«Η εκλογική αναμέτρηση κατέγραψε τη λαϊκή δυσαρέσκεια και αγανάκτηση απέναντι στην πολιτική του ΠΑΣΟΚ, την οποία όμως καρπώθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της το κόμμα της ΝΔ... Το ζητούμενο, να εκφραστεί σε μεγαλύτερο βαθμό η ριζοσπαστικοποίηση με τη μείωση του δικομματισμού σ' αυτές τις εκλογές, δεν επιτεύχθηκε. Παραμένει η αντίφαση, από τη μια να δυναμώνει η λαϊκή αγανάκτηση, η πεποίθηση ότι ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ δεν υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές, και από την άλλη να μην εκφράζεται αυτή στην κάλπη. Ο δικομματισμός παρέμεινε κραταιός με πολύ υψηλά ποσοστά στη χώρα μας».
Και τίθεται το ερώτημα, γιατί να υπάρχει αυτή η αντίφαση; Στην ίδια απόφασή της, η ΚΕ απαντά: «Οι μακροχρόνιοι εσωτερικοί και διεθνείς παράγοντες που οδηγούν στον εγκλωβισμό στη στρατηγική του δικομματισμού παραμένουν ισχυροί και εμφανίζονται ανθεκτικοί προς το παρόν».
Αλλά δεν αρκείται μόνο σ' αυτήν την απάντηση. Εκτιμά ταυτόχρονα ότι, αργά, αλλά σταθερά, «διαμορφώνεται ένας ριζοσπαστικός πυρήνας στην ελληνική κοινωνία από την εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα και τη νεολαία, ο οποίος μπορεί να αποτελέσει μια καλή μαγιά για την ανάπτυξη της ταξικής πάλης και της πολιτικής συσπείρωσης και συνεργασίας των αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών δυνάμεων». Και θέτει το ζήτημα ότι το Κόμμα πρέπει «να συνεχίσει και κυρίως να κάνει πιο ποιοτική ιδεολογική, πολιτική και μαζική δράση, να συνεχίσει και να επαυξήσει τις πρωτοβουλίες του, ώστε ο πυρήνας αυτός να σταθεροποιηθεί, να διευρυνθεί και προπαντός να συσπειρωθεί και να οργανωθεί σε όλα τα μέτωπα πάλης».
Ενώ ταυτόχρονα εκτιμά ότι: «Κεντρικό ζήτημα, για μια ακόμη φορά, αναδεικνύεται η ανάγκη να ξεπεραστούν τα προβλήματα κρίσης και υποχώρησης, που εδώ και πολλά χρόνια χαρακτηρίζουν το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, πράγμα το οποίο ασκεί την επίδρασή του ευρύτερα. Το ίδιο ισχύει για τα προβλήματα που εμφανίζονται στο κίνημα της μικρομεσαίας αγροτιάς, στους ΕΒΕ. Πρόκειται για σοβαρό παράγοντα, που δυσκολεύει την ωρίμανση της πολιτικής συνείδησης και ασκεί ευρύτερη επίδραση στο γενικότερο μαζικό κίνημα».
Η πολιτική συνείδηση καθορίζει και την έκφραση της πολιτικής τους τοποθέτησης και της ψήφου. «Η καθολική ψηφοφορία είναι ένας δείκτης του βαθμού ωριμότητας της εργατικής τάξης. Περισσότερο δεν μπορεί να είναι και δε θα είναι ποτέ μέσα στο σημερινό κράτος» (Ενγκελς, στο έργο του για το κράτος).
Επομένως, η πολιτική τοποθέτηση, άρα και η εκλογική, εκφράζει και το βαθμό συνειδητοποίησης των πραγματικών συμφερόντων των λαϊκών μαζών ή τμημάτων τους, από τις ίδιες, αλλά και την αντίληψη που έχουν σχετικά με το ποια πολιτική μπορεί να τα πραγματοποιεί και κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορεί να εφαρμόζεται αυτή η πολιτική.
Εχει μεγάλη σημασία, λοιπόν, η εκτίμηση της ΚΕ ότι: «Στο έδαφος της ανάπτυξης της ταξικής πάλης, της πολιτικοποίησης των αγώνων και της συσπείρωσης των δυνάμεων, με στόχο τη συγκρότηση της κοινωνικοπολιτικής Λαϊκής Συμμαχίας, θα αντιμετωπίζονται τα προβλήματα μοιρολατρίας, αυταπατών, εγκλωβισμού ευρύτερων λαϊκών μαζών στη λογική του μονόδρομου, που υπηρετεί αποκλειστικά και μόνο τα συμφέροντα του κεφαλαίου, τις επιλογές της ΕΕ και του ΝΑΤΟ».
Ετσι η πολιτική κάθε κόμματος προσλαμβάνεται, ανάλογα με τα κριτήρια που καθένας διαμορφώνει και τον τρόπο που τα διαμορφώνει. Και σ' αυτό το ζήτημα, η απλή εμπειρία από την παρακολούθηση των εξελίξεων ή και τα βιώματα της κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας, χωρίς την ενεργητική συμμετοχή στις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις, στην ταξική πάλη, εμποδίζει πραγματικά τις διεργασίες που θα επιδρούν στην πολιτική συνείδηση της εργατικής τάξης, των άλλων λαϊκών στρωμάτων, ώστε να κατανοούν ότι τα πραγματικά τους συμφέροντα πραγματοποιούνται με την πολιτική διεξόδου που προτείνει και παλεύει το ΚΚΕ.
Βεβαίως, αγώνες έγιναν τα προηγούμενα χρόνια. Αλλά δεν μπορούμε να πούμε ότι συσπείρωναν την πλειοψηφία των λαϊκών τμημάτων που αντιμετώπιζαν προβλήματα, δεν είχαν την απαιτούμενη έκφραση κοινής δράσης διαφορετικών κοινωνικών στρωμάτων, δεν έγιναν παλλαϊκή υπόθεση οι στόχοι τους, ούτε ο βαθμός πολιτικοποίησής τους ήταν τέτοιος που θα μπορούσε να συμβάλει στην ωρίμανση της πολιτικής συνείδησης μεγαλύτερων τμημάτων από την εργατική τάξη και τ' άλλα λαϊκά στρώματα, πολύ περισσότερο να αλλάξει ριζικά το συσχετισμό δυνάμεων, απεγκλωβίζοντας μεγάλα τμήματα του λαού από το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ και να τα στρέψει προς το ΚΚΕ και το λαϊκό μέτωπο. Γι' αυτό και η ΚΕ εκτιμά ότι μαζί με την πιο ποιοτική ιδεολογική, πολιτική και μαζική δράση, αναδεικνύεται ως κεντρικό ζήτημα, η ανάγκη να ξεπεραστούν τα προβλήματα κρίσης και υποχώρησης, που εδώ και πολλά χρόνια χαρακτηρίζουν το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, πράγμα το οποίο ασκεί την επίδρασή του ευρύτερα, όπως και στο κίνημα της μικρομεσαίας αγροτιάς, στους ΕΒΕ. Είναι προϋπόθεση για την ανάπτυξη της ταξικής πάλης.