- Λίγα πράματα. Βάρναλη, Μαβίλη, Πορφύρα, Πολυδούρη κι από Παλαμά τον «Δωδεκάλογο».
- Είναι μεγάλος ποιητής. Από μοντέρνα ποίηση;
- Δυσκολεύομαι, δεν την πολυκαταλαβαίνω.
- Δεν είναι περίεργο. Η παλιά ποίηση, όπως λειτουργεί, μας έχει συνηθίσει σ' ένα συναισθηματικό - νοητικό τρόπο έκφρασης κι έχει κι ένα ανάλογο λεξιλόγιο. Η ποίηση αυτή εξαντλήθηκε μορφολογικά, ό,τι είχε να πει το είπε. Δε νομίζεις κι εσύ πως λέξεις «ποιητικές», όπως καρδιοχτύπια, μουχρώματα, φεγγάρια, έχουν φθαρεί απ' την πολλή χρήση; Ομως, σ' ένα σύγχρονο ποίημα, η «πεζή» λέξη γλόμπος, ας πούμε, όταν μπει εκεί που πρέπει, μπορεί να λειτουργήσει ποιητικά. Η μοντέρνα ποίηση εκφράζεται κύρια με εικόνες, φαινομενικά άσχετες, που όμως έχουν βαθύτερη σχέση μεταξύ τους. Βγαίνουν από το υποσυνείδητο και τοποθετούνται, μπορώ να πω, κατ' ευθείαν στη θέση τους. Ο ποιητής έχει πλούσιο ψυχισμό, αισθητική, αποθέματα βιωμάτων, άλλα στην επιφάνεια, άλλα στο βάθος. Ελέγχει, συνθέτει, μεταχειρίζεται όλο το υλικό, όπως ένας γλύπτης τον πηλό, με αποτέλεσμα πότε ονειρικό, πότε ρεαλιστικό. Οσο για μένα, ο πόθος για κοινωνική δικαιοσύνη, οι αγώνες του λαού μας, οι θυσίες του, όλ' αυτά διαπότισαν τη συνείδησή μου, πέρασαν στο αίμα μου και δεν μπορεί παρά να εκφράζονται στην ποίησή μου.
Μου είπε ακόμα για το κίνημα του υπερρεαλισμού στη Γαλλία, για τον Μπρετόν, που έγραψε κι ένα περίφημο μανιφέστο, όπου αναλύει τις θέσεις αυτού του κινήματος. Μου διάβασε ποιήματα των σπουδαίων υπερρεαλιστών ποιητών, αλλά και αντιστασιακών, Πωλ Ελυάρ και Λουί Αραγκόν, που ήταν και μέλη του ΚΚ Γαλλίας. Ελεγε πολλά, ένας χείμαρρος, πού να τα θυμηθώ. Είχε δίπλα του ανοιχτό ένα περιοδικό. Μου χτύπησε στο μάτι ένα ποίημα του Μαγιακόφσκι με τίτλο «Ενα σύννεφο με παντελόνια».
- Μα είναι πολύ απλό, μου λέει, βάλε τη φαντασία σου να δουλέψει: Ενας άνθρωπος που έχει τα χαρακτηριστικά τού σύννεφου: Ευμετάβλητος, ασταθής, ακαταστάλαχτος... Η ποίηση δεν είναι μασημένη τροφή, θέλει τη συνεργασία και του αναγνώστη. Ο καθένας αντλεί από το ποίημα, ανάλογα με τη δεκτικότητά του, αλλά του βγαίνουν στην επιφάνεια και πολλά που έχει καταχωνιασμένα μέσα του, που ούτε καν υποπτεύεται την ύπαρξή τους.
Από την κουκέτα μου, παρακολουθώ το γράψιμό του. Γράφει χωρίς να σβήνει ποτέ, μ' εκείνη τη γραφή που θυμίζει βυζαντινό χειρόγραφο. Η ματιά μου, θέλοντας και μη, πέφτει αδιάκριτη, κάτι όμως που δεν τον ενοχλεί. Οι λέξεις κι οι αράδες αφήνονται με σιγουριά μία - μία από τη μύτη του μολυβιού στο χαρτί, αμετάκλητες. Λες πως από κάπου δέχεται μια επιφοίτηση:
«(...) Ο Πανούσης
τυλίγεται σε μια χοντρή βελέντζα. Η βελέντζα
είναι κόκκινη και άσπρη. Κι ο ύπνος του Πανούση
έχει το χρώμα της βελέντζας. Πάντα του κοιμάται
με την τραγιάσκα, τα παπούτσια και το παντελόνι.
Αν είχε βγάλει τ' άρβυλά του, σίγουρα κει μέσα
ένα πουλί θα γεννούσε τ' αυγά του
κι ύστερα πια ο Πανούσης δε θα 'χε πού να χώσει τα πόδια του.
Ο ύπνος του κάθε μεσημέρι
είναι σαν τον ίσκιο της βελανιδιάς μες στο νερό».
Την επόμενη μέρα από την εγκατάστασή μας στο Κοντοπούλι, τον βλέπω να βγάζει τις νερομπογιές του.
- Πάμε για ζωγραφική; μου λέει.
Εγώ ακόμα δεν είχα συνέλθει απ' το σοκ και μόνο τη ζωγραφική δεν είχα στο μυαλό μου. Ντράπηκα. Παίρνω κι εγώ τα σύνεργά μου, και κείνη τη μέρα κρεμάσαμε στο θάλαμο τα πρώτα μας έργα. Η αλήθεια είναι πως ο Ρίτσος δεν άφηνε στιγμή να πάει χαμένη: `Η θα έγραφε, ή θα ζωγράφιζε, ή θα έπαιζε μουσική με κάποιο αυτοσχέδιο όργανο. Το όφελος για μένα ήταν ότι ακολούθησα το ρυθμό του, και κάθε μέρα έδειχνε ο ένας στον άλλο ό,τι καινούριο έφτιαχνε. Τώρα πια η εξορία δεν ήταν καταδίκη για μας, ήταν ευκαιρία για δημιουργία. Κι ένιωσα μεγάλη χαρά και ικανοποίηση όταν δύο ακουαρέλες μου τον άγγιξαν τόσο, που τις μετουσίωσε σε ποιήματα: Είναι τα «Τηλεγραφόξυλα» και η «Γαϊδουροκεφαλή»3. Από μοντέλα αφθονία, βέβαια. Στο θάλαμο όλοι ήταν έτοιμοι να ποζάρουν, ιδίως τα γεροντάκια. Οσο για το τοπίο, σε προκαλούσε με τη λιτότητά του, την αυστηρή του ομορφιά. Τα σπιτάκια, ενσωματωμένα στο τοπίο, έμοιαζαν έργα της φύσης παρά των ανθρώπων. Οι καταχνιές, οι αμυγδαλιές οι σακατεμένες απ' τον αγέρα, τι καλύτερο για ζωγραφική; Παρ' όλ' αυτά, ο Ρίτσος δεν έμενε ικανοποιημένος.
- Ενα μας λείπει, μου λέει ενώ ζωγραφίζαμε πλάι - πλάι, το γυμνό μοντέλο!
Εγώ έμεινα.
- Μα πώς; του λέω.
Εκείνος τα είχε προβλέψει όλα. Υπήρχαν κοντά στους θαλάμους δυο μεγάλες βάσεις για κανόνια από την εποχή της γερμανικής κατοχής. Ηταν από μπετόν, βαθουλές, προστατευμένες απ' τον αγέρα και τα μάτια.
- Εκεί θα πάμε, όσο για μοντέλα, θα βρούμε, είπε.
- Θα γδύσουμε συνεξόριστους; του λέω, και πώς θα το πάρουν οι υπόλοιποι; Εδώ υπάρχουν άνθρωποι από επαρχία, μέχρι και βουνίσιοι, ανίδεοι απ' αυτά, θες να δημιουργηθεί θέμα; Για τις κολόνιες σου, το ξέρεις πως σε σχολιάζουν;
- Δεν παίζει ρόλο τι θα πούνε οι άλλοι, εμείς να είμαστε εντάξει, κι αυτό έχει σημασία!
Βρήκαμε πρόθυμα δυο παλικάρια με καλές αναλογίες και λειτούργησε στο Κοντοπούλι εργαστήριο σπουδής γυμνού! Εκείνος, όπως κι εγώ, είχαμε κάνει, επίσης, με σινική, τα πορτρέτα αρκετών εξόριστων. Απάνω σ' αυτό, μου λέει ξαφνικά:
- Εμένα δε θα με ζωγραφίσεις;
Μ' έφερε σε δίλημμα. Η αλήθεια είναι ότι δείλιαζα. Ο Ρίτσος για μένα δεν ήταν θέμα σχεδίου, ή αναλογιών, είχε εσωτερική ακτινοβολία, γι' αυτό δίσταζα. Φοβόμουν μη δεν είναι αντάξιό του. Του το είπα και με κατάλαβε. Ομως, μετά απ' αυτήν την παρατήρηση, μπλόκαρα ακόμα περισσότερο. Ωστόσο, του έκανα ένα σχέδιο από μακριά, όπως ζωγράφιζε, με τις ακουαρέλες του, έχοντας δίπλα τα χαρτιά του κι ένα όργανο αυτοσχέδιο.
Αυτά τη μέρα. Το βράδυ όμως; Ε, τότε είχαν σειρά η ποίηση, οι απαγγελίες, οι συζητήσεις για την Τέχνη, η μουσική. Εργάτες και χωρικοί άκουγαν τότε ποίηση απ' το στόμα του Ρίτσου για πρώτη φορά κι ήταν πολύ καλοί ακροατές. Συζητήσεις είχαμε πολλές. Ηταν εκεί κι ο Μιχάλης Μ. Παπαϊωάννου, ο λογοτέχνης, ένας καθηγητής Πανεπιστημίου, ο Χατζηδάκης νομίζω, δυο παιδιά με λογοτεχνική φλέβα: Βλαδίκας και Παναγιωτόπουλος(;), καθώς και ο Συμεωνίδης που έγραφε ποίηση με λιτούς, σχεδόν μονολεκτικούς, στίχους. Ετσι, με τον Ρίτσο στην πρωτοκαθεδρία, είχαμε και φιλολογικές βραδιές. Ερχονταν και τα περιοδικά «Νέα Εστία» και «Lettres Litteraires», που δίνανε τροφή στις συζητήσεις. Ακόμα, ο Χατζηδάκης παρέδιδε και μαθήματα γαλλικών με μαθητές όλη την παρέα, και στον Ρίτσο, που τελειοποιούσε τα γαλλικά του. Επειτα ήταν η μουσική: Κάποιος έπαιζε λαϊκά σε αυτοσχέδιο μπουζούκι, αλλά και ο Ρίτσος σπουδαίο μαντολίνο. Η ιστορία με τα μουσικά όργανα άρχισε κάπως έτσι:
Ενας συνεξόριστος πρόσθεσε ένα μακρύ ξύλο σε μια ξερή κολοκύθα, τέντωσε και τα σχετικά τέλια κι έφτιαξε κάτι που το ονόμασε μπουζούκι. Κατά κάποιο τρόπο «έπαιζε» σ' αυτό κάτι ατελείωτα ταξίμια και βαριά λαϊκά. Κατόπιν κάποιος μαστόρεψε ένα άλλο από ξύλο, πάντως σε χονδροειδή μορφή. Μετά, δανειστήκαμε απ' το χωριό ένα μαντολίνο. Σ' αυτό ο Ρίτσος έπαιζε με φοβερή δεξιοτεχνία και πλούσια αρμονία - κάτι που μ' έκανε ν' αλλάξω γνώμη γι' αυτό το όργανο - μελωδίες από κλασικά έργα που έδωσαν άλλη ατμόσφαιρα στο θάλαμο. Επειδή αυτό το μαντολίνο έπρεπε να το επιστρέψουμε, μας ήρθε η φιλόδοξη ιδέα να κατασκευάσουμε εμείς όργανα. Εγώ ανέλαβα να φτιάξω μαντολίνο - πάντα μ' άρεσε το μαστόρεμα - και ο Γιάννης Ευσταθίου έφτιαξε βιολί. Με βάση τα μέτρα του μαντολίνου και χωρίς πολλά εργαλεία, ξεκινήσαμε τη δουλιά που κράτησε 2 - 3 μήνες. Ο Ρίτσος στο τέλος απηύδησε: «Τι θα γίνει, Γιάννη, μ' αυτό το μαντολίνο, θα τελειώσει καμιά φορά;» (...) Με τα πολλά, τελείωσε. Το λουστράρισα, περάσαμε χορδές και το 'δωσα στα χέρια του Ρίτσου. Περιμέναμε όλοι γύρω - γύρω, όλο αυτιά και μάτια. Οταν χτύπησε η πένα τις χορδές, ο θάλαμος γέμισε από αρμονικούς ήχους. Ηταν σωστό, ήταν και όμορφο. Αγκαλιαστήκαμε4.
Ετσι κυλούσε η ζωή - αν εξαιρέσουμε τις αγγαρείες - μέχρι που τα όργανα κατασχεθήκανε από τα ...όργανα της Χωροφυλακής. «Εδώ ήρθατε για να πονέσετε», μας είπαν. Κι έδωσαν την υπόσχεση πως θα μας τα δώσουν όταν φύγουμε. Υπόσχεση κάλπικη.
Μετά τη Λήμνο ήταν η Μακρόνησος. Εκεί χωρίσαμε. Σε άλλο στρατόπεδο ο Ρίτσος, σε άλλο εγώ, κι όταν βρεθήκαμε στο ίδιο στρατόπεδο, σε άλλον κλωβό εκείνος, σε άλλον εγώ.
Τον ξαναείδα έπειτα από τη μεταπολίτευση στον ηλεκτρικό.
- Πώς πάει η ζωγραφική; με ρώτησε αμέσως. Με τις νέες τάσεις, τη μοντέρνα τέχνη, δοκίμασες καθόλου;
- Προσπάθησα, αλλά δεν μπορώ, νιώθω ότι υποκρίνομαι, πως δεν είμαι ειλικρινής, είπα.
- Κάνε όπως αισθάνεσαι, κι η ειλικρίνεια είναι το παν στην Τέχνη.
Αυτό πίστευα κι εγώ από πάντα.
Πήγα μερικές φορές στο σπίτι του. Με δεχόταν πάντα εγκάρδια, με αγάπη. Του πρόσφερα το λεύκωμά μου «Ζωγραφική στην εξορία». Το ξεφύλλισε μια - μια σελίδα, και θυμηθήκαμε τα παλιά, όχι χωρίς κάποια νοσταλγία.
Κοντολογίς, πρέπει να πω πως ήταν καλή τύχη για μένα αυτή η «συμβίωση». Συνδεθήκαμε φιλικά, με επηρέασε θετικά, δέχτηκα απ' αυτόν πολλά. Γιατί δεν ήταν μόνο μεγάλος ποιητής, ήταν και άνθρωπος προσιτός.
Σημειώσεις
1 Το πλοίο «Χειμάρρα» ναυάγησε τότε, και πνίγηκαν εξόριστοι, δεμένοι με χειροπέδες.
2 Γ. Ρίτσου «Επικαιρικά», σελ 215.
3 Γ. Ρίτσου «Επικαιρικά», σελ. 202, 211.
4 Γ. Στεφανίδη «Ζωγραφική στην εξορία», λεύκωμα, σελ. 5.