Πού μεγάλωσες;
Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη στα μέσα του... προηγούμενου αιώνα. Οι γονείς μου, μορφωμένοι μεσοαστοί, λόγω της ασθένειας της μητέρας μου, δεν είχαν τη δύναμη να με χειραγωγήσουν και να με κοντρολάρουν. Μεγάλωσα λοιπόν στους δρόμους, στα καφενεία και προπαντός στα σινεμά, τα οποία επισκεπτόμουν μέχρι και επτά φορές τη βδομάδα.
Το μεγάλο μου όνειρο από παιδί ήταν το ταξίδι.
Η φόρμα της γραφής σου είναι περισσότερο κινηματογραφική από λογοτεχνική...
Είναι αλήθεια ότι η σχέση μου με τον κινηματογράφο υπήρξε καθοριστική. Ισως να μ' επηρέασε εξίσου με τη ροκ μουσική και τα ταξίδια. Η κινηματογραφική γλώσσα βοηθάει εξαιρετικά στο να μη γίνεσαι βαρετός στον σημερινό αναγνώστη, που περιμένει από σένα πρώτα να τον διασκεδάσεις και να τον συγκινήσεις και κατά δεύτερο λόγο να τον κάνεις ν' αναρωτηθεί για το άλφα ή το βήτα. Κι αν αποτύχεις στο πρώτο, ξέχνα το δεύτερο. Πιστεύω ότι η γλώσσα του σήμερα το μόνο που χρειάζεται, είναι να πατάει τα ανάλογα κουμπιά του αναγνώστη, για να του προβάλλει εικόνες και καταστάσεις που ήδη έχει εκείνος μέσα του και τα έχει δει στο σινεμά και την τηλεόραση. Δεν είναι ανάγκη να τον πρήζουμε με λεπτομερείς περιγραφές, πλαδαρούς παραλληλισμούς κι ακατάσχετα κοσμητικά επίθετα. Ενας καλός ρυθμός, χιούμορ, δύο τρεις όμορφες χρωματιστές πινελιές κι ένα φιλικό κλείσιμο του ματιού στον αναγνώστη αρκούν για να τον κάνεις δικό σου και να σε συνοδέψει στο ταξίδι σου.
Απ' όλες τις χώρες που παρουσιάζεις στις διηγήσεις σου, διαφαίνεται πως η Ινδία είναι αυτή που σ' έχει εντυπωσιάσει και επηρεάσει περισσότερο. Κάπου μάλιστα την αναφέρεις και σαν δεύτερη πατρίδα.
Νιώθω πως έχω πολλές πατρίδες. Δηλώνω Θεσσαλονικιός, ζω στα Χανιά, νοσταλγώ τα νιάτα μου στην Στοκχόλμη, θα 'θελα να πεθάνω στο Βαρανάσι και συνήθως συναντώ τους συμπατριώτες μου απ' όλον τον κόσμο στην Κεράλα, ένα ινδικό ψαροχώρι που τ' αγαπάω κι αυτό σαν σπίτι μου. Η Ινδία όμως σαν τόπος και έννοια είναι η πνευματική μου πατρίδα. Σ' αυτήν πρωτόνιωσα τα σκιρτήματα της ψυχής και την επαφή με κάτι ανώτερο από την καθημερινότητα και την ηθική της φθαρτής ύλης. Αυτή μου έμαθε να υπομένω και να παρατηρώ. Να είμαι θρήσκος χωρίς ν' ακολουθώ δόγματα, να πιστεύω στα θαύματα και να βλέπω την αστεία πλευρά της κάθε άβολης κατάστασης, για να την αντιμετωπίζω ευκολότερα. Φυσικά δεν εθελοτυφλώ και βλέπω τη φτώχεια και την ανέχεια που επικρατεί εκεί, ούτε μου διαφεύγει ότι σήμερα μια μεγάλη πλειοψηφία των Ινδών αστών έχει γίνει ματεριαλιστική και στραβοκοιτάζει προς τη Δύση με λαχτάρα για περισσότερα καταναλωτικά σκουπίδια. Ομως παρ' όλα αυτά υπάρχει κι ένα απέραντο πνευματικό και πολιτιστικό περιθώριο και μια ελευθερία που αυτό συνεπάγεται, τέτοια που κάνουν την Ινδία να παραμένει μαγική και αξιαγάπητη.
Στον «Αλήτη στη Χώρα των Θαυμάτων» αναφέρεσαι όμως εξίσου και στη Λατινική Αμερική, και μάλιστα αρκετά εκτεταμένα.
Ναι, φυσικά, δε θα μπορούσα ν' αφήσω το Περού και τις Ανδεις, έξω από τη «Χώρα των Θαυμάτων». Υστερα έτυχε να βρεθώ στην Αργεντινή κατά τη διάρκεια του πολέμου των Φόκλαντ και θεώρησα καθήκον μου να περιγράψω την εμπειρία μου όπως κι εκείνη του Καρναβαλιού στην Μπαΐα της Βραζιλίας. Ομως τα θαύματα στο βιβλίο συμβαίνουν παντού: από τη Μόσχα στη Σκόπελο, και από το Αφγανιστάν στην Εθνική οδό Αθηνών - Θεσσαλονίκης. Αυτή είναι, θα λέγαμε, η δική μου προσφορά στην παγκοσμιοποίηση, αν και φυσικά παραμένω αντίπαλός της.
Ο Πικάσο (1881-1973) θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες του 20ού αιώνα. Δημοκράτης και δημιουργός του μοναδικού έργου «Γκουέρνικα», το οποίο αποτέλεσε «κραυγή» διαμαρτυρίας στη φρικαλεότητα του πολέμου και στο δικτατορικό καθεστώς του Φράνκο. Ο μεγάλος δημιουργός προσέγγισε για πρώτη φορά την αρχαία ελληνική τέχνη στις σχολές της Λα Κορούνια και της Βαρκελώνης, ζωγραφίζοντας σπουδές από εκμαγεία αρχαίων γλυπτών. Η «Γαλάζια περίοδος» που ακολούθησε, με έργα τα οποία αναφέρονταν στη νυχτερινή ζωή του Παρισιού και στην τραγικότητα των φτωχών και ταλαιπωρημένων, έδωσε τη θέση της στη «Ροζ περίοδο» της αισιοδοξίας.
Γύρω στα 1905, η τάση επιστροφής στις κλασικές πηγές, η λεγόμενη ανάκληση στην τάξη που προασπίζονταν λογοτέχνες και καλλιτέχνες (Α. Gide, M. Denis, J. Cocteau, A. Maillol, κ.ά.) άρχισε να γίνεται αρκετά δημοφιλής στους παρισινούς κύκλους των διανοουμένων. Εκείνη την περίοδο, ο Πικάσο πήγαινε τακτικά στο Μουσείο του Λούβρου, όπου μελετούσε την τέχνη των αρχαίων πολιτισμών. Την πρώτη του ουσιαστική αναφορά στις μεσογειακές πηγές και στις αρχαϊκές παραδόσεις ενέπνευσε το ταξίδι του, το 1906, στο Γκοσόλ, ένα απομονωμένο χωριό στα Πυρηναία.
Ενα χρόνο αργότερα, ο Πικάσο γνώρισε τον Ζ. Μπρακ, με τον οποίο συνεργάστηκε στενά έως το 1914, στο πλαίσιο μιας νέας εικαστικής γραφής, του κυβισμού. Το πρώτο κίνημα της αφηρημένης τέχνης, όπως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ο κυβισμός, έμελλε να επηρεάσει βαθιά την εξέλιξη της τέχνης στα χρόνια που ακολούθησαν. Κατά την κυβιστική περίοδο, ο Πικάσο εγκατέλειψε προσωρινά το διάλογο με την αρχαιότητα, όμως οι αρχαιοελληνικές επιρροές εντάθηκαν ύστερα από το ταξίδι του στην Ιταλία, το 1917. Τα έργα του καλοκαιριού στο Biarritz (1918) είναι σκηνές από την παραλία, των οποίων το μέτρο και η αρμονία παραπέμπουν στη «Χρυσή Εποχή» του κλασικισμού.
Στις αρχές της δεκαετίας του '30, δημιούργησε γλυπτά εμπνευσμένα από αρχαϊκές φόρμες και τεχνικές, ενώ το 1947-'48 η σχέση του με την αρχαία τέχνη εκφράστηκε μέσα από τη συστηματική παραγωγή κεραμικών έργων στο Vallauris.