Associated Press |
Το θέμα των βασανιστηρίων έχει προκαλέσει τεράστιο σάλο, παγκοσμίως, που δε φαίνεται να καταλαγιάζει, καθώς, σταδιακά, οι αποκαλύψεις λαμβάνουν διαστάσεις χιονοστιβάδας. Οι φωτογραφίες που είδαν το φως της δημοσιότητας ήταν, απλώς, η κορυφή του παγόβουνου, που είχε, ήδη, αρχίσει να δημιουργείται, εδώ και μήνες, από τις αλλεπάλληλες καταγγελίες ανθρωπιστικών οργανώσεων και Ιρακινών.
Ο επίσημος αριθμός των Ιρακινών αιχμαλώτων ανέρχεται σε 7.000, αλλά εκτιμάται ότι είναι πολύ μεγαλύτερος. Οι καταγγελίες για εξαφανίσεις είναι εκατοντάδες, ενώ είναι γνωστό, από πέρυσι το καλοκαίρι, ότι οι κατοχικές δυνάμεις χρησιμοποιούν την «ισραηλινή πατέντα» της διοικητικής κράτησης, δηλαδή κρατούν επ' αόριστον αιχμαλώτους, χωρίς να τους απαγγελθεί καμία κατηγορία.
Ενώ η βρετανική ηγεσία, τόσο η πολιτική όσο και η στρατιωτική, επέλεξε να αμφισβητήσει την αυθεντικότητα των φωτογραφιών που αποκαλύφθηκαν και αφορούν σε Βρετανούς στρατιώτες που βασανίζουν και εξευτελίζουν Ιρακινούς κρατουμένους, η Ουάσιγκτον δεν είχε περιθώρια ελιγμών. Ηδη, στα περισσότερα δημοσιογραφικά γραφεία, η έκθεση, που είχε συνταχθεί μετά από σχετικές καταγγελίες, κυκλοφορούσε από τα τέλη Γενάρη.
Associated Press |
Παράλληλα, οι Αμερικανοί αξιωματούχοι καταβάλλουν φιλότιμες προσπάθειες να κατευνάσουν τα πνεύματα και να καθησυχάσουν τις ανησυχίες για την πορεία της κατοχής. Δεν το έχουν πετύχει μέχρι στιγμής. Μπορεί η αμερικανική κοινή γνώμη να εμφανίζεται πεπεισμένη για την αναγκαιότητα του πολέμου στο Ιράκ, σε ένα μεγάλο βαθμό ακόμη, όμως το πώς θα προχωρήσει η κατοχή από εδώ και στο εξής παραμένει το μεγάλο αγκάθι.
Ο μήνας Απρίλης αποδείχτηκε καθοριστικής σημασίας για τους κατακτητές, που, μετά από μια σχετικά σύντομη πορεία φθοράς, είδε τα σχέδιά της να γίνονται εφιάλτες. Οι αντικατοχικές επιθέσεις όχι μόνο δε μειώθηκαν, αλλά αυξήθηκαν μετά τη σύλληψη του Σαντάμ Χουσεΐν, οδηγώντας σε κατάρρευση το επιχείρημα της «δυσαρέσκειας από απομεινάρια του καθεστώτος».
Μαζί με τα «απομεινάρια», κατέρρευσε και το κινδυνολογικό επιχείρημα περί «εμφύλιας σύρραξης», καθώς σουνίτες και σιίτες, σχεδόν ταυτόχρονα, εξεγέρθηκαν και συνεχίζουν να συγκρούονται με τις κατοχικές δυνάμεις, παρέχοντας ο ένας στον άλλο ηθική και υλική υποστήριξη. Και αυτό σε μια στιγμή που ήταν εμφανές ότι οι, διαφόρων πολιτικών και θρησκευτικών απόψεων, αντιστασιακές οργανώσεις είχαν, ήδη, πετύχει ένα πρωτόλειο είδος συντονισμού.
Associated Press |
Λίγοι, επίσης, έχουν καταλάβει για ποιο λόγο, η σουνιτική Φαλούτζα πολιορκείται από τις αρχές Απρίλη, με αφορμή το θάνατο και διαμελισμό 4 μισθοφόρων της ιδιωτικής αμερικανικής εταιρίας ασφαλείας «Blackwater», όταν θα μπορούσε να βρεθεί ένας ηπιότερος τρόπος «άλωσης» μιας πόλης που είναι γνωστό ότι διάκειται έντονα εχθρικά απέναντι στις κατοχικές δυνάμεις. Οι επικριτές της στρατιωτικής αυτής κλιμάκωσης, στην οποία προχώρησε η αμερικανική κατοχική διοίκηση, προκαλώντας ουσιαστικά τη σκληρή και ενωτική αντίδραση εκ μέρους των εξεγερμένων, εκτιμούν ότι είναι απλώς το αποτέλεσμα σειράς λανθασμένων επιλογών και χειρισμών που έχουν οδηγήσει, πλέον, την κατάσταση σε αδιέξοδο για τους κατακτητές.
Associated Press |
Η πολιτική ηγεσία απέρριψε τις ανησυχίες τους, εκτιμώντας ότι τα στρατεύματά τους θα τύχουν θετικής αποδοχής από το σύνολο του ιρακινού λαού και ότι πολλές άλλες χώρες θα σπεύσουν να συμμετάσχουν με ισχυρές, αριθμητικά, δυνάμεις στο έργο της «απελευθέρωσης», με δέλεαρ την εξασφάλιση μεριδίου από την πετρελαϊκή λεία. Και οι δύο αυτές υποθέσεις αποδείχτηκαν λανθασμένες.
Ο ιρακινός λαός δεν υποδέχτηκε σαν «απελευθερωτές» τους Αμερικανούς και δεν παρατηρήθηκε κοσμοσυρροή στην αποστολή ισχυρών δυνάμεων στην κατοχή. Φυσικά, ο κατάλογος των «προθύμων» είναι μεγάλος, αλλά αριθμητικά η συνεισφορά των περισσοτέρων χωρών δεν είναι εντυπωσιακή.
Οι χώρες που είχαν πάνω από 1.000 μάχιμους στρατιώτες στο Ιράκ είναι μόνο οι Βρετανία, Πολωνία, Ιταλία, Ουκρανία, Ισπανία. Η τελευταία απέσυρε, ήδη, τους στρατιώτες της από τις θέσεις τους και μέχρι τέλη Μάη θα έχουν επιστρέψει στην πατρίδα. Η Πολωνία διαβεβαιώνει ότι θα μείνει, αλλά ζητά, πλέον, επιτακτικότερα σαφέστερο χρονοδιάγραμμα για την αποχώρησή της.
Οσο για τη Βρετανία, που είναι ο ισχυρότερος «σύμμαχος», επισήμως όλα βαίνουν καλώς. Ανεπισήμως, όμως, η γκρίνια είναι μεγάλη. Μιλώντας σε αρμόδια επιτροπή της Βουλής, ο αρχηγός του βρετανικού ΓΕΣ, σερ Μάικ Τζάκσον, δήλωνε ότι «η βρετανική προσέγγιση για το χειρισμό της κατάστασης ήταν εντελώς διαφορετική εξαρχής, αλλά...». Του λόγου το αληθές φαίνεται, όντως, από την τακτική των βρετανικών δυνάμεων στις περιοχές ελέγχου τους. Χαρακτηριστικό, ίσως, παράδειγμα είναι ότι όταν, στα μέσα του καλοκαιριού, 6 Βρετανοί στρατιώτες (όχι μισθοφόροι ιδιωτικής εταιρίας) είχαν λιντσαριστεί μέχρι θανάτου από εξαγριωμένο πλήθος, τα βρετανικά στρατεύματα δεν προχώρησαν σε αντίποινα.
Daily Mirror |
Οι συμβουλές των Βρετανών φαίνεται ότι δεν εισακούστηκαν εξαρχής, σήμερα, όμως, επιβάλλονται διά της ανάγκης. Ο Πολ Μπρέμερ κάλεσε όσους Ιρακινούς εργάζονταν σε όλους τους τομείς της εκπαίδευσης και της υγείας να επιστρέψουν στη θέση τους, καθώς το σύστημα μοιάζει να καταρρέει. Το σημαντικό σημείο, όμως, είναι η έκκληση επιστροφής προς τους Ιρακινούς στρατιωτικούς, όλων των βαθμίδων, στους οποίους αναγνωρίζεται ότι «δεν ήταν όλοι απαραίτητα συνένοχοι με τον Σαντάμ».
Χρειάστηκαν μήνες για να γίνει αντιληπτό ότι τα σχέδια περί εξ ολοκλήρου νέας αστυνομίας και στρατού δεν οδηγούν πουθενά, αλλά αντίθετα στελέχωσαν τις γραμμές των ανταρτών με νέο εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό. Χρειάστηκαν μήνες για το αυτονόητο: όταν είσαι κατακτητής, επιδιώκεις να εξαγοράσεις τον υπάρχοντα μηχανισμό για να μην έχεις μόνο εχθρούς και να εδραιώσεις την παρουσία σου. Είναι ένας χρυσός κανόνας που ακολουθήθηκε πολλάκις στην ιστορία των ιμπεριαλιστικών πολέμων. Η Ουάσιγκτον δεν τον εφάρμοσε.
Ηταν ξεκάθαρο, εξαρχής, ότι η Ουάσιγκτον δεν εισέβαλε στο Ιράκ για να φύγει σύντομα, παραδίδοντας πλήρως την εξουσία στους Ιρακινούς, όπως διατεινόταν. Υπό αυτήν την έννοια, ουδείς θα έπρεπε να εκπλήσσεται από την κυνική παραδοχή του Αμερικανού ΥΠΕΞ ότι η «μεταβατική κυβέρνηση που θα παραλάβει την εξουσία στις 30 Ιουνίου, δε θα έχει δικαίωμα να νομοθετήσει, δε θα ελέγχει τον τομέα ασφαλείας και απλώς θα οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές, στις αρχές του 2005». Η κυβέρνηση αυτή θα είναι, πάλι, διορισμένη, υπό την ευθύνη του ΟΗΕ.
Ολα αυτά προβλέπονταν από την προσωρινή νομοθεσία που ενέκρινε το διορισμένο κυβερνητικό συμβούλιο μετά από πρόταση της κατοχικής διοίκησης. Το ότι τα μέλη αυτού του συμβουλίου, ακόμη και οι στενότεροι σύμμαχοι των ΗΠΑ, σήμερα εκφράζουν βαθιά δυσαρέσκεια και κατηγορούν τις ΗΠΑ για το χάος που επικρατεί στη χώρα, ίσως οφείλεται και στο γεγονός ότι διαβλέπουν το χάος αυτό να στρέφεται και εναντίον τους.
Τόσο ο Μπρέμερ όσο και άλλοι Αμερικανοί αξιωματούχοι έχουν, επανειλημμένως, πει ότι οι κατοχικές δυνάμεις θα παραμείνουν για καιρό, ίσως και χρόνια στο Ιράκ. Στόχος είναι, όμως, μετά τις 30 Ιουνίου να μετονομαστούν σε «πολυεθνική δύναμη» και στη συνέχεια ο ΟΗΕ να αναλάβει ακόμη ενεργότερο ρόλο. Τα σχέδια αυτά, προς το παρόν, είναι επί χάρτου και δεν αποκλείεται να παραμείνουν. Η επιδίωξή τους για μια νέα απόφαση του ΟΗΕ που θα υποχρεώνει τεχνηέντως και άλλες χώρες να συμβάλουν στρατιωτικά και οικονομικά, δε φαίνεται ρεαλιστική.
Ουδείς δείχνει διατεθειμένος να βάλει το πόδι του στο βάλτο που λέγεται Ιράκ, πόσο μάλλον τώρα που, εκτός από «στρατιωτικούς συμμάχους», περικόπτουν δραστηριότητες και οι «επενδυτές», όπως η γερμανική «Siemens» ή η αμερικανική «Bechtel». Η παντελής έλλειψη ασφάλειας, η οργή που βράζει στην πλειοψηφία του πληθυσμού της χώρας και εντείνεται ώρα με την ώρα από το αίμα που χύνεται από την κατοχή και από την παντελή απουσία κάθε εργασίας αποκατάστασης των υποδομών, δεν είναι το ιδανικότερο περιβάλλον επενδύσεων.
Ορισμένοι αξιωματούχοι, όπως ο Δημοκρατικός Γερουσιαστής Τζον Λίμπερμαν, πιέζουν το Λευκό Οίκο να στείλει περισσότερα στρατεύματα στο Ιράκ. Ηδη, παρατάθηκε η παραμονή 20.000 ανδρών που επρόκειτο να επιστρέψουν στις αρχές Απρίλη. Το ενδεχόμενο στρατιωτικής ενίσχυσης είναι πιθανό αλλά εξαιρετικά δυσοίωνο, καθώς θα σηματοδοτήσει μια άνευ προηγουμένου αιματοχυσία που μάλλον θα οδηγήσει τα πράγματα στα άκρα, παρά θα λύσει προβλήματα. Και το κόστος σε ανθρώπινες ζωές (Αμερικανών) έχει, ήδη, αρχίσει να γίνεται αγκάθι, ενώ οι «σύμμαχοι» δε δείχνουν, πλέον, και τόσο «πρόθυμοι» να ακολουθήσουν σε αυτόν τον αιματηρότατο κατήφορο.
Το βέβαιο είναι ότι η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί, σήμερα, στο Ιράκ πιθανότατα θα καθυστερούσε κάποιους μήνες μέχρι να εκδηλωθεί τέτοιας κλίμακας αντικατοχικό κύμα, αν δεν το πυροδοτούσαν με άστοχες επιλογές και ατυχέστατους χειρισμούς οι ίδιες οι αμερικανικές κατοχικές δυνάμεις. Οσοι κατηγορούν, σήμερα, το Λευκό Οίκο για «αλαζονεία», σίγουρα έχουν κάποιο δίκιο, καθώς δεν εξηγείται παρά μόνο ως έκφραση αλαζονείας και προσπάθειας απεγκλωβισμού από ασφυκτική πίεση η διάπραξη τόσο μεγάλων στρατηγικών και τακτικών λαθών.
Εντούτοις, το ζήτημα είναι αν η λύση θα είναι, π.χ. η «διεθνοποίηση» του Ιράκ, όπως προτείνει ο υποψήφιος των Δημοκρατικών για την Προεδρία, Τζον Κέρι, που τάσσεται και υπέρ της ενίσχυσης των στρατευμάτων ή ο τερματισμός της κατοχής. Η δεύτερη επιλογή, για προφανείς λόγους κύρους, επιρροής και εξυπηρέτησης γεωπολιτικών και οικονομικών συμφερόντων, φαίνεται να αποκλείεται. Εντούτοις, ορισμένοι αναλυτές διαφόρων στρατηγικών Ινστιτούτων, όπως ο Τεντ Γκόλεν Κάρπεντερ, εκτιμούν, ήδη, ότι το κόστος για τα συμφέροντα των ΗΠΑ θα είναι μεγαλύτερο αν παραμείνουν στο Ιράκ με την κατάσταση να επιδεινώνεται.