ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 11 Γενάρη 2004
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Οταν η πέτρα... «θυμάται»

Τα πέτρινα δημοτικά σχολεία της Ελλάδας μέσα από ένα οδοιπορικό

«Πονάνε» τα αντικείμενα ή πρόκειται περί «ποιητικής αδείας», σαν αυτή που έκανε τον Καρυωτάκη να αναφέρεται στον «πόνο των ανθρώπων και των πραγμάτων»; Τα αντικείμενα «μιλούν» ή πρόκειται απλά για έναν ακραίο ιδεαλισμό που «θέλει» τα πάντα γύρω να «υπάρχουν» αποκλειστικά σε σχέση με την ανθρώπινη συνείδηση; Τα αντικείμενα δεν «πονούν» και δε «μιλούν». Κι όμως, ένα βιβλίο «επιμένει» πως ακόμη και μια πέτρα μπορεί να έχει «μνήμη», χωρίς να περιλαμβάνει ποιήματα και χωρίς να έχει ιδεαλιστικές φιλοσοφικές «ανησυχίες». Κάθε άλλο μάλιστα...

Ο λόγος για το βιβλίο «Μνήμη της πέτρας - ένα οδοιπορικό στα πέτρινα δημοτικά σχολεία της ηπειρωτικής Ελλάδας» (εκδόσεις «Κλειδάριθμος» με την υποστήριξη της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας) που υπογράφει ο Θωμάς Σίδερης. Ο χαρακτηρισμός «οδοιπορικό» είναι ο πλέον κατάλληλος για ένα κείμενο που βασίζεται μεν στη μεθοδολογία μιας ερευνητικής εργασίας, αλλά νιώθεις ότι είναι κάτι περισσότερο από έρευνα. Ισως αυτή η αίσθηση να προέρχεται και από τη λογοτεχνική αφετηρία του συγγραφέα, ο οποίος έχει καταθέσει τα συγγραφικά του «διαπιστευτήρια» με συλλογές διηγημάτων στο παρελθόν. Ισως όμως να είναι και το ίδιο το θέμα που δεν «αφήνει» να το προσεγγίσεις με την «ψυχρότητα» μιας επιστημονικής έρευνας. Κάτι που απέφυγε - ευτυχώς και επιτυχώς - το βιβλίο.

Πώς θα μπορούσε άλλωστε να γίνει αλλιώς, όταν τα πέτρινα δημοτικά σχολειά και διδακτήρια της χώρας μας χτίστηκαν με τα υλικά του τόπου τους και - κυριολεκτικά - με το αίμα και τον ιδρώτα του λαού; «Εκείνο όμως που πραγματικά τα θεμελίωσε και τα ρίζωσε στις μικρές και συχνά παραμελημένες κοινότητες της υπαίθρου», σημειώνει ο συγγραφέας στον πρόλογο, «ήταν η αγωνία των κατοίκων τους να μάθουν τα παιδιά τους γράμματα. Πήραν μόνοι τους τις βαριοπούλες, τους κασμάδες και τα καλέμια και ξερίζωσαν την γκρίζα και καφετιά πέτρα της Ελλάδας. Κουβάλησαν στις πλάτες τους το χαρμάνι και τις πέτρες, ταξίδεψαν μερόνυχτα με τα ζώα τους για να φέρουν τα οικοδομικά υλικά που τους έλειπαν από τις κοντινότερες πόλεις, κάλεσαν και φιλοξένησαν στα σπίτια τους πετράδες και κομπανίες χτιστάδων από διπλανά χωριά, αλλά και από μέρη μακρινά. Στα τσιμεντοκονιάματα και στα υπόλοιπα μείγματα των υλικών που βοήθησαν να στεριωθούν οι πέτρες των δημοτικών σχολείων, βρίσκονται σε ισόποσες αναλογίες το κρυστάλλινο νερό της υπαίθρου και ο ζεστός ιδρώτας των κατοίκων της».

Οι παλαιότεροι ξέρουν το ρόλο του σχολειού στο χωριό. Δεν ήταν απλά ένα εκπαιδευτικό κέντρο, αλλά ένα ευρύτερα παιδαγωγικό - πνευματικό «μελίσσι», ένα σύμβολο της αρχέγονης ανάγκης του ανθρώπου για γνώση, αλλά και για να «ξεφύγουν» οι νέες γενιές από το «ριζικό» των παλαιότερων. Επιπλέον, αποτέλεσαν και το «σκηνικό» μικρών και μεγάλων χαρών, μικρών και μεγάλων δραμάτων στην πολυτάραχη διάρκεια του ενός αιώνα (1860-1960), την οποία πραγματεύεται το βιβλίο μέσα από το «πρίσμα» των σχολείων. «Εγιναν στρατόπεδα συγκέντρωσης και τόποι μαρτυρίου, εκτελέστηκαν μέσα σ' αυτά δάσκαλοι και μαθητές, πυρπολήθηκαν από τους κατακτητές και ενίοτε ισοπεδώθηκαν από κάποιους που στα συντρίμμια τους οραματίστηκαν τον εξωραϊσμό και τον εκσυγχρονισμό», γράφει ο συγγραφέας. Αλλά μέσα σε δημοτικό σχολειό πήρε την πρώτη της «ανάσα» η ελπίδα για μια ανεξάρτητη και λαοκρατούμενη Ελλάδα στις Κορυσχάδες, γεγονός για το οποίο αφιερώνεται ειδικό μέρος στο επίμετρο του βιβλίου.

Το σημαντικό με αυτή την εργασία είναι ότι στερείται παντελώς ακαδημαϊσμού και στην προσέγγισή της και στη μεθοδολογία της. Ο Θ. Σίδερης ερεύνησε τη βιβλιογραφία, αλλά τη συνδύασε με την επιτόπια έρευνα, με προσωπικές συνεντεύξεις δασκάλων και υπέργηρων πλέον παλιών μαθητών και μαστόρων, καθώς και με σπάνιο αρχειακό υλικό. Η τέχνη των μαστόρων, τα μαστορόπουλα και η ιεραρχική δομή των μπουλουκιών τους, αλλά και οι πρώτες γραπτές αναφορές στη νεοελληνική γραμματεία για την αναγκαιότητα δημιουργίας σχολειών είναι μερικές από τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται. Τέτοιες αναφορές περιλαμβάνονται στο «Λόγιο Ερμή» το 1816, όπου διατυπώνονται απόψεις για την κατασκευή που θα πρέπει να έχει ένα τέτοιο κτίριο. Ο πρώτος, ωστόσο, που θα φέρει την έννοια της «σχολικής αίθουσας» στη σχετική προβληματική στην Ελλάδα θα είναι ο παιδαγωγός Σπυρίδων Μωραΐτης με τη «Διδασκαλική» του στα τέλη του 19ου αιώνα. Θα ακολουθήσει το διάταγμα του 1894, γνωστό και ως «διάταγμα Καλλία» από το όνομα του πολιτικού μηχανικού Δ. Καλλία, για να φτάσουμε το 1895 και το νόμο για τη δημοτική εκπαίδευση, στον οποίο περιλαμβάνεται και ένα κεφάλαιο για τα «δημοτικά διδακτήρια».

Τα κείμενα που συνοδεύουν τις φωτογραφίες, αν και ξεκινούν από πληροφορίες για τα εμφανιζόμενα σχολειά, αντικειμενικά προσφέρουν και «κομμάτια» της ιστορίας του κάθε τόπου. Αλλά και η ίδια η χρηματοδότηση της κατασκευής κρύβει ανθρώπινες ιστορίες που αφορούν σε ένα μεγάλο και τραγικό μέρος της νεοελληνικής ιστορίας, αυτό της μετανάστευσης. Τέλος, στο επίμετρο και στους πίνακες που παρατίθενται, η «ψυχρή γλώσσα» των αριθμών κρύβει επίσης την πραγματικότητα της σημερινής ερήμωσης της επαρχίας. Χαρακτηριστικά να αναφέρουμε ότι τα Δημοτικά Σχολειά που καταργήθηκαν στο Νομό Φθιώτιδας από το 1975 μέχρι το 1992 ανέρχονται σε εξήντα εννέα...


Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ


Αλλαξε η πάπια...

Αλλαξε η πάπια και έβαλε τα σάπια» λέει μια λαϊκή παροιμία θέλοντας να επισημάνει πως μια «αλλαγή», που προβάλλεται σαν αλλαγή δεν είναι «αλλαγή». Απλώς είναι η εικόνα μιας κατάστασης που για να φανεί διαφορετική, ότι, δηλαδή, το θέμα της είναι διαφορετικό, δείχνεται ανάποδα στο θεατή. Στους εργαζόμενους της χώρας μας, δηλαδή, γιατί οι άλλοι, που δεν εργάζονται, γνωρίζουν καλά το κόλπο, γιατί αυτοί παίζουν με τις εικόνες, και μια τις δείχνουν έτσι και μια αλλιώς, κι όταν χρειαστεί, μάλιστα για να φανεί ότι η «πάπια» έχει αλλάξει, της φοράνε τα «σάπια». Κι έτσι η «αλλαγή» δεν είναι στην πραγματικότητα «αλλαγή», αλλά, όπως λέει και ο σύγχρονος λαός μας, είναι αλλαγή - «μαϊμού», όπως ακριβώς ήτανε μαϊμού η «αλλαγή» που μας σέρβιραν πριν από τόσα, πάνω κάτω, χρόνια οι ίδιοι οι μαστόροι των ψεύτικων αλλαγών, αυτοί, δηλαδή, που ξέρουν μια χαρά να αλλάζουν την «πάπια» και, όποτε χρειαστεί, να την παρουσιάζουν στο λαό φορώντας τα «σάπια». Και μια τέτοια διαδικασία, μη νομίζετε πως είναι εύκολη δουλιά. Το να αναγκάσεις, δηλαδή, μια «πάπια» να ντυθεί τα «σάπια», να παρουσιάσεις, δηλαδή, μια «αλλαγή» σαν αλλαγή, ενώ δεν είναι αλλαγή, θέλει πολλή μαεστρία. Θέλει κόλπα, σκηνογραφίες πονηρές, σκηνοθεσίες μαστορικές. Θέλει να γνωρίζεις καλά τι είναι σάπιο και τι όχι. Χρειάζεται, με άλλα λόγια να ξέρεις καλά τον τρόπο για να πείσεις την «πάπια» να φορέσει τα «σάπια», και, μάλιστα, φορώντας τα «σάπια» να βγαίνει, χωρίς αντίρρηση, και να κερνάει στον κόσμο κουραμπιέδες και μελομακάρονα.

Τώρα πώς ο κόσμος, ο λαός μας, δηλαδή, οι εργαζόμενοι, οι άνεργοι και οι λιτοδίαιτοι Ευρωέλληνες, αυτοί που γέννησαν την ολυμπιακή ιδέα, και είπαν «όχι» στους Πέρσες και στο Μουσολίνι. Αυτοί οι ίδιοι οι Ελληνες που έλεγαν κάποτε «ή ταν ή επί τας» και κάποτε φώναζαν «αέρα». Αυτοί οι ίδιοι που δίδαξαν στους άλλους τον πολιτισμό και έτρεχαν πίσω από το Βουκεφάλα, για να εκπολιτίσουν τους Ασιάτες, και έφτιαχναν αγάλματα για να τα κλέβουν οι Δυτικοί για να στολίζουν τα μουσεία τους. Αυτοί ακριβώς οι ίδιοι ντε, οι εκπολιτιστές και οι τροπαιούχοι, οι αρειμάνιοι του Ελμπασάν και του Σαγγάριου, του Μαραθώνα και της Αθήνας 2004, πώς ανέχονται να τους εμφανίζουν μια «πάπια» που φοράει «σάπια», σαν το σύμβολο ενός νέου πολιτικού πολιτισμού, που ανάτειλε αυτές τις μέρες στη χώρα μας από τη Δύση, είναι μια άλλη πονεμένη ιστορία... Μια ιστορία που δεν μπορείς να τη διηγηθείς στα σοβαρά, γιατί είναι πολύ πονεμένη.

Δεν μπορείς ούτε καν απλώς να τη διηγηθείς, γιατί δεν υπάρχουν κατάλληλες λέξεις. Δεν υπάρχουν κατάλληλα θαυμαστικά, αποσιωπητικά και σημεία στίξεως. Ολη η ελληνική γραμματική, είτε την έγραψε ο Τζάρζτανος είτε ο Τριανταφυλλίδης, είναι ανήμπορη να σου συμπαρασταθεί για να διηγηθείς την ήττα αυτών των ημερών. Να διηγηθείς το πώς προετοιμάστηκε, το πώς συμφωνήθηκε, το πώς έγινε και πώς παρουσιάστηκε, χωρίς να ξεσηκωθεί όλη η χώρα. Χωρίς να ξεσηκωθούν οι περίφημοι καθημερινοί άνθρωποι των γηπέδων και της λαϊκής αγοράς. Χωρίς να ξεσηκωθούν όλοι εκείνοι που, είτε έλεγαν «ή ταν ή επί τας» είτε φώναζαν «αέρα», ήξεραν πολύ καλά τι θα πει Αλλαγή, γιατί ματώθηκαν γι' αυτή. Ηξεραν ακόμα πολύ καλά τι σημαίνει όταν μια «πάπια» αλλάζει και βάζει τα «σάπια» και όλοι οι άλλοι γύρω της απλώς «κάνουν την πάπια». Ντροπή!


Του
Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ