ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 10 Απρίλη 2004 - Κυριακή 11 Απρίλη 2004
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Πασχαλινό φαγοπότι

Motion Team

Ανοιξη και Λαμπρή. Λέξεις που συμβολίζουνε ζωή, ποίηση, ευτυχία, ψυχική ανάταση, στολισμό, ομορφιά. Παντού χορός και βλάστηση, χρώματα, μυρωδιές, κελαηδίσματα, έρωτας. Βρισκόμαστε σ' ανοιξιάτικες, γιορταστικές, χαρούμενες, ευτυχισμένες μέρες. Οι γιορταστές αγκαλιάζονται και φιλιούνται. Κι αυτά γίνουνται όσο σουβλίζεται το πασχαλιάτικο αρνί, ο οβελίας, και πίνουμε μπόλικο κρασί.

Ο οβελίας, το σούβλισμα του πασχαλιάτικου αρνιού, είναι ένα από τα έθιμά μας που διατηρούμε με τυπικότητα κι αναλλοίωτο. Κι αυτό, γιατί έχει πολύ γραφικότητα, συμβολισμό κι ομαδική συμμετοχή σε μια ανοιξιάτικη χαρά, που, μετά το χειμώνα, το νέκρωμα της φύσης, μας δίνει την ευκαιρία να πανηγυρίσουμε τη γενική ανάσταση.

Το πασχαλιάτικο έθιμο του οβελία μεταβιβάστηκε στο χριστιανισμό από τους Ιουδαίους. Τη θυσία ζώων και την προσφορά τους στους θεούς, βρίσκουμε και στην αρχαιότητα από τα ομηρικά χρόνια. Στους αρχαίους Ελληνες, στους Ρωμαίους, καθώς και σε άλλους μεσογειακούς λαούς.

Λαμπρή λέει, πολύ χαρακτηριστικά, ο λαός μας το Πάσχα. Πραγματικά, λαμπρή γιορτή είναι για τους Ελληνες η Ανάσταση του Χριστού και της φύσης, μέσα στο θαυμάσιο ανοιξιάτικο πανηγύρι, που γιορτάζεται με ντουφεκιές, αγκαλιάσματα, φιλήματα, ευχές, τραγούδια, χορούς και τρικούβερτο φαγοπότι. Το ξεφάντωμα για το γαστρονομικό Πάσχα, προετοιμάζεται από τα μέσα της Μεγαλοβδομάδας, κι ο κάθε τόπος έχει τα έθιμά του στα γαστρονομικά κατασκευάσματα της Λαμπρής, για τα πανηγυρικά συμπόσια και τις ευωχίες. Ετσι, πανελλήνιο είναι το έθιμο τη Μεγάλη Πέμπτη ή Κοκκινοπέφτη να φτιάχνουμε και να ψήνουμε τις λαμπριάτικες κουλούρες, τα τσουρέκια και να βάφουνε τα κόκκινα αυγά.

Το Μεγάλο Σάββατο, πριν την τελετή της Ανάστασης, η νοικοκυρά ασχολείται από νωρίς με το φτιάξιμο των μεζέδων και ετοιμάζει τις λιχουδιές. Ψωμιά, τυρόπιτες, χορτόπιτες, λαχανόπιτες, γαλατόπιτες, μυτζηθρόπιτες, γιαουρτόπιτες. Ο σπιτονοικοκύρης ή ο χασάπης σφάζει το θρεφτάρι, που συνήθως είναι άσπρο κι αρσενικό, τον λαμπριώτη ή τον πασκάτη αμνό. Καθαρίζει τα σπλάχνα, τ' άντερα, για τη μαγειρίτσα και τον πατσά, και με το αίμα του σφαγμένου αρνιού, κάνει σταυρούς στις πόρτες του σπιτιού, στα παράθυρα και στο κούτελο των παιδιών για να φύγουνε τα βλαφτικά πνεύματα.

Στην Ανάσταση οι γιορταστές παίρνουνε μαζί τους κουλούρες, τσουρέκια και κόκκινα αυγά. Και φυσικά βαρελότα, τρακατρούκες, χαλκούνια. Με το «Χριστός Ανέστη» φιλιούνται, τσουγκρίζουνε, φινίρουνε ή κατρακώνουνε τ' αυγά, αμολάνε τα βαρελότα, για να φύγουνε τα κακά πνεύματα και τρώνε τις κουλούρες. Σα γυρίζουν στο σπίτι, αρχίζει το πασχαλιάτικο φαγοπότι, που είναι αβραμιαίο. Η σπουδαιότερη πασχαλιάτικη απόλαυση για τους Ελληνες είναι το αρνί, με τα διάφορα γαστρονομικά κατασκευάσματά του. Γίνεται κυρίως σουβλιστό, ή γεμιστό με ρύζι, σταφίδες, καρύδια, αμύγδαλα και κουκουνάρια στο φούρνο.

Σ' αρκετούς τόπους, όπως στη Μακεδονία, το αρνί το ξεχωρίζουν από τη μέρα που γεννιέται, το αφήνουνε να βυζαίνει συνέχεια και δεν τ' αποκόβουνε. Το θρεφτάρι σφάζει ο ίδιος ο νοικοκύρης το Μέγα Σάββατο, μπροστά σ' όλα τα πρόσωπα της φαμελιάς, κι αφού πρώτα φιλήσουνε το σφαχτάρικο μαχαίρι. Το πρωί της Κυριακής στήνεται η ψησταριά.

Η προγονική και παραδοσιακή σούβλα του οβελία, στα χωριά μας αποτελείται από δυο ξύλα. Ενα μεγάλο, που είναι η κυρίως σούβλα, κι ένα μικρό που περνιέται κάθετα, σταυρωτά, προς το πίσω μέρος, σχηματίζοντας σταυρό. Ετσι, η σούβλα είναι τύπος σταυρού. Το πασχαλιάτικο αρνί περνιέται στη σούβλα με ανοιχτά τα μπροστινά πόδια, όπως άνοιξε ο Χριστός τα χέρια πάνω στο σταυρό, και τα πίσω δεμένα στη σούβλα, όπως τα καρφωμένα πόδια του Ιησού στο σταυρό του Γογλοθά. Οταν στηρίξουμε τη σούβλα όρθια, έχουμε μπροστά μας την εικόνα του Σταυρωμένου, του «Αμνού του Θεού». Αυτόν συμβολίζει ο οβελίας στη σούβλα.

Στην Αράχοβα και στη Λιβαδιά, η ψησταριά παίρνει πανηγυρικό παλλαϊκό χαρακτήρα. Ομαδικά ψήνουνε τ' αρνιά στη σούβλα, πίνουνε κρασί, τραγουδάνε και χορεύουνε, καθώς παίζουν οι «ζυγιές», τα λαϊκά όργανα. Στα ξύλα που καίγονται βάζουνε κι ένα κούτσουρο που μοσχοβολά, για να γίνει πιο νόστιμο το σουβλιστό. Κοντά στις σούβλες, βάζουνε μια τάβλα ή σοφρά, χωριάτικο τραπέζι με χαμηλά πόδια, και πάνω βάζουνε κανάτες με κρασί, ρακί και τσίπουρο. Μόλις αρχίζει να ροδίζει τ' αρνί, ακολουθεί το τσιμπολόγημα, το κρασί, τσίπουρο, οι ατέλειωτες ευχές, τα τραγούδια κι ο χορός. Τον πρώτο χορό στη Μακεδονία σέρνει η νοικοκυρά κι ο νοικοκύρης και οι γύρω τραγουδάνε:

«Σύρε το χορό πέρδικά μ', σήμερις Λαμπρή,

γεια να σου χαρίζει πάντα κι όλα τα καλά.

Κέρνα κύρη τους λεβέντες, που την τραγουδούν,

και να φάνε και να πιούνε, δος τους να χαρούν».

Σαν ψηθεί ο λαμπριάτης, αρχίζει στην αυλή, στην εξοχή, το καθαυτό πασχαλιάτικο φαγοπότι, που κρατά ώρες, ακόμα και μερόνυχτα, γιατί ακολουθούν οι επισκέψεις συγγενών και φίλων στα σπίτια για να ευχηθούν. Σε τούτο το συναπάντημα, στ' αγκαλιάσματα και στ' αλληλοφιλήματα, πέφτουνε κι οι ντουφεκιές. Το έθιμο αυτό της χαράς και της αδερφοσύνης, συνεχίζεται σε πολλούς τόπους ακόμα.

Μετά την Ανάσταση, η μαγειρίτσα είναι το καθιερωμένο φαγητό των Ελλήνων. Στο νυχτερινό πρόγευμα γεύονται ακόμα μερικά από τα πατροπαράδοτα φαγητά, την αυγοσαλάτα, σαρδοσαλάτα, τυρόπιτες, μυτζηθρόπιτες, γιαουρτόπιτες κι άλλους μεζέδες. Ακολουθούν οι κρασομεζέδες, εντόσθια αρνιού ριγανάτα, κοκορέτσια, σπληνάντερα, γαρδούμπες, χωριάτικα λουκάνικα, αγατζέτο και το πασχαλιάτικο κρασοπότι φουντώνει με λαϊκά όργανα, πίπιζες, νταούλια, κλαρίνα, βιολιά, λίρες, σαντούρια, γκάιντες, μερακλωμένους παιχνιδιάτορες και γιορταστές.


Του Βασίλη ΠΛΑΤΑΝΟΥ*
*Ο Βασίλης Πλάτανος είναι παλαίμαχος δημοσιογράφος και συγγραφέας


ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΟ ΡΟΔΟ
Μικρές ιστορίες για το απόγευμα του Πάσχα

Αντιγράφω μερικές σύντομες και παράξενες ιστορίες που είχαν επιλέξει από την παγκόσμια ιστορία της λογοτεχνίας ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες με τον Αντόλφο Μπιόι Κασάρες. Μπορεί οι ιστορίες αυτές να μην είναι μέσα στο πνεύμα της ημέρας αυτής, ωστόσο είναι εξόχως ...πνευματικές, παράξενες και άκρως ενδιαφέρουσες, ό,τι πρέπει δηλαδή για μια έντονη γιορτινή μέρα.

1. Η χειρονομία του Χάρου: Ενας νεαρός Πέρσης κηπουρός λέει στον αφέντη του: «Σώσε με, σήμερα το πρωί συνάντησα τον Χάρο. Μου έκανε μια απειλητική χειρονομία. Και τι δε θα 'δινα να 'μουν το βράδυ μακριά από δω, στο Ισπαχάν». Ο καλόψυχος αφέντης του δανείζει τ' άλογά του να φύγει. Το ίδιο σούρουπο, ο αφέντης συναντά τον Χάρο και τον ρωτά: «Γιατί σήμερα το πρωί έκανες μια απειλητική χειρονομία στον κηπουρό μου;». «Δεν ήταν απειλητική χειρονομία, του απαντά ο Χάρος, αλλά μια χειρονομία που φανέρωνε την έκπληξή μου. Βλέπεις, σήμερα το πρωί ο κηπουρός σου βρισκόταν τόσο μακριά από το Ισπαχάν, κι εγώ έπρεπε να τον συναντήσω απόψε στο Ισπαχάν, για να τον πάρω μαζί μου».

2. Αποχαιρετισμός: Ο Πάρκερ δεν πέθανε, την επομένη, 16 Σεπτεμβρίου, υπέφερε όμως από φριχτούς πόνους. Ούτε η μορφίνη δεν τον έπιανε. Δεν μπορούσε ούτε να φάει ούτε να πιει. Με το ζόρι τον βολέψαμε στο πίσω μέρος του καμιονιού. Η σφαίρα που τον είχε βρει του 'χε τρυπήσει το στομάχι. Ευτυχώς, ο δρόμος ήταν αρκετά καλοστρωμένος, κι έτσι οι κραδασμοί του καμιονιού δεν ήταν αφόρητοι. Είχε ένα δυνατό φως κι έναν ήλιο που έκαιγε. Βρισκόμασταν τώρα στην έρημο. Υπήρχε, βέβαια, πού και πού κανένας θάμνος, κανένα δεντράκι, αλλά πολύ μακριά απ' το νερό, για τον άνθρωπο και το κοπάδι του. Κάτω από ένα δεντράκι είδα μια τεράστια ύαινα που στριφογύριζε και στριφογύριζε σαν σκύλος πριν πέσει να κοιμηθεί. Μια ώρα αργότερα, είδα ένα ζευγάρι αφρικάνικες αντιλόπες. Τα ογκώδη ζώα, μεγάλα σαν ταύροι, με λευκό χιονάτο τρίχωμα και μεγάλα γυριστά κέρατα βοσκούσαν κάτι ευωδιαστά κλωνάρια. Σταματήσαμε το καμιόνι για να τα δούμε, γιατί κανείς μας δεν είχε δει ποτέ του αυτά τα ζώα, ούτε υπήρχε περίπτωση να τα ξαναδούμε. Βοηθήσαμε τον Πάρκερ ν' ανασηκωθεί για να δει κι αυτός. Θεωρήσαμε σημαντικό να τα δει κι αυτός προτού πεθάνει.

3. Η εξομολόγηση: Την άνοιξη του 1232, κοντά στην Αβινιόν, ο ιππότης Γκοντράν Ντ' Ορβίλ σκότωσε με το ξίφος του τον μισητό κόμη Ζοφρουά, άρχοντα του τόπου. Αμέσως ομολόγησε ότι είχε ξεπληρώσει μια προσβολή: Η γυναίκα του τον απατούσε με τον κόμη. Τον καταδίκασαν σε θάνατο με αποκεφαλισμό και, δέκα λεπτά πριν από την εκτέλεση, του επέτρεψαν να δει τη γυναίκα του μέσα στο κελί. «Γιατί είπες ψέματα;» ρώτησε η Ζιζέλ Ντ' Ορβίλ. «Γιατί με ντροπιάζεις;» «Γιατί είμαι αδύναμος», απάντησε. «Ετσι, θα μου κόψουν απλώς το κεφάλι. Αν ομολογούσα ότι τον σκότωσα γιατί ήταν τύραννος, προηγουμένως θα έπρεπε να υποστώ τα βασανιστήριά τους».

4. Ο αδιάφορος:...Σαν τον Ανδαλουσιάνο που τον ρώτησαν αν είναι ο Γκόμες ή ο Μαρτίνες και απάντησε: «Το ίδιο κάνει, το θέμα είναι να περνά η ώρα».

5. Ο φόβος της οργής: Σε κάποιον από τους πολέμους του, ο Αλί χτύπησε έναν άνθρωπο και γονάτισε στο στήθος του, για να τον αποκεφαλίσει. Ο άνθρωπος τον έφτυσε στο πρόσωπο. Ο Αλί ανακάθισε και τον άφησε. Οταν τον ρώτησαν γιατί το έκανε αυτό, αποκρίθηκε: «Μ' έφτυσε στο πρόσωπο και φοβήθηκα να τον σκοτώσω θυμωμένος. Θέλω απλώς να σκοτώσω τους εχθρούς μου, αλλά να είμαι καθαρός ενώπιον του Θεού».


Του
Γιώργου ΚΑΚΟΥΛΙΔΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ