Οι δύο Κουβανοί πυγμάχοι - Ολυμπιονίκες, που αρνήθηκαν τις «σειρήνες» του επαγγελματισμού, μένοντας πιστοί στον ερασιτεχνικό αθλητισμό και στις αρχές της Επανάστασης
Sportidea |
Και οι δύο αρνήθηκαν όλα όσα θα τους έφερνε η καριέρα τους στα επαγγελματικά ρινγκ. Τα χρήματα, τη δόξα, τη ζωή, που θα πλασάρονταν σαν πρότυπο, τα ακριβά αυτοκίνητα, τις βίλες, την καλή ζωή. Προτίμησαν να μείνουν στο Νησί της Επανάστασης και να αγωνιστούν γι' αυτήν σαν ελάχιστο φόρο τιμής για τα όσα έκανε η χώρα τους γι' αυτούς.
Και οι δυο αποτελούν θρύλους του αθλητισμού της Κούβας, καθώς και της παγκόσμιας ερασιτεχνικής πυγμαχίας. Απέναντι στα προσφερόμενα αγαθά του καπιταλισμού, επέλεξαν να πουν το δικό τους «όχι» και να ακολουθήσουν την πορεία των ιδανικών και των αρχών της Επανάστασης. Παράλληλα, έχοντας τον ανώτερο τρόπο της σοσιαλιστικής σκέψης και λειτουργίας, σαν άνθρωποι έγραψαν τη δική τους ιστορία, τόσο στο άθλημα της πυγμαχίας, όσο και στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Αυτοί οι δυο, μαζί με τον Ούγγρο Λάζλο Παπ, είναι οι μόνοι που κατάφεραν να στεφθούν τρεις φορές χρυσοί Ολυμπιονίκες. Με μια διαφορά. Ο Ούγγρος τελείωσε την καριέρα του σαν επαγγελματίας. Οι άλλοι δυο αντιστάθηκαν, κερδίζοντας την εκτίμηση των απλών ανθρώπων όλου του πλανήτη.
Sportidea |
Ο Τεόφιλο Στίβενσον Λόρενς, όπως ήταν το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε σε μια μικρή πόλη της επαρχίας Λας Τούνας στις βόρειες ακτές της Κούβας, στις 29 Μάρτη 1952. Σε ηλικία 13 ετών διακρίθηκε σε σχολικούς αγώνες στην πυγμαχία και σύντομα έγινε δεκτός σε ειδικό αθλητικό σχολείο στην Αβάνα. Επτά χρόνια αργότερα, στους Ολυμπιακούς του Μονάχου το 1972, σε ηλικία 20 ετών, κέρδισε το πρώτο του Ολυμπιακό μετάλλιο. Το 1976, στο Μόντρεαλ επανέλαβε την επιτυχία και το 1980 στη Μόσχα γινόταν ο δεύτερος πυγμάχος στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων, που κατακτούσε χρυσό μετάλλιο σε τρεις συνεχόμενες διοργανώσεις. Μάλιστα, θα μπορούσε να είχε προσθέσει ένα ακόμη χρυσό μετάλλιο στη συλλογή του, το 1984, αν η Κούβα δεν απείχε από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λος Αντζελες. Υπήρξε παγκόσμιος πρωταθλητής το 1974, το 1978 και το 1986, χρονιά που εγκατέλειψε την αγωνιστική δράση, έχοντας σημειώσει 170 νίκες και λιγότερες από 15 ήττες.
O Στίβενσον δεν είναι ο μοναδικός Κουβανός πυγμάχος, τρεις φορές Ολυμπιονίκης, που αρνήθηκε τις προτάσεις για να λάβει μέρος στο παγκόσμιο επαγγελματικό πρωτάθλημα. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, ο Σαβόν, εμπνευσμένος από τις απόψεις του προκατόχου του στα πρωτεία της πυγμαχίας, απέρριψε πρόταση δέκα εκατομμυρίων δολαρίων για να λάβει μέρος σε αγώνα πυγμαχίας ενάντια στον Μάικ Τάισον. Ο ίδιος θα δηλώσει αργότερα, αναφερόμενος στην απόφασή του: «Δε μου αρέσει το επαγγελματικό μποξ. Υπάρχει τρομακτική διαφορά ανάμεσα στο Ολυμπιακό στιλ και το επαγγελματικό. Στα επαγγελματικά ριγκ δεν προστατεύονται πάνω απ' όλα. Δεν τους νοιάζει για τους εαυτούς. Αυτό που τους ενδιαφέρει είναι το εύκολο χρήμα. Είναι ένα βρώμικο άθλημα. Στο Ολυμπιακό στιλ, η πυγμαχία είναι ένα ερασιτεχνικό σπορ και είναι πάνω απ' όλα αληθινό, αλλά και καλό για τους αθλητές».
Ο Σαβόν έκανε αισθητή την παρουσία του για πρώτη φορά το 1986, όταν κατέκτησε το πρώτο από τα έξι παγκόσμια πρωταθλήματα βαρέων βαρών. Θεωρείται διάδοχος του Στίβενσον, αφού κατάφερε να κερδίσει και αυτός τρία χρυσά σε Ολυμπιακούς Αγώνες. Χαρακτηριστικό του ταλέντου είναι η κυριαρχία του στα παγκόσμια πρωταθλήματα και τους Παναμερικανικούς Αγώνες τουλάχιστον για μια δεκαετία.
Συνοπτικά η καριέρα του: 2000 Χρυσός Ολυμπιονίκης στο Σίδνεϊ, 1999 Αργυρός παγκόσμιος πρωταθλητής, 1998 Πρωταθλητής στους Αγώνες Καλής Θέλησης, 1997 Παγκόσμιος πρωταθλητής, 1996 Χρυσός Ολυμπιονίκης στην Ατλάντα, 1995 Παγκόσμιος πρωταθλητής, 1995 Πρωταθλητής στους Παναμερικανικούς Αγώνες, 1994 Πρωταθλητής στους Αγώνες Καλής Θέλησης, 1993 Παγκόσμιος πρωταθλητής, 1992 Χρυσός Ολυμπιονίκης στη Βαρκελώνη, 1991 Παγκόσμιος πρωταθλητής, 1991 Πρωταθλητής στους Παναμερικανικούς Αγώνες, 1990 Πρωταθλητής στους Αγώνες Καλής Θέλησης, 1989 Παγκόσμιος πρωταθλητής, 1987 Πρωταθλητής στους Παναμερικανικούς Αγώνες, 1986 Παγκόσμιος πρωταθλητής, 1985 παγκόσμιος πρωταθλητής παίδων.