74 χρόνια από τη γέννησή του και 34 από το θάνατό του
Γεννημένος στις 21 Μάρτη του 1920, έζησε τα παιδικά του χρόνια στη Θεσσαλονίκη και στο Ναύπλιο, όπου πήρε μαθήματα κιθάρας, μπουζουκιού και βιολιού. Το 1936 έρχεται στην Αθήνα και ανεβαίνει για πρώτη φορά στο πάλκο σαν επαγγελματίας μπουζουξής στο «Δάσος», του Αντώνη του Βλάχου, στο Βοτανικό, δίπλα στον Στράτο Παγιουμτζή και τον Μπαγιαντέρα.
Ο Στράτος θα παίξει σημαντικό ρόλο στο ξεκίνημα του Χιώτη στο λαϊκό τραγούδι. Το 1937 θα τον οδηγήσει στη δισκογραφική εταιρία, όπου - αν και ανήλικος - θα υπογράψει το πρώτο του συμβόλαιο σαν οργανοπαίχτης. Την επόμενη χρονιά, το 1938, ο Χιώτης θα ηχογραφήσει τον πρώτο του δίσκο («Καινούργια νιώθω τη ζωή» και «Παλιά αγάπη)* σε συνεργασία με τον Στέφανο Σπιτάμπελο (δεξιοτέχνη του μπουζουκιού, γνωστού ως «Στεφανάκη»), που τραγούδησε ο Θανάσης Ευγενικός.
Μέχρι την Κατοχή συμμετέχει σαν μπουζουξής, αλλά και σαν δεύτερη φωνή σε αρκετές ηχογραφήσεις τραγουδιών, δημιουργίες σημαντικών συνθετών του Μπαγιαντέρα, του Τούντα, του Μάρκου κ.ά. Δεν είναι, βέβαια, τυχαίο ότι στη συντριπτική πλειοψηφία των τραγουδιών όπου συμμετέχει ο Χιώτης, τραγουδάει ο Στράτος Παγιουμτζής.
Μετά το τέλος του πολέμου και με την επαναλειτουργία των δισκογραφικών εταιριών, ο Χιώτης γίνεται ευρύτερα αποδεκτός, όχι μόνο ως καλός εκτελεστής, αλλά και ως σημαντικός δημιουργός. Ανάμεσα στα πρώτα του μεταπολεμικά τραγούδια θα ηχογραφήσει και τον «Πασατέμπο», τραγούδι με το οποίο ανοίγεται ουσιαστικά ένα νέο κεφάλαιο στη ελληνική μουσική, δίνοντας τη δυνατότητα σε κάποιους «ελαφρούς» συνθέτες της εποχής (Σουγιούλ, Γιαννακόπουλος, Μουζάκης κ.ά.) να προσεγγίσουν - με το δικό τους τρόπο - το λαϊκό τραγούδι, δημιουργώντας το λεγόμενο «αρχοντορεμπέτικο».
Η δεκαετία του '50 είναι μάλλον η πιο δημιουργική του. Θα συνεργαστεί με τα πρώτα ονόματα της λαϊκής μας μουσικής και με τα τραγούδια του θα βοηθήσει στην ανάδειξη μεγάλων ερμηνευτών, όπως η Μαρίκα Νίνου (πρώτη της δισκογραφική εμφάνιση με το τραγούδι του Χιώτη «Θα σου πω το μυστικό μου»), η Στέλλα Χασκήλ, η Μαίρη Λίντα, η Καίτη Γκρέυ, η Γιώτα Λύδια και φυσικά ο Στέλιος Καζαντζίδης. Ταυτόχρονα, θα δώσει μερικά πανέμορφα τραγούδια του σε παλιούς τραγουδιστές, όπως ο Στράτος («Μπρος στα κλειστά παράθυρα»), ο Στελάκης («Το ξεκρέμασα κι απόψε»), ο Ευγενικός («Το φτωχομπούζουκο») κ.ά.
Το 1957, ακολουθώντας το παράδειγμα πολλών λαϊκών μουσικών, πηγαίνει στην Αμερική. Εκεί θα δουλέψει για έναν περίπου χρόνο στα λαϊκά μαγαζιά της ομογένειας, ενώ θα κάνει και αρκετές ηχογραφήσεις.
Γύρω στα '60 αναλαμβάνει την καλλιτεχνική διεύθυνση της Columbia. Την ίδια εποχή θα «στολίσει» με το μπουζούκι του κάποια απ' τα σημαντικότερα έργα της ελληνικής μουσικής. Τους τέσσερις μουσικούς κύκλους του Μίκη Θεοδωράκη: «Επιτάφιος», «Λιποτάχτες», «Αρχιπέλαγος» και «Πολιτεία».
Από το 1962 και μετά πηγαινοέρχεται στην Αμερική. Την τελευταία φορά μάλιστα θα μείνει εκεί για τρία περίπου χρόνια. Γυρνώντας στην Ελλάδα το 1968 βρίσκεται μπροστά σε νέα δεδομένα. Το λαϊκό τραγούδι βρίσκεται ήδη σε παρακμή, ενώ η θέση των λαϊκών δημιουργών απέναντι στους ερμηνευτές και στις δισκογραφικές εταιρίες έχει αποδυναμωθεί δραματικά. Ο Χιώτης θα ξεκινήσει νέες προσπάθειες, για να προσαρμοστεί στη νέα κατάσταση και θα επανέλθει στα λαϊκά πάλκα («Ξημερώματα», στο τέρμα Πατησίων) και στη δισκογραφία. Η καρδιά του όμως θα τον «προδώσει» στις 20 Μάρτη 1970, αφήνοντας το λαϊκό μας τραγούδι φτωχότερο.
Οι ακατάπαυστες μουσικές «ανησυχίες» του Χιώτη δεν εξαντλήθηκαν μόνο σε ό,τι αφορά τη σύνθεση. Διαθέτοντας μια αξιόλογη συλλογή εγχόρδων απ' όλο τον κόσμο, προβληματίστηκε πάνω στις «τεχνικές δυνατότητες» του μπουζουκιού, καταλήγοντας στην εξής καινοτομία: Κουρδίζει ένα τετράχορδο μπουζούκι (σ.σ. κακώς αποδίδεται στον Χιώτη η «ανακάλυψη» του τετράχορδου μπουζουκιού, καθώς αυτό προϋπήρχε αρκετές δεκαετίες) με τον τρόπο που κουρδίζονται οι τέσσερις κάτω χορδές της κιθάρας, αλλά στον μπουζουξίδικο τόνο (Ρε Λα Φα Ντο). Ετσι, ο σολίστας μπορούσε να περνά στις «μέσα» χορδές, ελαττώνοντας αισθητά τις μετακινήσεις του αριστερού χεριού, πράγμα που έδινε τη δυνατότητα επίτευξης μεγαλύτερης ταχύτητας. Δηλαδή, το σόλο είχε πια μια ευκολότερη κάθετη ανάπτυξη και όχι την παραδοσιακή οριζόντια.
Παράλληλα, ο Χιώτης χρησιμοποιεί για πρώτη φορά ενισχυτή και μαγνήτη. Η πρώτη ηχογράφηση του τετράχορδου μπουζουκιού με ηλεκτρικό ήχο γίνεται στα τέλη του 1958 κι από τότε ο Χιώτης χρησιμοποιεί στις ηχογραφήσεις μόνο τετράχορδο. Το νέο αυτό μπουζούκι καθιερώθηκε αμέσως απ' όλους σχεδόν τους μπουζουξήδες (λίγοι έμειναν πιστοί στο παραδοσιακό τρίχορδο, ανάμεσά τους ο Τσιτσάνης, ο Παπαϊωάννου, αλλά και δεξιοτέχνες εκτελεστές, όπως ο Παπαδόπουλος και ο Καρνέζης).
Οσον αφορά στη στάση ζωής του Χιώτη έχουν ειπωθεί πολλά. Οι «συνταξιδιώτες» του στην πορεία του λαϊκού τραγουδιού μιλούν για ένα καλό παιδί, μάγκα κρυμμένο πίσω απ' τα κυριλέ ντυσίματα. Αλλωστε, ο Χιώτης ήταν γέννημα -θρέμμα του χώρου της μαγκιάς (ο πατέρας του είχε «νταραβέρια» με τον υπόκοσμο και μάλιστα δολοφονήθηκε από έναν Μανιάτη σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών). Παρ' όλα αυτά, απ' τη δεκαετία του '50 έδειξε να «φλερτάρει» με την αριστοκρατία της εποχής. Συχνά έπαιξε σε «ελαφρά» μαγαζιά και συναναστράφηκε με τους μεγαλοαστούς, με αποκορύφωμα το «Λαός και Κολωνάκι» στις αρχές της δεκαετίας του '60.
Το μεγαλύτερο - και σημαντικότερο - μέρος του έργου του Χιώτη γράφτηκε την πρώτη 15ετία μετά την Κατοχή. Για κάποιο «παράξενο», όμως, λόγο από το μουσικό κατεστημένο προβλήθηκαν κύρια τα μάμπο και τα τσατσά που έγραψε στη δεκαετία του '60 και αγνοήθηκαν πολλά όμορφα και δεξιοτεχνικά τραγούδια του. Συνεργάστηκε με τους καλύτερους λαϊκούς στιχουργούς και έγραψε αρκετά τραγούδια κοινωνικού περιεχόμενου. Στη διάρκεια του Εμφυλίου, σε συνεργασία με τον Νίκο Μάθεση και τον Μιχάλη Γενίτσαρη, έγραψε το ομορφότερο λαϊκό τραγούδι για τον Αρη Βελουχιώτη («Ενας λεβέντης έσβησε»), που ηχογραφήθηκε τρεις δεκαετίες αργότερα στα «Ρεμπέτικα της Κατοχής».
Ο Χιώτης κατηγορήθηκε από αρκετούς ότι και με το τετράχορδο, και με τον ηλεκτρικό ήχο, και με τις αναζητήσεις του στα δυτικά μοτίβα συνέβαλε στην αλλοίωση και τελικά στην παρακμή του λαϊκού τραγουδιού. Συνολικά μπορούμε να πούμε ότι ήταν ένας άνθρωπος που συνήθιζε να ρισκάρει, προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα στα ζεϊμπέκικα και τα σουίνγκ, ανάμεσα στον τεκέ και το Κολωνάκι. Ομως, παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις του, ο Μανώλης Χιώτης δεν παύει να είναι ένας μεγάλος λαϊκός δημιουργός και ένας απ' τους κορυφαίους μουσικούς που έβγαλε συνολικά η ελληνική μουσική.
* Τα στοιχεία των τραγουδιών πάρθηκαν απ' το αρχείο του Βαγγέλη Αρναουτάκη.