ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 18 Απρίλη 2004
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Το θέατρο, χτες, σήμερα, αύριο

«Δεν είναι περίεργο ότι αυτή η ακαθόριστης αρχαιότητας τέχνη» είχε πει μεταξύ άλλων σε έκτακτη συνεδρία της Ακαδημίας Αθηνών πριν τέσσερα χρόνια ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, για το θέατρο, «δεν έπαψε να υπάρχει, δεν παραμερίστηκε από άλλη, κι αντί να δείχνει παρωχημένη, αυτή εξακολουθεί να ζει και στη διαστημική εποχή μας, χρειαζούμενη και ακμαία παγκόσμια; Νομίζω πως πρόκειται για μια πολύ ενδιαφέρουσα αντίφαση που μαρτυρά τις συγκεχυμένες ακρότητες μέσα στις οποίες ζει ο σύγχρονος άνθρωπος».

Για μια σειρά λόγους που ανέπτυξε ο Ελληνας συγγραφέας, κατέληγε πως «το θέατρο, όχι απλά δε γέρασε, αλλά πως είναι μια τέχνη ακόμα πιο χρειαζούμενη στις κοινωνίες του μέλλοντος».

Κανείς δε θα αμφισβητήσει την ομορφιά και το διαπαιδαγωγητικό και ψυχαγωγικό ρόλο του θεάτρου και την ανάγκη του θεατή για καλό θέατρο. Θα είναι πάντα παρών, αλλά ως ζωντανός οργανισμός δεν μπορεί παρά κι αυτός κάποια στιγμή να είναι πάσχων.

Είναι, λοιπόν, όλα ρόδινα στο χώρο του θεάτρου; Και ο πιο αισιόδοξος δε θα μπορούσε να ισχυριστεί, δυστυχώς, κάτι τέτοιο. Χρόνια μιλάμε για «κρίση» και μετά την κρίση... έρχεται κι άλλη κρίση... και ποτέ δεν τελειώνει. Υπάρχει τελικά ή όχι;

Αν δεν υπήρχε τότε θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως μη πραγματιστές όσοι το ισχυρίζονται. Οι «φωνές», όμως δυναμώνουν και η πραγματικότητα δεν μπορεί να αποφεύγει πια την αλήθεια.

Ασφαλώς δεν μπορούμε να μηδενίζουμε τα πάντα. Υπάρχουν λαμπρά, καλά, ή καλύτερα παραδείγματα. Τα προβλήματα όμως στο χώρο του θεάτρου είναι πολλά. Και κάποια στιγμή θα πρέπει να θεραπευτούν για να μπορέσει το θέατρο να υπάρχει πάντα αντιστεκόμενο.

Ενας καθρέφτης της κρίσης θα μπορούσε να είναι η πορεία της θεατρικής σεζόν. Κάποιοι την κακή εισπρακτική πορεία την ερμηνεύουν θέλοντας να «φταίει» άλλοτε κάποια κακοκαιρία, άλλοτε το κυκλοφοριακό χάος που φταίει για όλα, κάποτε μια προεκλογική περίοδος κλπ.

Κάποιοι μιλούν για τη γενικότερη οικονομική κρίση που αναπόφευκτο είναι να μεταφέρεται πρώτα και κύρια σε ό,τι θεωρείται πολυτέλεια. Και κακά τα ψέματα το θέατρο σήμερα και η τέχνη γενικότερα θεωρείται πολυτέλεια εξαιτίας και της ελλιπούς Παιδείας. Αλλά αυτό είναι μια πραγματικότητα. Η οικονομική κρίση μοιραία «χτυπά» και το θέατρο.

Κάποιοι άλλοι θέλουν να «φταίει» ο μεγάλος αριθμός θεάτρων. Η αλήθεια είναι ότι μέσα σε τέσσερα χρόνια ο αριθμός των θεάτρων διπλασιάστηκε. Το 2000 υπήρχαν 100 περίπου θεατρικές σκηνές ενώ σήμερα κοντεύουν τις 200, ενώ τα έργα που παράγονται είναι πολλαπλάσια. Από τη μια πλευρά αυτό θα μπορούσε κανείς να πει ότι είναι ευχάριστο. Τι πιο ωραίο να υπάρχουν πολλές παραστάσεις, πολλές επιλογές, δουλιά για τους ηθοποιούς και άλλους εργαζόμενους.

Υπάρχει η άποψη πως αυτό είναι και επιζήμιο γιατί δημιουργεί διασπορά των καλών ηθοποιών, δυσκολία και σύγχυση του κοινού, στο τι είναι αξιόλογο και τι όχι, τι είναι πειραματισμός και τι εντυπωσιασμός από πρόθεση.

Σίγουρα συνυπάρχει κι αυτό. Δε λείπει όμως και η χυδαιολογία και η χυδαιοπραξία... Ας μην κλείσουμε τα μάτια και σ' αυτό.

Σίγουρα η πληθωρική δραστηριότητα σαν ένα μεγάλο, ελεύθερο και πολύμορφο εργαστήρι δίνει την ευκαιρία σε εκατοντάδες νέους, κυρίως, καλλιτέχνες, οι οποίοι επιχειρούν, πειραματίζονται, διακινδυνεύουν, πετυχαίνουν, αποτυχαίνουν, φιλοδοξούν περισσότερα πολλές φορές απ' όσα μπορούν, και φυσικό είναι να βιώνουν αφελή αλλά και έντιμα κάποιες φορές λάθη.

Επίσης, δεν είναι άμοιροι ευθυνών όσοι έχουν την ευθύνη επιλογής των έργων. Κακές επιλογές έργων, μοιραία δεν ερεθίζουν το θεατή ή τον αποπροσανατολίζουν και τον απογοητεύουν ώστε να γίνεται πιο δύσπιστος. Μεγάλη η ευθύνη βέβαια και των σκηνοθετών, των παραγωγών και όλων τελικά των συντελεστών μιας παράστασης.

Ομως πολλά είναι και τα προβλήματα που έχουν να κάνουν με τη θεατρική παιδεία, το βαθμό συνείδησης του ρόλου της τέχνης του ηθοποιού, την κατοχύρωση του επαγγέλματος, αλλά και τις εργασιακές τους σχέσεις.

Σίγουρα δεν είναι εύκολο να βρει κανείς με ακρίβεια τις αιτίες. Σίγουρα δεν υπάρχει μια αιτία, αλλά πολλές. Δε χρειάζεται να δαιμονοποιήσουμε τα φαινόμενα, αλλά να τα παραδεχτούμε πρώτα και στη συνέχεια να βρεθούν οι τρόποι που θα ξεπεραστούν όσα ευθύνονται για μια σειρά προβλημάτων. Κάποια στιγμή θα πρέπει να μιλήσουν ανοιχτά οι άνθρωποι του θεάτρου, να κωδικοποιήσουν τα προβλήματα, να αναζητήσουν τις αιτίες, να αναλογιστεί ο καθένας και τις δικές του ευθύνες «χωρίς φόβο και πάθος» θα λέγαμε και να διεκδικήσουν την επίλυση όσων προβλημάτων πληγώνουν την υπόθεση θέατρο. Να ανοίξει ένας διάλογος «υπέρ» του θεάτρου. Η σιωπή δεν είναι γόνιμη. Οπως τιτλοφορεί κείμενό του και ο Σπύρος Δρόσος στην «Ατάκα» (εφημερίδα του ΣΕΗ), «αν δεν είσαι μέρος της λύσης, θα είσαι μέρος του προβλήματος».

Σήμερα, ο «Ρ» ανοίγει ένα δρόμο διαλόγου καλώντας ανθρώπους του θεάτρου να καταθέσουν τις απόψεις τους.


Σοφία ΑΔΑΜΙΔΟΥ


Λουκέρνη, όπως Βαρβάκειος

Δύο είναι τα θέματα που μονοπώλησαν το ενδιαφέρον της πανελλήνιας προσοχής τον τελευταίο καιρό: το κατσικάκι και το Κυπριακό. Το πρώτο προέκυψε ως υποπροϊόν της νεοελληνικής θρησκευτικότητας και της προσπάθειας μετατροπής του μεταφυσικού περιεχομένου των «θείων παθών» σε τυπική, καθημερινή πραγματικότητα, με όλα τα υλικά στοιχεία που τη συναποτελούν. Τις ευωχικές αποκλίσεις της και τις πολύχρωμες απολαύσεις της. Το δεύτερο θέμα, το Κυπριακό δηλαδή, προέκυψε ως υποπροϊόν του υπολανθάνοντος, νεοελληνικού εθνικισμού που ποτέ δεν τα κατάφερε να ξεπεράσει τα όρια ενός ψευδοϊστορικού συναισθηματισμού. Μιας μόνιμα λανθασμένης εκδήλωσης, που όχι μόνο δεν αντιλαμβάνεται τις καταστάσεις σε σχέση με την πολιτική τους συγκυρία, αλλά εγκαταλείπεται ως έξαρση πατριωτισμού στα πλαίσια μιας συλλογικής συμπεριφοράς. Γιατί έτσι το βρήκαμε από τους παππούδες μας.

Και φυσικά δεν είναι πρώτη φορά που ενίσταμαι για τη γνωστή λογολαγνεία που συνοδεύει τις εξάρσεις της νεοελληνικής επικαιρότητας. Ετσι συμβαίνει σε κάθε περίπτωση που ένα θέμα έρχεται να ανατρέψει τη συνηθισμένη ροή του καθημερινού χρόνου και να μεταφέρει την προσοχή του κόσμου κάπου αλλού. Χωρίς αυτό το «αλλού» να είναι πρωτοφανές. Αρχίζουν, λοιπόν, οι τηλεοπτικές συνάξεις να παίρνουν το γνωστό διερευνητικό τους χαρακτήρα και οι ειδικοί να προσπαθούν να αναδείξουν τους λόγους που διαμορφώνουν το θέμα. Τα επιχειρήματα διαδέχονται το ένα το άλλο. Οι αρμόδιοι μας ανακοινώνουν για ακόμα μια φορά ότι η προέλευση των πασχαλινών σφαγίων, που αναλαμβάνουν να μετατρέψουν το μεταφυσικό πάθος σε ένα σύνολο φυσικών γεύσεων, καταδεικνύεται από το χρώμα της σφραγίδας. Εφιστούν την προσοχή των καταναλωτών στην ευρωτική διαφορά ανάμεσα στη Βαρβάκειο και στα χασάπικα της γειτονιάς. Κουβέντα όμως πως έτσι συμβαίνει σε κάθε ελεύθερη αγορά. Ο καθένας βάζει τη δική του σφραγίδα όχι μόνο πάνω στην πλάτη των αμνοεριφίων, αλλά και των ίδιων των καταναλωτών.

Και ακολουθεί το δεύτερο θέμα. Εδώ απλώς αλλάζουν οι αρμόδιοι αναλυτές. Τις αναλύσεις στην περίπτωση αυτή αναλαμβάνουν να διεκπεραιώσουν διπλωμάτες, πολιτικοί, συνταγματολόγοι και οι γνωστοί ευκαιριακοί συζητητές που δε λείπουν έτσι κι αλλιώς, όποιο κι αν είναι το θέμα, γιατί αυτοί ξέρουν. Ετσι και στην περίπτωση του Κυπριακού ξέρουν πολύ καλά πως η διαφορά αφορά το όνομα της αγοράς που καθορίζει τις τιμές. Στη μια περίπτωση μιλούμε για τη Βαρβάκειο. Στην άλλη για τη Λουκέρνη. Και στις δυο περιπτώσεις όμως εκείνος που παραπλανά τον καταναλωτή δεν είναι το αθώο αμνοερίφιο, είναι αυτός που την τελευταία στιγμή, ως μόνος αρμόδιος σφραγιδοφύλαξ, σφραγίζει το εμπόρευμα. Και γι' αυτή τη διαδικασία ούτε λέξη στη σχετική συζήτηση. Κανείς δε λέει ποιος κρατάει τη σφραγίδα, για να καταδείξει με το χρώμα της την προέλευση του πωλούμενου. Και η συζήτηση πάει μια από δω και μια από κει. Πότε για τη βιωσιμότητα, και πότε για το λειτουργικό του σχεδίου. Πότε για το ευρωπαϊκό κεκτημένο ή την αδιαλλαξία του κυρίου Ντενκτάς. Και κανείς δεν τολμάει, όπως το κάνει κι αυτή τη φορά μόνο το ΚΚΕ, κανείς δεν τολμάει να μιλήσει για τον σφραγιδοφύλακα. Το μεγάλο ιμπεριαλιστή σφαγέα που καθορίζει την τελική τιμή και στις κεντρικές αγορές και στα γραφικά χασάπικα της γειτονιάς. Γιατί ό,τι και να πούμε εμείς, όπως και να τα αναλύσουμε τα θέματα, μόνο τα σωστά εργαλεία θα μας πάνε στην αλήθεια. Μόνο έτσι θα βοηθήσουμε τους «καταναλωτές» για να βρούνε το δρόμο για τη λύση. Να καταλάβουν, με άλλα λόγια, πως όλα τα «κρέατα» είναι τα ίδια. Με όλα μπορεί κανείς να γιορτάσει το Πάσχα. Προσοχή όμως. Προσοχή στις αμερικάνικες σφραγίδες!


Του
Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ