευτικούς νόμους.

Η γαλλική κοσμικότητα

Ο διαχωρισμός κράτους και εκκλησίας, για τη Γαλλία, είναι μια πολύ παλιά ιστορία. Οι ρίζες της βρίσκονται, ήδη, στην Επανάσταση του 1789, οπότε κατασχέθηκε η εκκλησιαστική περιουσία και υποχρεώθηκαν οι κληρικοί (που μέχρι τότε διαδραμάτιζαν καθοριστικό ρόλο στην άσκηση πολιτικής, διαθέτοντας σημαντική εξουσία στα χέρια τους) να δηλώσουν δέσμευση στη Δημοκρατία. Παρά τις αντιδράσεις του Βατικανού (καθώς ο καθολικισμός ήταν η κυρίαρχη θρησκεία στη Γαλλία τότε) και τις προσπάθειές του να αποτρέψει την περιθωριοποίησή του από την κεντρική εξουσία, η πορεία του πλήρους διαχωρισμού αποδείχτηκε χωρίς επιστροφή.

Το 1905, κατά την Τρίτη Γαλλική Δημοκρατία, υιοθετείται νόμος που προβλέπει ρητά και κατηγορηματικά το διαχωρισμό κράτους - εκκλησίας. Ο νόμος αυτός, ουσιαστικά, προβλέπει την τήρηση απόλυτης ουδετερότητας του κράτους απέναντι σε θρησκευτικά ζητήματα, ενώ τονίζεται ότι δεν επιτρέπεται κανενός είδους προσηλυτισμός σε δημόσιους χώρους στο έδαφος της γαλλικής επικράτειας. Ο νόμος, μάλιστα, κάνει ιδιαίτερη μνεία στα σχολεία, τα οποία χαρακτηρίζοντας ως «ζώνες ελεύθερες από τη θρησκεία», και αυτό το στοιχείο είναι βαθιά ριζωμένο στη γαλλική συλλογική συνείδηση.


Associated Press

Το γαλλικό κράτος, επισήμως, αναγνωρίζει τους πολίτες του ως άτομα, χωρίς καμία νύξη στην εθνική ή θρησκευτική τους ταυτότητα, με στόχο την καλύτερη δυνατή ενσωμάτωση όλων των πολιτών και την πάταξη κάθε είδους διάκρισης, τουλάχιστον στο επίπεδο της νομικής αντιμετώπισής τους και όχι της καθημερινότητάς τους... Οπως πολλοί επισημαίνουν, για να γίνει κατανοητή η γαλλική έννοια του όρου «κοσμικότητα», ίσως θα ήταν καλύτερα να αποδοθεί με τον γαλλικό ορισμό της laicit, δηλαδή του αποκλειστικού ελέγχου του συνόλου του κρατικού μηχανισμού, συμπεριλαμβανομένης της εκπαίδευσης, από «λαϊκούς και όχι κληρικούς». Ισως, και μόνο το γεγονός ότι η συγκεκριμένη λέξη στα ελληνικά μπορεί να μεταφραστεί και ως αντικληρικισμός βοηθά ακόμη περισσότερο στην κατανόηση της γαλλικής ιδιαιτερότητας.

Ο «πόλεμος» των συμβόλων

Το ζήτημα των θρησκευτικών συμβόλων, επίσης, δεν είναι νέο για τη Γαλλία. Το 1937, ο τότε υπουργός Παιδείας είχε, με εγκύκλιο, ενημερώσει τους εκπαιδευτικούς όλης της χώρας ότι οφείλουν να βγάλουν από τα σχολικά συγκροτήματα κάθε είδους θρησκευτικό σύμβολο. Για αρκετές δεκαετίες, και λαμβάνοντας υπόψη και τις δεδομένες ιστορικές συνθήκες και εξελίξεις - Β` Παγκόσμιος Πόλεμος, ο πόλεμος ανεξαρτησίας της Αλγερίας, ο Μάης του 1968 - το θέμα έμεινε στο περιθώριο για να επανέλθει πάλι στο προσκήνιο τον Οκτώβριο του 1989, όταν ο διευθυντής ενός δημοσίου λυκείου στο Γκρέιλ αρνήθηκε σε δύο μαθήτριες που φορούσαν hijab να εισέλθουν στο σχολείο. Ο τότε υπουργός Παιδείας, Λιονέλ Ζοσπέν, ζήτησε τη γνωμοδότηση του Συμβουλίου του Κράτους, του Ανώτατου Διοικητικού Σώματος της χώρας, το οποίο ένα μήνα αργότερα αποφάνθηκε ότι το να φορά «κανείς θρησκευτικά σύμβολα δεν παραβιάζει την αρχή της κοσμικότητας», εφόσον δε συνοδεύεται από προκλήσεις και προσπάθειες προσηλυτισμού.

Το 1990, ένα γυμνάσιο στο Μοντφερμάιλ, έξω από το Παρίσι, απέβαλε 3 μικρές μουσουλμάνες, επειδή αρνήθηκαν να βγάλουν τη hijab. Η Διεύθυνση του σχολείου εξέδωσε απόφαση, με την οποία απαγόρευε «κάθε διακριτικό θρησκευτικό, φιλοσοφικό ή και πολιτικό σύμβολο» εντός του σχολείου. Η απόφαση αυτή επικρίθηκε, δύο χρόνια αργότερα, από το Συμβούλιο του Κράτους, το οποίο χαρακτήρισε παράνομη την επιβολή απαγόρευσης από ένα σχολείο. Το 2002, οι καθηγητές ενός σχολείου στο Τρεμπλέ εν Φρανς απέργησαν επί μια βδομάδα για να αναγκάσουν τη Διεύθυνση του σχολείου να δεχτεί πίσω μια μαθήτρια, που είχε απολυθεί λόγω της hijab. Εκτοτε, τα περιστατικά πυκνώνουν και διαδέχονται το ένα το άλλο, μέχρι τη γνωμοδότηση της επιτροπής Σταζί πριν από μερικές μέρες.

Οι αντιδράσεις

Η υιοθέτηση των προτάσεων της επιτροπής Σταζί από τον Πρόεδρο Σιράκ, καθώς και η σχεδόν βέβαιη έγκριση σχετικού απαγορευτικού νομοσχεδίου από το Κοινοβούλιο, αφού κυβέρνηση και αντιπολίτευση συμφωνούν απολύτως, προκάλεσε σειρά αντιδράσεων εντός Γαλλίας, κατ' αρχάς. Παρά το γεγονός ότι, σύμφωνα με δημοσκοπήσεις, η πλειοψηφία της γαλλικής κοινής γνώμης συναινεί με τις συγκεκριμένες προτάσεις, έντονη ήταν η αντίδραση των εκπροσώπων όλων των εκκλησιών που έχουν ποίμνιο στη Γαλλία.

Ο πρόεδρος του Γαλλικού Συμβουλίου Μουσουλμανικής Πίστης (ένα όργανο που συστάθηκε με την προώθηση των γαλλικών κυβερνήσεων σε μια όψιμη προσπάθεια, όπως εκτιμούν πολλοί αναλυτές, να υπάρξει ένας δίαυλος επικοινωνίας - και καλύτερου ελέγχου - του μουσουλμανικού γαλλικού πληθυσμού), Νταλίλ Μπουμπακέρ, αποδοκίμασε την επιβολή απαγορεύσεων, αλλά απηύθυνε έκκληση για ηρεμία και διάλογο. Για «απαράδεκτους περιορισμούς της θρησκευτικής ελευθερίας, που θα θέσουν τους θρησκευόμενους μουσουλμάνους σε τεράστιο δίλημμα», έκανε λόγο ο επικεφαλής της, κάπως πιο ακραίας, Ενωσης Ισλαμικών Οργανώσεων της Γαλλίας, Φουάντ Αλάουι.

Αρνητική ήταν η αντίδραση και των εκπροσώπων της καθολικής και ορθόδοξης εκκλησίας της Γαλλίας, του μεγάλου ραβίνου της Γαλλίας, αλλά και ορισμένων συνδικαλιστικών ενώσεων εκπαιδευτικών. Οι μεν θρησκευτικοί εκπρόσωποι εκτίμησαν ότι δημιουργείται μια «ακραία και πιθανώς γελοία κατάσταση, καθώς θα μπούμε σε μια διαδικασία ορισμού του τι είναι εξόφθαλμο και προφανές θρησκευτικό σύμβολο και του τι δεν είναι», ενώ οι εκπαιδευτικοί υποστηρίζουν ότι η υιοθέτηση απαγορεύσεων «θα δημιουργήσει μεγαλύτερα προβλήματα, καθώς θα ωθήσει πολλά παιδιά εκτός εκπαιδευτικού συστήματος και θα μεγαλώσει το χάσμα που υποτίθεται ότι έρχεται να γεφυρώσει».

Αντιδράσεις, όμως, προκλήθηκαν και εκτός Γαλλίας. Οι θρησκευτικές αρχές πολλών αραβικών χωρών, μεταξύ των οποίων της «κοσμικής» Αιγύπτου και της Συρίας, αλλά και του «θεοκρατούμενου» Ιράν, έσπευσαν να διατυπώσουν την αντίθεσή τους στην υιοθέτηση απαγορεύσεων και να καλέσουν τη γαλλική κυβέρνηση να επιδείξει το δέοντα «σεβασμό στην ελευθερία των θρησκευτικών "πιστεύω"». Παρέμβαση στο θέμα, με προφανέστατα εντελώς διαφορετική αφετηρία, έκανε και η Ουάσιγκτον, εκφράζοντας «ανησυχία» για την παραβίαση των θρησκευτικών ελευθεριών, στην οποία υποπίπτει το Παρίσι.

Ο πραγματικός πόλεμος

Την ουσία του ζητήματος μπορεί, μάλλον, κανείς να την εντοπίσει στην οπτική που επισήμαναν πολλές οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά και πολιτικοί αναλυτές: Το θέμα δεν είναι θρησκευτικό, αλλά αντίθετα έχει κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές διαστάσεις και αυτές θα έπρεπε να τύχουν προσοχής. Η Γαλλία, σήμερα, είναι η χώρα εκείνη της δυτικής Ευρώπης με την πολυπληθέστερη μουσουλμανική μειονότητα, η οποία, σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, δεν αποκλείεται να ξεπερνά τα 5 εκατομμύρια, αριθμός μεγαλύτερος και από τους μουσουλμάνους της Βρετανίας. Παράλληλα, στη Γαλλία υπάρχει και η μεγαλύτερη εβραϊκή κοινότητα της δυτικής Ευρώπης, με ιστορικές ρίζες πολύ παλαιότερες της μουσουλμανικής κοινότητας στο γαλλικό έδαφος.

Η διόγκωση της μουσουλμανικής παρουσίας στη Γαλλία είναι σχετικά πρόσφατο γεγονός και οφείλεται, κυρίως, στη μαζική έλευση μεταναστών από τις χώρες της βόρειας Αφρικής - του Μάγκρεμπ - μετά την αποτίναξη από αυτές του γαλλικού αποικιοκρατικού ζυγού. Η πρώτη γενιά αυτών των μεταναστών ήταν άνθρωποι που δεν μπορούσαν πλέον να ζήσουν στη χώρα τους, επειδή είχαν συνεργαστεί με τους αποικιοκράτες είτε άνθρωποι που αναζήτησαν μια καλύτερη τύχη, από το να μείνουν στις ρημαγμένες, από τους πολέμους, πατρίδες τους, στη χώρα, της οποίας τη γλώσσα γνώριζαν καλύτερα από τη μητρική τους.

Αυτή η πρώτη γενιά των μεταναστών ελάχιστη έως μηδενική σχέση επιθυμούσαν να έχουν με τη θρησκεία ή με τους ιμάμηδες, από τους οποίους επιδίωξαν, ούτως ή άλλως, να απομακρυνθούν. Ετσι, θέμα θρησκείας ή θρησκευτικής έκφρασης ουδόλως τέθηκε. Παράλληλα, όμως, η μητρόπολη δεν έδειξε να συμμερίζεται ιδιαιτέρως τις αγωνίες και τα όνειρά τους. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, κυρίως οι μετανάστες από την Αλγερία, αντιμετωπίζονταν στη Γαλλία σαν να μην υπήρχαν, αφού η γαλλική κοινή γνώμη μόλις πρόσφατα άρχισε να αγγίζει το «βρώμικο πόλεμο» των αποικιοκρατικών της στρατευμάτων κατά του αλγερινού κινήματος απελευθέρωσης.

Η μητρόπολη δέχτηκε τους πρώην υπηκόους της, αλλά όχι με ανοιχτές αγκάλες. Οι μετανάστες στοιβάχτηκαν στα περίφημα προάστια των γαλλικών πόλεων, τα οποία εξελίχθηκαν σε υποβαθμισμένα γκέτο. Η ανεργία, η φτώχεια και η κοινωνική περιθωριοποίηση είναι το κοινό χαρακτηριστικό τους, ενώ η εγκληματικότητα και τα ναρκωτικά θερίζουν τους κατοίκους τους.

Σήμερα, τα παιδιά αυτής της πρώτης γενιάς μεταναστών είναι Γάλλοι πολίτες, δεύτερης κατηγορίας. Δε γνώρισαν ποτέ τη χώρα προέλευσής τους, ούτε τη γλώσσα της. Την ίδια ώρα, όμως, δε νιώθουν Γάλλοι, εξαιτίας της κοινωνικο-οικονομικής τους θέσης. Οσο περνούν τα χρόνια, πληθαίνουν τα βίαια ξεσπάσματά τους, που συνήθως εκφράζονται μέσα από πολυήμερες συγκρούσεις με την αστυνομία, εκατοντάδες συλλήψεις, ακόμη μεγαλύτερη καταστολή, ακόμη μεγαλύτερη περιθωριοποίηση.

Οι συνθήκες αυτές αποδείχτηκαν πρόσφορο έδαφος για τη στροφή μεγάλου μέρους του γαλλικού μουσουλμανικού πληθυσμού στην πατρογονική θρησκεία, στο ισλάμ, το οποίο, πολλοί επίδοξοι κήρυξες έσπευσαν να επαναφέρουν στο προσκήνιο μέσα από τα μουσουλμανικά ιδρύματα αρωγής, χρηματοδοτούμενα από χώρες του Κόλπου και ιδιαίτερα από τη Σ. Αραβία. Ας μην ξεχνά κανείς, μάλιστα, ότι η στροφή αυτή είχε αρχίσει να γίνεται ξεκάθαρη, όταν, στις αρχές της δεκαετίας του '90, οι ισλαμιστικές εξτρεμιστικές οργανώσεις της Αλγερίας είχαν βρει πρόθυμα αυτιά (αν και λιγοστά), στα γαλλικά προάστια. Η διάλυση ορισμένων πρωτόλειων δικτύων ισλαμιστών εξτρεμιστών, στα γαλλικά προάστια, μετά την καταδίωξη και εξόντωση του Κχαλέντ Κελκάλ, το 1994, και η ταυτόχρονη «ανακάλυψη» από το γαλλικό κράτος της ιδέας της σύστασης μουσουλμανικών θρησκευτικών συμβουλίων ως «διαμεσολαβητών» στην επικοινωνία του με τα προάστια δε φαίνεται να έδωσε ουσιαστικές λύσεις στο πρόβλημα.

Αν σ' αυτά προσθέσει κανείς και την προφανή και απολύτως αναμενόμενη ανάγκη των παιδιών αυτών της δεύτερης γενιάς των μεταναστών να ανήκουν κάπου (αφού δε νιώθουν να ανήκουν στο γαλλικό έθνος), τότε εξηγείται σε μεγάλο βαθμό η ξαφνική «επιδρομή» της hijab. Μια επιλογή, που οι ίδιες οι κοπέλες που τη φορούν τη χαρακτηρίζουν «κίνηση χειραφέτησης, αξιοπρέπειας και απόκτησης ταυτότητας», μέσα σε ένα διευρυμένο κοινωνικό σύνολο που δεν τις αναγνώριζε ως ισότιμες.

Κατά πολλούς αναλυτές, το φαινόμενο της ισλαμικής μαντίλας στη Γαλλία είναι, απλώς, ένα σύμπτωμα, που, από τη μία, αποδεικνύει, την αποτυχία του γαλλικού κράτους να απορροφήσει και να ενσωματώσει τους μετανάστες στο κοινωνικό σύνολο. Από την άλλη, εκφράζει, με ήπιο τόνο, τη διαμαρτυρία ενός σημαντικού ποσοστού του πληθυσμού, το οποίο, μην έχοντας άλλη εναλλακτική λύση, απέναντι σε ένα σύστημα που τον απομυζά, μοιάζει να επενδύει τις ελπίδες του για μια καλύτερη ζωή στις μεταφυσικές ανησυχίες, που του καλλιέργησαν οι ειδικοί επί του θέματος ιμάμηδες. Αυτό δε σημαίνει ότι στο άμεσο μέλλον δε θα υπάρξουν αντίστοιχα φαινόμενα και προς άλλες θρησκείες, αλλά, προς το παρόν, και οι διεθνείς εξελίξεις (Παλαιστινιακό, κατοχή στο Ιράκ, αμερικανική διακήρυξη «αναδιαμόρφωσης και εκδημοκρατισμού των αραβικών χωρών») ενισχύουν το τρέχον ρεύμα, όπως άλλωστε και η διακήρυξη περί «αντίστασης σε ένα κυρίαρχο πρότυπο ζωής και πολιτισμού» πολλών ισλαμιστών ηγετών.

Υπό αυτήν την έννοια, καταλήγουν πολλοί αναλυτές, το ζήτημα των θρησκευτικών συμβόλων θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί χωρίς νομοσχέδια και χωρίς απαγορεύσεις, αλλά με απαντήσεις στα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά αιτήματα, που συμπυκνωμένα εκφράζει ένα τέτοιο φαινόμενο. Επισημαίνουν, μάλιστα, ότι όσο πιο αυστηρές γίνουν οι απαγορεύσεις, τόσο πιο έντονα θα αναδειχτούν και οι αντιθέσεις, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο, η τωρινή τριβή να εξελιχθεί σε ρήξη, που δε θα απειλήσει μόνο τα θεμέλια της Γαλλικής Δημοκρατίας. Αλλωστε, μπορεί, σήμερα, το φαινόμενο να ταλανίζει το Παρίσι, όμως τα δίχτυα του μοιάζουν, σταδιακά, να απλώνονται σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Και, όπως γίνεται σαφές, ελάχιστα σχετίζονται με τη θρησκεία, όσο και αν επίδοξοι προφήτες σπεύδουν να μιλήσουν για «σύγκρουση πολιτισμών και θρησκειών».


Ελένη Μαυρούλη



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ