Στα 133 χρόνια από την πρώτη στην ιστορία προλεταριακή επανάσταση
(Καρλ Μαρξ: «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία»).
Το αποτέλεσμα ήταν η καταστροφική ήττα της Γαλλίας. Στις 3 Σεπτέμβρη ο Ναπολέοντας, παραδίδοντας το σπαθί του στους Πρώσους, παραδίδει κι ένα στράτευμα από 80.000 άνδρες.
Στο Παρίσι υπάρχει επαναστατικός αναβρασμός. Χιλιάδες λαού ξεχύνονται στους δρόμους και κατευθύνονται προς το «Παλέ - Βουρβόν» όπου συνεδριάζει η Εθνοσυνέλευση. Τα συνθήματα που βροντοφωνάζουν είναι: «Κάτω η αυτοκρατορία», «Ζήτω η Δημοκρατία». Η επανάσταση έχει ξεκινήσει αλλά διαμορφώνονται δύο τάσεις. Από τη μια μεριά οι υπερασπιστές της «οικογένειας, της περιουσίας και της θρησκείας», κι από την άλλη - οι «κόκκινοι» που δεν ικανοποιούνται με μια απλή αλλαγή πολιτεύματος, αλλά επιθυμούν αλλαγές στην ίδια τη σύνθεση της κοινωνίας. Αντικειμενικά, υπάρχει όξυνση των αντιθέσεων ανάμεσα στην αστική και την εργατική τάξη.
Στις 4 του Σεπτέμβρη οι βουλευτές αναγκάζονται από τον εξεγερμένο λαό, να διακηρύξουν την εκθρόνιση του αυτοκράτορα και να ανακηρύξουν τη δημοκρατία. Η προσωρινή κυβέρνηση ονομάστηκε «κυβέρνηση εθνικής άμυνας», με επικεφαλής τον Θιέρσο.
Η «κυβέρνηση εθνικής άμυνας» σύντομα μετατρέπεται σε κυβέρνηση εθνικής προδοσίας, αφού φοβάται το εξοπλισμένο παρισινό προλεταριάτο, (η αστική τάξη πάνω απ' όλα έχει τα ταξικά της συμφέροντα), απ' ό,τι τους Πρώσους του Βίσμαρκ. Η κυβέρνηση Θιέρσου προετοιμάζει τη συνθηκολόγηση της Γαλλίας. Ο λαός όμως δηλώνει: «Καλύτερα να χαθούμε κάτω από τα ερείπια του Παρισιού παρά να συνθηκολογήσουμε». Στο Παρίσι στήνονται οδοφράγματα.
Την 1 Γενάρη του 1871 μια επιτροπή, αποκαλούμενη «Επιτροπή των οδοφραγμάτων» εκπροσωπούμενη από τον Ανρί Ροσφόρ, βετεράνο αγωνιστή του 1848, καλεί τους κατοίκους του Παρισιού να ετοιμάσουν σάκους με άμμο και χώμα, για να φτιάξουν οδοφράγματα, σε περίπτωση που οι Γερμανοί μπουν στο Παρίσι.
Ο Θιέρσος γνωρίζει πολύ καλά ότι, εκτός από τη δική του εξουσία, υπάρχει και η εξουσία του εξοπλισμένου λαού με την Εθνοφρουρά. Ετσι, συνεδριάζει η κυβέρνηση στο Δημαρχείο και αποφασίζει να την καταστρέψει ή το πολύ να την αποδυναμώσει, αφού πάρει τα όπλα της που βρίσκονται στα υψώματα της Μονμάρτης, της Μπελβί και Μπιτ Σιμόν.
Γύρω στις 5 η ώρα τα ξημερώματα, στις 18 Μάρτη, κάποιος πληγωμένος πολίτης καταφεύγει στο σπίτι όπου βρίσκεται η Κεντρική Επιτροπή της Εθνοφρουράς και ανακοινώνει ότι είδε κάποια ύποπτη προώθηση του κυβερνητικού στρατεύματος. Ο έλεγχος που γίνεται επαληθεύει την πληροφορία. Με συνθηματικό συναγερμό οι άντρες της Εθνοφρουράς καταλαμβάνουν τις καθορισμένες τους θέσεις.
Η Κεντρική Επιτροπή της Εθνοφρουράς διατάζει γενική αντεπίθεση στο «Hotel de Ville». Σε πολλά σημεία του Παρισιού έχουμε συναδέλφωση του εξοπλισμένου λαού με τους στρατιώτες του Θιέρσου. Γύρω στις 11 το βράδυ η Εθνοφρουρά έχει στα χέρια της όλο το Παρίσι μαζί με το Δικαστήριο και τον Κεραμεικό. Ο Θιέρσος, πανικόβλητος, καταφεύγει στις Βερσαλλίες, ξεχνώντας ακόμα και τη γυναίκα του. Με εξαίρεση κάποια επεισόδια, αυτή ήταν η πιο αναίμακτη επανάσταση που γνώρισε ποτέ το Παρίσι.
Εκείνη τη μέρα αρχίζει μια από τις πιο τρανές εποποιίες του Παρισιού και συγχρόνως ένα από τα πιο μεγάλα δράματα, που η διάρκειά του έφτασε τις 10 εβδομάδες, συγκεκριμένα 72 μέρες. Γίνεται ένας τιτάνιος αγώνας για το δρόμο προς τον κομμουνισμό, για μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση.
Η Κεντρική Επιτροπή της Εθνοφρουράς από τις 18 έως τις 26 Μάρτη εκπληρώνει καθήκοντα προσωρινής κυβέρνησης. Η πραγματική ιστορία της Κομμούνας αρχίζει στις 27 Μάρτη, όταν η Κεντρική Επιτροπή παραδίνει την εξουσία στο εκλεγμένο Συμβούλιο της Κομμούνας.
Αναδεικνύει, επίσης, την προσπάθεια της εργατικής τάξης να τραβήξει τα μικροαστικά στρώματα σε συμμαχία ενάντια στην αστική τάξη, προκειμένου να απελευθερωθεί συνολικά η κοινωνία από την εκμετάλλευση.
«Κοιτάχτε την Παρισινή Κομμούνα. Αυτή ήταν η δικτατορία του προλεταριάτου», έγραφε ο Ενγκελς, στην εισαγωγή του στον «Εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία».
Στο σημερινό ιστορικό αφιέρωμα παρουσιάζουμε ένα απόσπασμα από τον «Εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία» του Μαρξ, στο οποίο παρουσιάζονται συνοπτικά όλα τα παραπάνω.
«Οι προλετάριοι του Παρισιού, έλεγε η κεντρική επιτροπή στη διακήρυξή της της 18 του Μάρτη, μέσα από τις αποτυχίες και τις προδοσίες των κυρίαρχων τάξεων, κατάλαβαν ότι έφτασε η ώρα να σώσουν την κατάσταση, παίρνοντας στα χέρια τους τη διεύθυνση των δημόσιων υποθέσεων... Κατάλαβαν ότι είναι επιτακτικό τους καθήκον και απόλυτο δικαίωμά τους να γίνουν κύριοι της τύχης τους και να πάρουν στα χέρια τους την κυβερνητική εξουσία». Μα η εργατική τάξη δεν μπορεί απλώς να πάρει στα χέρια της την έτοιμη κρατική μηχανή και να τη βάλει σε κίνηση για τους δικούς της σκοπούς.
Η συγκεντρωτική κρατική εξουσία με τα πανταχού παρόντα όργανά της - τον τακτικό στρατό, την αστυνομία, τη γραφειοκρατία, τον κλήρο και τη δικαστική εξουσία, όργανα που φτιάχτηκαν σύμφωνα με το σχέδιο ενός συστηματικού και ιεραρχικού καταμερισμού της εργασίας - κατάγεται από τον καιρό της απόλυτης μοναρχίας, όπου χρησίμευε στην αστική κοινωνία που γεννιόταν σαν ισχυρό όπλο στους αγώνες της ενάντια στη φεουδαρχία. Ωστόσο, η ανάπτυξή της εμποδιζόταν από κάθε λογής μεσαιωνικά περιττά πράγματα, δικαιώματα των τσιφλικάδων και των ευγενών, τοπικά προνόμια, δημοτικά και συντεχνιακά μονοπώλια και επαρχιακούς καταστατικούς χάρτες. Η γιγάντια σκούπα της γαλλικής επανάστασης του 18ου αιώνα σάρωσε όλα αυτά τα λείψανα περασμένων εποχών και ξεκαθάρισε έτσι ταυτόχρονα το κοινωνικό έδαφος από τα τελευταία εμπόδια για το χτίσιμο του οικοδομήματος του σύγχρονου κράτους. Το οικοδόμημα αυτό υψώθηκε τον καιρό της πρώτης αυτοκρατορίας, που με τη σειρά της δημιουργήθηκε από τους πολέμους συνασπισμού της παλιάς μισοφεουδαρχικής Ευρώπης ενάντια στη σύγχρονη Γαλλία. Στις μεταγενέστερες μορφές κυριαρχίας η κυβέρνηση μπήκε κάτω από κοινοβουλευτικό έλεγχο - δηλαδή κάτω από τον άμεσο έλεγχο των ιδιοκτητριών τάξεων. Από τη μια η κυβέρνηση εξελίχθηκε σε θερμοκήπιο κολοσσιαίων εθνικών χρεών και καταθλιπτικών φόρων και έγινε, χάρη στα ακαταμάχητα θέλγητρα της εξουσίας της, των εσόδων της και των αξιωμάτων που διέθετε, το μήλον της έριδος ανάμεσα στις αντίπαλες ομάδες και τους τυχοδιώχτες των κυρίαρχων τάξεων. Από την άλλη, άλλαζε ο πολιτικός της χαρακτήρας μαζί με τις οικονομικές αλλαγές της κοινωνίας. Στο μέτρο που η πρόοδος της νεότερης βιομηχανίας ανάπτυσσε, πλάταινε και βάθαινε την ταξική αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία, στο ίδιο μέτρο η κρατική εξουσία έπαιρνε όλο και περισσότερο το χαρακτήρα μιας εθνικής εξουσίας του κεφαλαίου για την καταπίεση της εργατικής τάξης, μιας κοινωνικής δύναμης οργανωμένης για την κοινωνική υποδούλωση, το χαρακτήρα μιας μηχανής ταξικής κυριαρχίας. Υστερα από κάθε επανάσταση, που σημειώνει μια πρόοδο της ταξικής πάλης, προβάλλει όλο και πιο ανοιχτά ο καθαρά καταπιεστικός χαρακτήρας της κρατικής εξουσίας. Η επανάσταση του 1830 μεταβίβασε την κυβέρνηση από τους τσιφλικάδες στους κεφαλαιοκράτες, δηλαδή από τους απώτερους στους αμεσότερους αντίπαλους των εργατών. Οι αστοί δημοκράτες που πήραν την κρατική εξουσία στο όνομα της επανάστασης του Φλεβάρη, τη χρησιμοποίησαν για να προκαλέσουν τις σφαγές του Ιούνη, για να αποδείξουν στην εργατική τάξη ότι η «κοινωνική» δημοκρατία δε σημαίνει τίποτε άλλο παρά την κοινωνική της υποδούλωση από τη δημοκρατία και για να αποδείξουν στη μάζα της βασιλικής αστικής τάξης και των γαιοκτημόνων ότι οι φροντίδες και τα χρηματικά οφέλη της κυβέρνησης μπορούν να ανατεθούν ήσυχα στους αστούς δημοκράτες. Ωστόσο, ύστερα απ' τη μοναδική ηρωική τους πράξη του Ιούνη, στους αστούς δημοκράτες δεν απόμεινε παρά να περάσουν από την πρώτη σειρά στις τελευταίες γραμμές «του κόμματος της τάξεως» - του κόμματος που αποτελεί ένα συνασπισμό συγκροτημένο από όλες τις αντίπαλες ομάδες και μερίδες των τάξεων που ιδιοποιούνται τα αγαθά και βρίσκονται σε ανοιχτά πια εκδηλωμένη αντίθεση προς τις παραγωγικές τάξεις. Η κατάλληλη μορφή της κοινής κυβέρνησής τους ήταν η κοινοβουλευτική δημοκρατία με πρόεδρο τον Λουδοβίκο Βοναπάρτη. Μια κυβέρνηση απροκάλυπτης ταξικής τρομοκρατίας και εσκεμμένου εξευτελισμού του «χυδαίου όχλου». Αν η κοινοβουλευτική δημοκρατία ήταν, όπως έλεγε ο Θιέρσος, «η κρατική μορφή που διαιρούσε λιγότερο από κάθε άλλη μορφή τις διάφορες ομάδες της άρχουσας τάξης», άνοιγε όμως αντίθετα μιαν άβυσσο ανάμεσα σ' αυτή την τάξη και ολόκληρο τον κοινωνικό οργανισμό που ζούσε έξω από τις αραιές γραμμές της. Οι περιορισμοί, που στις προηγούμενες κυβερνήσεις έβαζαν στην κρατική εξουσία οι διαιρέσεις μέσα σ' αυτή την τάξη, εξαφανίστηκαν τώρα με τη συνένωσή τους. Και μπροστά στην απειλή της εξέγερσης του προλεταριάτου, η ενωμένη ιδιοκτήτρια τάξη χρησιμοποιούσε τώρα ανελέητα και αυθάδικα την κρατική εξουσία σαν το εθνικό πολεμικό όπλο του κεφαλαίου ενάντια στην εργασία. Η αδιάκοπη όμως σταυροφορία της ενάντια στις παραγωγικές μάζες δεν την υποχρέωνε μονάχα να προικίζει την εκτελεστική εξουσία με μιαν ολοένα μεγαλύτερη καταπιεστική δύναμη, μα την υποχρέωνε επίσης να απογυμνώνει σιγά σιγά και το δικό της κοινοβουλευτικό φρούριο - την εθνοσυνέλευση - απ' όλα τα μέσα άμυνας ενάντια στην εκτελεστική εξουσία. Η εκτελεστική εξουσία, συγκεντρωμένη στο πρόσωπο του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, πέταξε έξω τους αντιπροσώπους της ιδιοκτήτριας τάξης. Ο φυσικός απόγονος της δημοκρατίας του «κόμματος της τάξεως» ήταν η δεύτερη αυτοκρατορία.
Το Παρίσι, το κέντρο και η έδρα της παλιάς κυβερνητικής εξουσίας και ταυτόχρονα το κοινωνικό κέντρο βάρους της γαλλικής εργατικής τάξης, είχε πάρει τα όπλα ενάντια στην απόπειρα του Θιέρσου και των γαιοκτημόνων του να παλινορθώσουν και να διαιωνίσουν αυτή την παλιά κυβερνητική εξουσία που τους είχε κληροδοτήσει η αυτοκρατορία. Το Παρίσι μπόρεσε ν' αντισταθεί μόνο και μόνο γιατί, εξαιτίας της πολιορκίας, είχε απαλλαχτεί από το στρατό, που τον είχε αντικαταστήσει με μια εθνοφυλακή που αποτελούνταν κυρίως από εργάτες. Το γεγονός αυτό έπρεπε τώρα να μετατραπεί σε μόνιμο θεσμό. Γι' αυτό, το πρώτο διάταγμα της Κομμούνας ήταν το διάταγμα για την κατάργηση του μόνιμου στρατού και για την αντικατάστασή του με τον οπλισμένο λαό.
Η Κομμούνα σχηματιζόταν από τους δημοτικούς συμβούλους που είχαν εκλεγεί με βάση το γενικό εκλογικό δικαίωμα στα διάφορα διαμερίσματα του Παρισιού. Ηταν υπεύθυνοι και μπορούσαν να ανακληθούν σ' οποιαδήποτε στιγμή. Η πλειοψηφία τους αποτελούνταν φυσικά από εργάτες ή από αναγνωρισμένους εκπροσώπους της εργατικής τάξης. Η Κομμούνα δεν επρόκειτο να είναι ένα κοινοβουλευτικό, αλλά ένα εργαζόμενο σώμα, εκτελεστικό και νομοθετικό ταυτόχρονα. Η αστυνομία, που ως τότε ήταν το όργανο της κεντρικής κυβέρνησης, απογυμνώθηκε αμέσως από όλες τις πολιτικές της ιδιότητες και μετατράπηκε σε υπεύθυνο όργανο της Κομμούνας, που μπορούσε να ανακληθεί σ' οποιαδήποτε στιγμή. Το ίδιο έγινε και με τους δημόσιους υπαλλήλους σ' όλους τους κλάδους της διοίκησης. Από τα μέλη της Κομμούνας ως τους κατώτερους υπαλλήλους η δημόσια υπηρεσία έπρεπε να αμείβεται με εργατικούς μισθούς. Ολα τα αποκτημένα δικαιώματα και οι επιχορηγήσεις για έξοδα παραστάσεως στους ανώτερους αξιωματούχους του κράτους καταργήθηκαν μαζί με τους ίδιους τους αξιωματούχους. Οι δημόσιες θέσεις έπαψαν να είναι ατομική ιδιοκτησία των βοηθών της κεντρικής κυβέρνησης. Οχι μόνο η διοίκηση του δήμου, μα και όλα τα καθήκοντα που ως τότε εξασκούσε το κράτος, πέρασαν στα χέρια της Κομμούνας.
Οι δικαστικοί λειτουργοί χάσανε εκείνη τη φαινομενική ανεξαρτησία τους, που χρησίμευε μόνο και μόνο για να σκεπάζει τη χαμερπή τους υποταγή σε όλες τις αλληλοδιάδοχες κυβερνήσεις, στις οποίες έδιναν με τη σειρά όρκο πίστης και τον αθετούσαν κάθε φορά. Οπως όλοι οι άλλοι δημόσιοι υπάλληλοι, έπρεπε στο εξής κι αυτοί να εκλέγονται, να είναι υπεύθυνοι και να μπορούν να ανακληθούν.
Φυσικά η Κομμούνα του Παρισιού θα χρησίμευε σαν πρότυπο για όλα τα μεγάλα βιομηχανικά κέντρα της Γαλλίας. Μόλις θα εγκαθιδρυόταν το καθεστώς της Κομμούνας στο Παρίσι και στα δευτερεύοντα κέντρα, η παλιά συγκεντρωτική κυβέρνηση θα έπρεπε και στις επαρχίες επίσης να παραχωρήσει τη θέση της στην αυτοκυβέρνηση των παραγωγών. Σε ένα σύντομο πρόχειρο σχέδιο για την εθνική οργάνωση που η Κομμούνα δεν πρόλαβε να το επεξεργαστεί παραπέρα, καθορίζεται ρητά ότι η Κομμούνα θα αποτελούσε την πολιτική μορφή ακόμα και του πιο μικρού χωριού και ότι στην ύπαιθρο ο τακτικός στρατός θα αντικαταστενόταν από μια λαϊκή πολιτοφυλακή με εξαιρετικά σύντομο χρόνο θητείας. Οι αγροτικές κοινότητες κάθε νομού θα διαχειρίζονταν τις κοινές τους υποθέσεις με μια συνέλευση από αντιπροσώπους τους στην πρωτεύουσα του νομού και οι νομαρχιακές αυτές συνελεύσεις, με τη σειρά τους, θα στέλνανε βουλευτές στην εθνική αντιπροσωπεία στο Παρίσι. Οι βουλευτές θα μπορούσαν κάθε στιγμή να ανακληθούν και θα έπρεπε να δεσμεύονται από τις καθορισμένες εντολές των εκλογέων τους. Οι λίγες μα σπουδαίες λειτουργίες που θα απόμεναν για την κεντρική κυβέρνηση δε θα καταργούνταν, όπως σκόπιμα το παραποίησαν, αλλά θα μεταβιβάζονταν σε υπαλλήλους της Κομμούνας, δηλαδή σε αυστηρά υπεύθυνους υπαλλήλους. Η ενότητα του έθνους δε θα έσπαζε, μα, αντίθετα, θα οργανωνόταν με το καθεστώς της Κομμούνας και θα γινόταν πραγματικότητα με την εκμηδένιση της κρατικής εκείνης εξουσίας που παρουσιαζόταν σαν η ενσάρκωση αυτής της ενότητας, που ήθελε όμως να είναι ανεξάρτητη και ανώτερη από το ίδιο το έθνος. Στην πραγματικότητα, η κρατική εξουσία δεν ήταν παρά ένα παρασιτικό καρκίνωμα στο σώμα του έθνους. Ενώ το ζήτημα ήταν να περικόψουν απλώς τα καταπιεστικά όργανα της παλιάς κυβερνητικής εξουσίας, να αποσπάσουν τις δικαιολογημένες λειτουργίες της από μιαν εξουσία που είχε την αξίωση να στέκεται πάνω από την κοινωνία και να τις ξαναδώσουν στους υπεύθυνους υπηρέτες της κοινωνίας. Αντί να αποφασίζεται μια φορά κάθε τρία ή έξι χρόνια ποιο μέλος της άρχουσας τάξης θα εκπροσωπεί και θα τσαλαπατά το λαό στη Βουλή, το γενικό εκλογικό δικαίωμα, θα εξυπηρετούσε τον οργανωμένο, σε κομμούνες λαό, όπως το ατομικό δικαίωμα εκλογής χρησιμεύει σε κάθε εργοδότη για να αναζητεί εργάτες, επιστάτες και λογιστές για την επιχείρησή του. Και είναι αρκετά γνωστό ότι τόσο οι εταιρίες όσο και τα άτομα, όταν πρόκειται για τις πραγματικές υποθέσεις τους, ξέρουν συνήθως να βρίσκουν και να τοποθετούν τον κατάλληλο άνθρωπο στην κατάλληλη θέση και, αν καμιά φορά γελαστούν, τότε ξέρουν πώς θα επανορθώσουν γρήγορα το λάθος τους. Απ' την άλλη μεριά, τίποτε δεν μπορούσε να είναι πιο ξένο με το πνεύμα της Κομμούνας όσο η αντικατάσταση του γενικού εκλογικού δικαιώματος με τον ιεραρχικό διορισμό των υπαλλήλων...
Η ποικιλία των ερμηνειών που δόθηκαν στην Κομμούνα και η ποικιλία των συμφερόντων που εκφράζονταν μ' αυτήν, αποδείχνουν ότι ήταν μια πέρα για πέρα ευλύγιστη πολιτική μορφή, ενώ όλες οι προηγούμενες μορφές κυβέρνησης ήταν στην ουσία καταπιεστικές. Το πραγματικό της μυστικό ήταν ότι ήταν ουσιαστικά μια κυβέρνηση της εργατικής τάξης, το αποτέλεσμα της πάλης της παραγωγικής τάξης ενάντια στην τάξη των σφετεριστών, η ανοιχτή τελικά πολιτική μορφή με την οποία μπορούσε να συντελεστεί η οικονομική απελευθέρωση της εργασίας.
Χωρίς τον τελευταίο αυτό όρο, το καθεστώς της Κομμούνας θα ήταν κάτι το ακατόρθωτο και μια απάτη. Η πολιτική κυριαρχία του παραγωγού δεν μπορεί να υπάρχει παράλληλα με τη διαιώνιση της κοινωνικής του υποδούλωσης. Γι' αυτό η Κομμούνα θα έπρεπε να χρησιμεύσει σαν μοχλός, για να ανατραπούν οι οικονομικές βάσεις, που πάνω τους στηρίζεται η ύπαρξη των τάξεων και επομένως και η ταξική κυριαρχία. Οταν θα έχει πια χειραφετηθεί η εργασία, κάθε άνθρωπος γίνεται εργάτης και η παραγωγική δουλιά παύει να αποτελεί ταξική ιδιότητα.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι: παρ' όλα τα μεγάλα λόγια και την τεράστια φιλολογία των τελευταίων εξήντα χρόνων σχετικά με τη χειραφέτηση των εργατών, μόλις οι εργάτες πάρουν κάπου αποφασιστικά την υπόθεση στα χέρια τους, αντηχεί αμέσως ξανά η απολογητική φρασεολογία των συνηγόρων της σημερινής κοινωνίας με τους δυο πόλους της: το κεφάλαιο και τη μισθωτή εργασία (ο γαιοκτήμονας σήμερα είναι απλώς ο σιωπηλός συνέταιρος του κεφαλαιοκράτη) σαν να βρισκόταν ακόμα η κεφαλαιοκρατική κοινωνία στην κατάσταση της πιο αγνής παρθενικής αθωότητας, χωρίς να έχουν ακόμα αναπτυχθεί όλες οι αντιθέσεις της, χωρίς να έχουν ακόμα αποκαλυφθεί οι αυταπάτες της, χωρίς να έχει ακόμα ξεμασκαρευτεί η εκπορνευμένη της πραγματικότητα! Η Κομμούνα, ξεφωνίζουν, θέλει να καταργήσει την ιδιοκτησία, τη βάση κάθε πολιτισμού! Μάλιστα, κύριοι, η Κομμούνα ήθελε να καταργήσει εκείνη την ταξική ιδιοκτησία που την εργασία των πολλών τη μετατρέπει σε πλούτο των λίγων. Η Κομμούνα σκόπευε να απαλλοτριώσει τους απαλλοτριωτές. Ηθελε να κάνει πραγματικότητα την ατομική ιδιοκτησία, μετατρέποντας σε απλά όργανα της ελεύθερης και οργανωμένης εργασίας τα μέσα παραγωγής, τη γη και το κεφάλαιο, που σήμερα είναι πριν απ' όλα μέσα για την υποδούλωση και την εκμετάλλευση της εργασίας. Μα αυτό είναι κομμουνισμός, ο «ακατόρθωτος» κομμουνισμός! Ωστόσο, οι εκπρόσωποι εκείνοι των κυρίαρχων τάξεων - κι αυτοί είναι πολλοί - που είναι αρκετά έξυπνοι για να καταλάβουν ότι είναι αδύνατο να διαιωνίζεται το σημερινό σύστημα, εμφανίστηκαν σαν οχληροί και μεγαλόστομοι απόστολοι της συνεταιριστικής παραγωγής. Αλλά αν η συνεταιριστική παραγωγή δεν πρόκειται να παραμείνει άδειος τύπος και ξεγέλασμα, αν πρόκειται να παραμερίσει το κεφαλαιοκρατικό σύστημα, αν το σύνολο των συνεταιρισμένων πρόκειται να ρυθμίζει την εθνική παραγωγή σύμφωνα με ένα κοινό σχέδιο, παίρνοντάς την έτσι κάτω από την καθοδήγησή του και βάζοντας τέλος στη διαρκή αναρχία και στις περιοδικά επαναλαμβανόμενες αναταραχές, που αποτελούν την αναπόφευκτη μοίρα της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής - τι άλλο θα ήταν αυτό, κύριοί μου, εκτός από κομμουνισμός, από «κατορθωτός» κομμουνισμός;
Η εργατική τάξη δεν περίμενε θαύματα από την Κομμούνα. Δεν πρόκειται να εφαρμόσει με απόφαση του λαού έτοιμες, επεξεργασμένες ουτοπίες. Ξέρει ότι για να πετύχει την απελευθέρωσή της και μαζί μ' αυτήν να πραγματοποιήσει την ανώτερη εκείνη μορφή της ζωής, προς την οποία τείνει ακατάσχετα η σημερινή κοινωνία με την οικονομική της ανάπτυξη, η εργατική τάξη πρέπει να περάσει από μακρόχρονους αγώνες και μια σειρά από ιστορικές πορείες, που θα αλλάξουν ολότελα και τις συνθήκες και τους ανθρώπους. Δεν πρόκειται να πραγματοποιήσει ιδανικά, μα να ελευθερώσει μονάχα τα στοιχεία της νέας κοινωνίας που αναπτύχθηκαν πια στους κόλπους της αστικής κοινωνίας που καταρρέει. Εχοντας πλήρη συνείδηση της ιστορικής της αποστολής και με την ηρωική απόφαση να σταθεί στο ύψος της, η εργατική τάξη μπορεί ν' απαντήσει με περιφρονητικό χαμόγελο στις χοντροκομμένες βρισιές των λακέδων της δημοσιογραφίας και στη δασκαλίστικη κηδεμονία καλοθελητών αστών θεωρητικών, που κηρύσσουν σε ύφος αλάθητου επιστημονικού χρησμού τις ανίδεες κοινοτοπίες τους και τις αιρετικές παραξενιές τους.
Οταν η Κομμούνα του Παρισιού πήρε στα χέρια της την καθοδήγηση της επανάστασης, όταν απλοί εργάτες αποτόλμησαν για πρώτη φορά να θίξουν το κυβερνητικό προνόμιο των «φυσικών ανωτέρων» τους, των ιδιοκτητριών τάξεων και μέσα σε πρωτοφανείς δύσκολες συνθήκες εκπλήρωσαν το έργο τους σεμνά, ευσυνείδητα και αποτελεσματικά - και το έκαναν αυτό με μισθούς, που ο μεγαλύτερος τους μόλις έφθανε, σύμφωνα με τα λεγόμενα μιας επιστημονικής αυθεντίας (του καθηγητή Χάξλεϊ), το ένα πέμπτο του κατώτερου μισθού του γραμματέα ενός σχολικού συμβουλίου του Λονδίνου - ο παλιός κόσμος έβγαζε αφρούς λύσσας μπροστά στην Κόκκινη Σημαία, το σύμβολο της δημοκρατίας της εργασίας, που ανέμιζε στο δημαρχείο.
Κι όμως, ήταν η πρώτη επανάσταση με την οποία η εργατική τάξη αναγνωρίστηκε ανοιχτά σαν η μόνη τάξη που ήταν ακόμα ικανή για κοινωνική πρωτοβουλία. Αναγνωρίστηκε ακόμα και από τη μεγάλη μάζα της μεσαίας τάξης του Παρισιού - από τους μαγαζάτορες, τους βιοτέχνες, τους εμπόρους - εκτός μόνο απ' τους πλούσιους κεφαλαιοκράτες. Η Κομμούνα τούς είχε σώσει με μια σοφή ρύθμιση της αδιάκοπα επαναλαμβανόμενης αιτίας διαφωνιών μέσα στην ίδια τη μεσαία τάξη - τη ρύθμιση των σχέσεων ανάμεσα στους οφειλέτες και στους πιστωτές. Η ίδια αυτή μερίδα της μεσαίας τάξης είχε πάρει μέρος στη συντριβή της εργατικής εξέγερσης τον Ιούνη του 1848 και αμέσως μετά, χωρίς πολλές διαδικασίες, είχε παραδοθεί από τη συνταχτική συνέλευση στα νύχια των πιστωτών της. Μα δεν ήταν αυτή η μοναδική αιτία που την έκανε να πάει τώρα με την εργατική τάξη. Ενιωθε ότι είχε να εκλέξει μόνο ανάμεσα στην Κομμούνα και στην αυτοκρατορία, αδιάφορο με ποιο όνομα θα εμφανιζόταν. Η αυτοκρατορία είχε καταστρέψει οικονομικά τη μεσαία αυτή τάξη με την κατασπατάληση του δημόσιου πλούτου, με τις οικονομικές απάτες που υπέθαλψε, με τη βοήθεια που πρόσφερε για να επιταχυνθεί τεχνητά η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου και με την απαλλοτρίωση μεγάλου τμήματος της μεσαίας τάξης, που ήταν συνέπεια αυτής της συγκεντροποίησης. Η αυτοκρατορία την καταπίεζε πολιτικά, προκάλεσε την ηθική της αγανάχτηση με τα όργιά της, είχε προσβάλει το βολταιρισμό της, παραδίδοντας την εκπαίδευση των παιδιών της στους «αμαθείς αδελφούς», είχε εξεγείρει το εθνικό της αίσθημα του Γάλλου, ρίχνοντάς την κατακέφαλα σ' έναν πόλεμο που για όλες τις καταστροφές που προξένησε, άφησε μόνον ένα αντιστάθμισμα - την κατάλυση της αυτοκρατορίας. Και πραγματικά, ύστερα από την έξοδο από το Παρίσι της ανώτατης βοναπαρτικής και κεφαλαιοκρατικής γυφτοσυμμορίας, πρόβαλε το πραγματικό κόμμα της τάξεως της μεσαίας τάξης, με το όνομα «Δημοκρατική Ενωση» και τάχθηκε κάτω από τη σημαία της Κομμούνας, που την υπεράσπισε ενάντια στις σκόπιμες διαστρεβλώσεις του Θιέρσου. Ο χρόνος θα δείξει αν η ευγνωμοσύνη της μεγάλης αυτής μάζας της μεσαίας τάξης θα αντέξει στη σημερινή σκληρή δοκιμασία.
Η Κομμούνα είχε απόλυτα δίκιο όταν έλεγε στους αγρότες ότι: «Η νίκη μας είναι η ελπίδα σας!». Από όλα τα ψέματα που ξεφουρνίστηκαν στις Βερσαλίες και διασαλπίστηκαν παραπέρα από τους φημισμένους Ευρωπαίους βασιβουζούκους της δημοσιογραφίας, ένα από τα πιο τερατώδικα ήταν ότι οι γαιοχτήμονες της εθνοσυνέλευσης ήταν οι εκπρόσωποι των Γάλλων αγροτών. Φανταστείτε τι αγάπη μπορούσε να έχει ο Γάλλος αγρότης στους ανθρώπους στους οποίους ύστερα από τα 1815 υποχρεώθηκε να πληρώσει ένα δισεκατομμύριο αποζημίωση! Στα μάτια του Γάλλου χωρικού ακόμα και η ύπαρξη μόνο του μεγαλοτσιφλικά αποτελεί μια παρέμβαση στις καταχτήσεις του του 1789. Ο αστός είχε επιβαρύνει το 1848 το μικρό κλήρο του χωρικού με τον πρόσθετο φόρο των 45 εκατοστών του φράγκου για κάθε φράγκο φόρο που πλήρωνε, μα το είχε κάνει αυτό στο όνομα της επανάστασης. Τώρα είχε ανάψει έναν εμφύλιο πόλεμο ενάντια στην επανάσταση για να φορτώσει στους αγρότες το κύριο βάρος των πέντε δισεκατομμυρίων της αποζημίωσης που συγκατατέθηκε να πληρώσει στους Πρώσους. Αντίθετα, η Κομμούνα σε μια απ' τις πρώτες της διακηρύξεις δήλωσε ότι τα έξοδα του πολέμου θα έπρεπε να τα πληρώσουν οι πραγματικοί του αίτιοι. Η Κομμούνα θα απάλλασσε το χωρικό από το φόρο του αίματος - θα του έδινε μια φτηνή κυβέρνηση και θα μετέτρεπε τις τωρινές του βδέλλες, το συμβολαιογράφο, το δικηγόρο, το δικαστικό κλητήρα και τους άλλους δικαστικούς βρικόλακές του σε μισθωτούς κοινοτικούς υπαλλήλους που θα τους εξέλεγε ο ίδιος και που θα ήταν υπεύθυνοι απέναντί του. Θα τον απελευθέρωνε από την αυθαιρεσία του αγροφύλακα, του χωροφύλακα και του νομάρχη. Θα είχε αντικαταστήσει την αποβλάκωσή του από τον παπά με το διαφωτισμό του από το δάσκαλο. Και ο Γάλλος χωρικός είναι πριν απ' όλα ένας άνθρωπος που λογαριάζει. Θα το έβρισκε εξαιρετικά λογικό, η πληρωμή του παπά, αντί να εισπράττεται από το φορατζή, να εξαρτάται μόνο από την εθελοντική άσκηση των θρησκευτικών λειτουργιών της ενορίας του. Αυτές ήταν οι μεγάλες άμεσες ευεργεσίες που η εξουσία της Κομμούνας - και μόνο της Κομμούνας - είχε βάλει σαν προοπτική μπρος στους Γάλλους αγρότες. Είναι επομένως ολότελα περιττό να επεκταθούμε εδώ στα πιο πολύπλοκα, πραγματικά ζωτικά προβλήματα, που μόνο η Κομμούνα ήταν ικανή και συνάμα αναγκασμένη να λύσει προς όφελος του χωρικού - όπως, λ.χ., το ενυπόθηκο χρέος που βάραινε σαν βραχνάς πάνω στον κλήρο του, το ζήτημα του αγροτικού προλεταριάτου που καθημερινά μεγαλώνει σε βάρος του και την απαλλοτρίωση του κλήρου του που επιβαλλόταν με όλο και μεγαλύτερη ταχύτητα από την ίδια την ανάπτυξη της σύγχρονης γεωργίας και από το συναγωνισμό της κεφαλαιοκρατικής καλλιέργειας της γης...
Αν λοιπόν η Κομμούνα ήταν ο αληθινός εκπρόσωπος όλων των υγιών στοιχείων της γαλλικής κοινωνίας και επομένως η πραγματικά εθνική κυβέρνηση, ήταν ταυτόχρονα και διεθνής σ' όλη τη σημασία της λέξης, σαν εργατική κυβέρνηση που ήταν, σαν τολμηρός πρόμαχος της απελευθέρωσης της εργασίας. Κάτω από τα μάτια του πρωσικού στρατού, που είχε προσαρτήσει στη Γερμανία δυο γαλλικές επαρχίες, η Κομμούνα προσάρτησε στη Γαλλία τους εργάτες όλου του κόσμου...
Η Κομμούνα επέτρεψε σ' όλους τους ξένους να συμμετάσχουν στην τιμή να πέσουν για μιαν αθάνατη υπόθεση. Στο χρονικό διάστημα ανάμεσα στον εξωτερικό πόλεμο, που χάθηκε εξαιτίας της προδοσίας της και στον εμφύλιο πόλεμο, που τον άναψε με τη συνωμοσία της με τον ξένο εισβολέα, η αστική τάξη είχε βρει τον καιρό να εκδηλώσει τον πατριωτισμό της, οργανώνοντας αστυνομικά κυνηγητά ενάντια στους Γερμανούς που βρίσκονταν στη Γαλλία. Η Κομμούνα διόρισε ένα Γερμανό εργάτη υπουργό της Εργασίας. Ο Θιέρσος, η αστική τάξη, η δεύτερη αυτοκρατορία ξεγελούσαν αδιάκοπα την Πολωνία με θορυβώδικες επαγγελίες συμπόνιας, ενώ στην πραγματικότητα την πρόδιναν στη Ρωσία και εκτελούσαν το βρωμερό έργο της Ρωσίας. Η Κομμούνα τίμησε τα ηρωικά παιδιά της Πολωνίας, βάζοντάς τα επικεφαλής των υπερασπιστών του Παρισιού. Και για να χαρακτηρίσει πέρα για πέρα ξεκάθαρα τη νέα εποχή της ιστορίας που εγκαινίαζε συνειδητά, η Κομμούνα γκρέμισε κάτω απ' τα μάτια των Πρώσων νικητών, από τη μια, και του βοναπαρτικού στρατού που τον διοικούσαν βοναπαρτικοί στρατηγοί, από την άλλη, το κολοσσιαίο σύμβολο της πολεμικής δόξας, τη στήλη της Βαντόμ.
Το μεγάλο κοινωνικό μέτρο της Κομμούνας ήταν η ίδια της η ύπαρξη, η εργασία της. Τα ειδικά μέτρα της μπορούσαν μόνο να υποδείξουν την κατεύθυνση προς την οποία κινείται μια κυβέρνηση του λαού από τον ίδιο το λαό. Τέτοια μέτρα ήταν η κατάργηση της νυχτερινής δουλιάς των αρτεργατών, η επί ποινή απαγόρευση της συνήθειας που είχαν οι εργοδότες να ελαττώνουν τα μεροκάματα, επιβάλλοντας πρόστιμα στους εργάτες τους με λογής λογής προσχήματα - μια μέθοδος όπου ο εργοδότης συνδυάζει στο πρόσωπό του τους ρόλους του νομοθέτη, του δικαστή και της εκτελεστικής εξουσίας και επιπλέον τσεπώνει τα λεφτά για λογαριασμό του. Ενα άλλο μέτρο αυτού του είδους ήταν η παράδοση όλων των κλειστών εργαστηρίων και εργοστασίων σε συνεταιρισμούς εργατών, με την επιφύλαξη ότι θα αποζημιωθούν, αδιάφορο αν ο ενδιαφερόμενος κεφαλαιοκράτης είχε δραπετεύσει ή είχε προτιμήσει να σταματήσει τη δουλιά.
Τα οικονομικά μέτρα της Κομμούνας, που ήταν θαυμάσια για τη φρόνηση και τη μετριοπάθειά τους, μπορούσαν να περιοριστούν μόνο στα μέτρα που συμβιβάζονταν με την κατάσταση μιας πολιορκημένης πόλης. Μπροστά στις τεράστιες κλεψιές που είχαν κάνει σε βάρος της πόλης του Παρισιού οι μεγάλες τραπεζιτικές εταιρίες και οι εργολάβοι κάτω από τη διεύθυνση του Οσμάν, η Κομμούνα θα είχε ασύγκριτα μεγαλύτερα δικαιώματα να δημεύσει την περιουσία τους από τα δικαιώματα που είχε ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης, όταν δήμευε την περιουσία της οικογένειας των Ορλεανών. Οι Χοεντζόλερν και οι Αγγλοι ολιγαρχικοί, που ένα μεγάλο μέρος απ' τα κτήματα και των δυο προέρχονται από λεηλασίες της εκκλησιαστικής περιουσίας, καταγανάχτησαν φυσικά γιατί η Κομμούνα εισέπραξε συνολικά μόνο 8.000 φράγκα από τη δήμευση των εκκλησιαστικών κτημάτων.
Αντίθετα η κυβέρνηση των Βερσαλιών, μόλις δυνάμωσε λίγο και πήρε θάρρος, χρησιμοποιούσε τα πιο βίαια μέσα ενάντια στην Κομμούνα, καταργούσε την ελευθερία της γνώμης σ' ολόκληρη τη Γαλλία και απαγόρευε ακόμα και τις συγκεντρώσεις των αντιπροσώπων των μεγάλων πόλεων. Υπέβαλε τις Βερσαλίες και την υπόλοιπη Γαλλία σ' ένα σύστημα κατασκοπίας, που ήταν πολύ χειρότερη από την κατασκοπία της δεύτερης αυτοκρατορίας. Με τους χωροφύλακες - ιεροεξεταστές της έκαιγε όλες τις εφημερίδες που τυπώνονταν στο Παρίσι και άνοιγε όλα τα γράμματα που στέλνονταν στο Παρίσι ή από το Παρίσι. Στην εθνοσυνέλευση και οι πιο δειλές απόπειρες να πει κανείς μια λέξη ευνοϊκή για το Παρίσι πνίγονταν μέσα σε ουρλιαχτά με έναν τρόπο ανήκουστο ακόμα και για τη «μοναδική στα χρονικά» Βουλή του 1816. Εξω από το Παρίσι οι Βερσαλιέζοι διεξήγαγαν έναν αιμοχαρή πόλεμο, ενώ μέσα στο ίδιο το Παρίσι δωροδοκούσαν και συνωμοτούσαν. Δε θα σήμαινε, λοιπόν, ότι η Κομμούνα προδίνει επαίσχυντα την αποστολή της, αν τηρούσε όλους τους τύπους και τα προσχήματα του φιλελευθερισμού, όπως στους πιο ειρηνικούς καιρούς; Αν η κυβέρνηση της Κομμούνας ήταν όμοια με την κυβέρνηση του Θιέρσου, δε θα υπήρχε λόγος να απαγορευτούν οι εφημερίδες του κόμματος της τάξεως στο Παρίσι και οι εφημερίδες της Κομμούνας στις Βερσαλίες.
Ηταν αλήθεια δυσάρεστο για τους «γαιοκτήμονες της βουλής» το γεγονός ότι ακριβώς τη στιγμή που δήλωναν ότι ο μόνος τρόπος για τη σωτηρία της Γαλλίας ήταν η επιστροφή στην εκκλησία, η άπιστη Κομμούνα αποκάλυψε τα ιδιόμορφα μυστήρια του μοναστηριού των καλογριών του Πικπούς και της εκκλησίας του Αγίου Λαυρέντιου. Μήπως δεν αποτελούσε καυστική σάτιρα για το Θιέρσο το γεγονός ότι ενώ αυτός έδινε αράδα μεγαλόσταυρους στους βοναπαρτικούς στρατηγούς, σ' αναγνώριση της μαστοριάς τους να χάνουν μάχες, να υπογράφουν συνθηκολογήσεις και να στρίβουν τσιγάρα στο Βιλχελμσχέε, η Κομμούνα καθαιρούσε και συνελάμβανε τους στρατηγούς της, μόλις γίνονταν ύποπτοι ότι παραμελούσαν τα καθήκοντά τους; Μήπως το γεγονός ότι η Κομμούνα έδιωξε και έδωσε διαταγή να συλληφθεί ένα από τα μέλη της που είχε καταφέρει να τρυπώσει στην Κομμούνα με ψεύτικο όνομα και είχε κάνει παλιότερα έξι μέρες φυλακή στη Λιόν για απλή χρεοκοπία - μήπως το γεγονός αυτό δεν αποτελούσε προμελετημένη προσβολή κατά πρόσωπο του πλαστογράφου Ζιλ Φαβρ, που εξακολουθούσε τότε ακόμα να είναι υπουργός των Εξωτερικών της Γαλλίας, που εξακολουθούσε τότε ακόμα να πουλά τη Γαλλία στο Βίσμαρκ, που εξακολουθούσε τότε ακόμα να υπαγορεύει διαταγές στην αμίμητη βελγική κυβέρνηση; Ομως στην πραγματικότητα η Κομμούνα δεν υποστήριζε πως ήταν αλάθητη, όπως το υποστήριζαν όλες, χωρίς εξαίρεση, οι παλιές κυβερνήσεις. Δημοσίευε όλα τα πρακτικά των συνεδριάσεών της, ανακοίνωνε όλες τις πράξεις της, μυούσε το κοινό σ' όλες της τις ατέλειες...
Ηταν, αλήθεια, θαυμάσια η αλλαγή που είχε φέρει στο Παρίσι η Κομμούνα! Ούτε ίχνος πια από το ακόλαστο Παρίσι της δεύτερης αυτοκρατορίας. Δεν ήταν πια το Παρίσι τόπος συνάντησης για τους Βρετανούς τσιφλικάδες, τους Ιρλανδούς άμπσεντιρς, τους Αμερικάνους πρώην δουλοχτήτες και νεόπλουτους, τους Ρώσους πρώην φεουδάρχες και τους μπογιάρους της Βλαχίας. Δεν εκθέτανε πια πτώματα στα νεκροτομεία για αναγνώριση, δε γίνονταν πια νυχτερινές διαρρήξεις και σταμάτησαν σχεδόν ολότελα οι κλοπές. Για πρώτη φορά από τις μέρες του Φλεβάρη του 1848 οι δρόμοι του Παρισιού ήτανε πάλι πραγματικά ασφαλείς κι αυτό χωρίς κανενός είδους αστυνομία. «Δεν ακούμε πια να γίνεται λόγος - είπε ένα μέλος της Κομμούνας - για φόνους, ληστείες και επιθέσεις σε πρόσωπα. Φαίνεται πραγματικά σαν να τράβηξε μαζί της η αστυνομία στις Βερσαλίες όλους τους συντηρητικούς φίλους της». Οι κοκότες ξαναβρήκαν τα ίχνη των προστατών τους που το είχαν σκάσει, τους ανθρώπους της οικογένειας, της θρησκείας και πάνω απ' όλα της ιδιοκτησίας. Στη θέση τους ξαναβγήκαν στην επιφάνεια οι πραγματικές γυναίκες του Παρισιού - ηρωικές, ανοιχτόκαρδες και αφοσιωμένες σαν τις γυναίκες της αρχαιότητας. Ηταν το Παρίσι που εργαζόταν, που σκεφτόταν, που μαχόταν, που μάτωνε, που, αφοσιωμένο όπως ήταν στη δημιουργία μιας νέας κοινωνίας, ξεχνούσε σχεδόν τους κανίβαλους που βρίσκονταν έξω από τις πύλες του, που ακτινοβολούσε μέσα στον ενθουσιασμό της ιστορικής του πρωτοβουλίας.
Κ. Μαρξ - Φ. Ενγκελς, «Διαλεχτά Εργα», τ. 1ος, σελ. 617-634, εκδόσεις «Γνώσεις»