ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παρασκευή 30 Γενάρη 2004
Σελ. /40
ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ
Σκληρότερα αντιλαϊκά μέτρα απαιτεί η Κομισιόν

Η ευρωπαϊκή επιτροπή απαιτεί από τα κόμματα του «ευρωμονόδρομου» ενίσχυση της νεοφιλελεύθερης αντιλαϊκής πολιτικής

Η Κομισιόν, με αφορμή την τυπική «γνωμοδότηση» την περασμένη Τετάρτη επί του υποχρεωτικού, από την ΟΝΕ του Μάαστριχτ, «επικαιροποιημένου» Προγράμματος Σταθερότητας (ΠΣ) της Ελλάδας, που κατέθεσε τον περασμένο Δεκέμβρη η κυβέρνηση για την περίοδο 2003-2006, συνόψισε τις εκτιμήσεις των Βρυξελλών για την πολιτική οικονομία της χώρας. Εκρινε «ακατάλληλη» την κυβερνητική δημοσιονομική πολιτική, απειλώντας για σοβαρούς κινδύνους «μετά το 2004» και απαιτώντας περαιτέρω ενίσχυση της νεοφιλελεύθερης αντιλαϊκής πολιτικής με «ολοκληρωμένη στρατηγική» για χαμηλότερους μισθούς, μείωση των «κοινωνικών μεταβιβάσεων», αυστηρότερη φορολογική πολιτική και νέες αναδιαρθρώσεις του συνταξιοδοτικού συστήματος.

Πρόκειται για σφοδρή κριτική της Κομισιόν στην κυβερνητική πολιτική και ωμή επέμβαση στην προεκλογική περίοδο της χώρας, αφού οι Βρυξέλλες απαιτούν νέα αντιλαϊκά μέτρα από τα κόμματα του «ευρωμονόδρομου», ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα των εκλογών της 7ης Μάρτη. Η οξεία ταξική κριτική της Κομισιόν κορυφώνει ένα δίχρονο, περίπου, απειλών και «συμβουλών» προς την κυβέρνηση και τους υπόλοιπους πολιτικούς εκπροσώπους της εγχώριας ολιγαρχίας. Και αυτό γιατί, όπως τονίζει η ίδια η «αξιολόγηση» της Κομισιόν, «το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, το οποίο θεσπίστηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Αμστερνταμ, τον Ιούνη του 1997, απαιτεί από τις χώρες που συμμετέχουν στη ζώνη ευρώ να υποβάλλουν Προγράμματα Σταθερότητας (ΠΣ) στο Συμβούλιο και την Κομισιόν. Τα προγράμματα αυτά παρέχουν πληροφορίες για τον τρόπο με τον οποίο οι συμμετέχουσες χώρες προτίθενται να επιτύχουν τους στόχους του Συμφώνου και ιδίως το μεσοπρόθεσμο στόχο για σχεδόν ισοσκελισμένο ή πλεονασματικό προϋπολογισμό».

Μ' άλλα λόγια, η οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση υποχρεούται να υποβάλλει ΠΣ, «παρέχοντας πληροφορίες» για την ετήσια και «μεσοπρόθεσμη» άσκηση οικονομικής πολιτικής, δεσμεύοντας τους εγχώριους «προγραμματισμούς» στις απαιτήσεις της ΟΝΕ του Μάαστριχτ. Η οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση «υποβάλλει» ετήσιο κρατικό προϋπολογισμό και πολύχρονα ΠΣ στη βάση των «Συνθηκών», που για τη «ζώνη ευρώ» σημαίνει «δημοσιονομική» πολιτική, κρατικές «υποδομές» υπέρ του ιδιωτικού κεφαλαίου και οργάνωση της ταξικής εκμετάλλευσης και καταστολής. Η «νομισματική» πολιτική, δηλαδή ο έλεγχος της κοπής και κυκλοφορίας του χρήματος, ασκείται, πλέον, από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Τα ΠΣ συντάσσονται στη βάση των ετήσιων «Γενικών Κατευθύνσεων Οικονομικής Πολιτικής» (ΓΚΟΠ) της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ). Η διορισμένη και ανεξέλεγκτη Κομισιόν, το Γενικό Επιτελείο του μεγάλου ευρωπαϊκού κεφαλαίου, τα «αξιολογεί» όπως, κυλιόμενα, «επικαιροποιούνται», το Συμβούλιο ΕΚΟΦΙΝ τα εγκρίνει και οι κυβερνήσεις με την ευλογία, πλέον, και των Βρυξελλών τα υλοποιούν.

Μέσα σ' αυτές τις ταξικές «μυλόπετρες» της ΟΝΕ του Μάαστριχτ «συντονίζονται» οι κυβερνητικές πολιτικές και συνθλίβονται οι εργατικές διεκδικήσεις. Ανάμεσα σε Αθήνα/Βρυξέλλες οι κυβερνώντες «αναβαπτίζονται», οι Μααστριχτικές αντιπολιτεύσεις «νομιμοποιούνται» να προπαγανδίζουν «νέα διαχείριση» των αντιλαϊκών πολιτικών και ο εργαζόμενος λαός υπνωτίζεται με δήθεν «ευρωπαϊκές προοπτικές» της ντόπιας ρεμούλας, της πελατειακής εξυπηρέτησης και της άγριας εκμετάλλευσης και καταστολής. Η «αξιολόγηση» της Κομισιόν αφορά το τρίπτυχο της πολιτικής οικονομίας της χώρας, κατακρίνει την κυβερνητική ανεπάρκεια στην περιβόητη «προσαρμογή στην ΟΝΕ», απειλεί σε συμμόρφωση την οποιαδήποτε κυβέρνηση εκλεγεί μετά την 7η Μάρτη και απαιτεί νέα αντιλαϊκά μέτρα.

Η ΚΟΜΙΣΙΟΝ κατακρίνει την κυβερνητική πολιτική με το γενικό αφορισμό ότι «οι οικονομικές πολιτικές που παρουσιάζονται στο πρόγραμμα δεν είναι πλήρως σύμφωνες με τις ΓΚΟΠ (Γενικές Κατευθύνσεις Οικονομικής Πολιτικής) της ΕΕ για το 2003» (!!!). Η κριτική αφορά τόσο την κρατική «προσαρμογή» στις επιταγές της ΟΝΕ του Μάαστριχτ, όσο και την έκταση και ένταση της ταξικής εκμετάλλευσης στη χώρα. Ακόμη και για το (...) μοναδικό στοιχείο για το οποίο επιχαίρουν οι Κ. Σημίτης / Γ. Παπανδρέου, αυτό της ετήσιας αύξησης του «πραγματικού ΑΕΠ», η Κομισιόν επισημαίνει ότι «οι προβλεπόμενοι ρυθμοί ανόδου του ΑΕΠ είναι παραπλήσιοι με τις προβλέψεις της Κομισιόν του φθινοπώρου 2003 για την περίοδο έως το 2004, αλλά οι ρυθμοί αυτοί φαίνονται αισιόδοξοι για τα επόμενα έτη», δηλαδή στην κοινοτική ορολογία «μη ρεαλιστικοί».

ΤΟ ΣΥΝΟΛΟ της δημοσιονομικής πολιτικής της κυβέρνησης κρίνεται ως «ακατάλληλη». Η Κομισιόν προειδοποιεί ότι η ελληνική οικονομία κινείται επικίνδυνα κοντά στα όρια παράβασης όλων των περιβόητων «δεικτών» αξιολόγησης της ΟΝΕ του Μάαστριχτ. Οσον αφορά το «δείκτη» του πληθωρισμού, η Ελλάδα είναι εκτός ΟΝΕ αφού «ο διαφορικός πληθωρισμός σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ζώνης ευρώ εξακολουθεί σταθερά να υπερβαίνει το όριο της 1,5 εκατοστιαίας μονάδας». Για το ετήσιο δημοσιονομικό έλλειμμα η Κομισιόν επιμένει στην πολιτική διαμάχη με την κυβέρνηση, την οποία κατηγορεί για παραχάραξη στοιχείων και παραπλανητικές «προβλέψεις» (!!!). Ο στόχος της κυβέρνησης για το 2003 «δεν επιτεύχθηκε», αφού «προβλεπόταν» μείον «0,9% του ΑΕΠ».

ΓΙΑ ΤΟ 2004, η κυβέρνηση «προβλέπει» έλλειμμα μείον «1,2% του ΑΕΠ» και η Κομισιόν το διπλάσιο (!!!). Η Κομισιόν, αντίθετα από τις κυβερνητικές διακηρύξεις, διασαφηνίζει ότι ο προϋπολογισμός «θα παραμένει ελλειμματικός και το 2006». Η ταξική εκτίμηση των Βρυξελλών είναι ότι το 2003 «η υπέρβαση κατά 0,6% του ΑΕΠ του στόχου» οφείλεται σε «υπέρβαση τόσο των δαπανών για επενδύσεις όσο και των τρεχουσών πρωτογενών δαπανών, κυρίως μισθοί και κοινωνικές μεταβιβάσεις». Ακόμη χειρότερα, για την επόμενη τριετία, το κυβερνητικό ΠΣ «δεν καθορίζει σαφή δεσμευτικά όρια για τις τρέχουσες πρωτογενείς δαπάνες». Οσον αφορά το συσσωρευμένο δημόσιο χρέος «η μείωση είναι πιο αργή σε σχέση με τις προβλέψεις» και «η επιτάχυνση της διαδικασίας μείωσης είναι απολύτως αναγκαία, ενόψει των μελλοντικών δημοσιονομικών πιέσεων που θα προκαλέσει η γήρανση του πληθυσμού», δηλαδή οι μισθοί, οι ασφαλίσεις και οι συντάξεις.

Μία είναι η φιλομονοπωλιακή πολιτική

Η Κομισιόν «απαιτεί» από οποιαδήποτε κυβέρνηση εκλεγεί την 7η Μάρτη - είτε αυτή είναι του ΠΑΣΟΚ είτε της ΝΔ - συμμόρφωση στην «προσαρμογή» στην ΟΝΕ του Μάαστριχτ και νέα αντιλαϊκά μέτρα. Οσον αφορά το δημοσιονομικό έλλειμμα, η Κομισιόν απαιτεί δραστικές περικοπές στις «τρέχουσες πρωτογενείς δαπάνες», κυρίως μισθοί και κοινωνικές μεταβιβάσεις. Και δίνει μια φαρμακερή «συμβουλή» για τη συνολική, μακροπρόθεσμη διαχείριση της ταξικής πάλης στην Ελλάδα, τονίζοντας τα εξής: «Η δημοσιονομική στρατηγική βασίζεται κυρίως στη μείωση του ελλείμματος προς μία σχεδόν ισοσκελισμένη θέση, αλλά οι δημοσιονομικές προκλήσεις που θέτει η γήρανση του πληθυσμού επιβάλλεται να αντιμετωπιστούν με μια πιο ολοκληρωμένη στρατηγική. Παρά την αναμόρφωση του συνταξιοδοτικού συστήματος, οι συνταξιοδοτικές δαπάνες αναμένεται να αυξηθούν σε επίπεδο σαφώς ανώτερο από εκείνο που καταγράφεται στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ».

Η εντολή της Κομισιόν δεν αφήνει περιθώρια παρεξηγήσεων ή «ερμηνειών». Η οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση εκλεγεί την 7η Μάρτη, απειλούμενη από τη δεδηλωμένη «ανεπάρκεια» των υφιστάμενων πολιτικών σε σχέση με την «προσαρμογή» στις επιταγές της ΟΝΕ του Μάαστριχτ, οφείλει να λάβει άμεσα νέα αντιλαϊκά μέτρα για αυστηρότερη λιτότητα, με περικοπές μισθών στο δημόσιο, δραστική μείωση των «κοινωνικών μεταβιβάσεων», δηλαδή των κοινωνικών παροχών, νέα φορομπηχτικά μέτρα και περαιτέρω «αναμόρφωση» του συνταξιοδοτικού συστήματος. Αυτό συνιστά την πραγματική «ολοκληρωμένη στρατηγική» του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ για τη «διαχείριση» της εξουσίας μετά την 7η Μάρτη. Περί αυτού τηρούν «σιγήν ιχθύος», προσπαθώντας σκανδαλωδώς να πείσουν με υποσχέσεις για ένα «νέο όμορφο κόσμο».

Κείμενα: Βησσάρης ΓΚΙΝΙΑΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ